Sunday, January 10, 2010

Οικολογία και παιδική λογοτεχνία: μια περίπτωση πρόσληψης

Οικολογία και παιδική λογοτεχνία: μια περίπτωση πρόσληψης

Εισήγηση σε συνέδριο του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Κρήτης με θέμα «Ψυχοπαιδαγωγική της Προσχολικής Ηλικίας», Ρέθυμνο,18-20 Οκτωβρίου 2001. Δημοσιεύτηκε στα «Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου», Τόμος Β΄, Έκδοση Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, 2002, σελ. 597-602.

  Η Παιδική Λογοτεχνία έχει αρκετές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη λογοτεχνία για μεγάλους, όπως για παράδειγμα το ότι απευθύνεται σε παιδιά χωρίς να γράφεται από παιδιά. Εδώ θα μας απασχολήσουν κάποιες ιδιομορφίες της πρόσληψής της, που μάλλον έχουν ξεφύγει από την προσοχή των θεωρητικών της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Αφορμή για τις σκέψεις που θα εκθέσουμε παρακάτω στάθηκαν οι αντιδράσεις τριών μικρών παιδιών απέναντι στα τρία πρώτα διηγήματα της συλλογής μας «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Το έργο αυτό εκδόθηκε με χορηγία του Δήμου Ηλιούπολης και μοιράστηκε δωρεάν σε όλους τους μαθητές των δημοτικών σχολείων της Ηλιούπολης το 1997. Στη συνέχεια υπήρξαν άλλες δυο εκδόσεις, που μοιράστηκαν σε δύο δήμους της Θεσσαλονίκης. Την τρίτη έκδοση προλόγισε ο τέως υφυπουργός Παιδείας κος Ανθόπουλος.
  Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της πρόσληψης, στη διαμόρφωση των θεωριών τους, φαίνεται να μην έχουν λάβει υπόψη τους την παιδική λογοτεχνία. Ένας από τους πιθανούς λόγους γι’ αυτό είναι ότι μάλλον δεν έχουν επαφή μαζί της. Για να επηρεάσει η παιδική λογοτεχνία τις απόψεις τους θα έπρεπε οι θεωρητικοί αυτοί να έχουν διαβάσει ένα αριθμό έργων, πράγμα που πιθανότατα δεν έχουν κάνει, μια και σπάνια οι μεγάλοι διαβάζουν τη λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά. Όμως αν είχαν υπόψη τους, έστω και λίγα έργα, παιδικής λογοτεχνίας, πιθανότατα οι θεωρίες τους να επηρεάζονταν και να τροποποιούνταν σημαντικά.
  Οι θεωρίες της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης αναπτύχθηκαν μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την εμφάνιση των μοντερνιστικών κειμένων με την αμφισημία και πολυσημία που τα διακρίνει. Όμως στα έργα της παιδικής λογοτεχνίας δεν υπάρχουν αμφισημίες, με τα συνακόλουθα προβλήματα ερμηνείας. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον περισσότερο ή λιγότερο διδακτικό τους χαρακτήρα. Οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας έχουν πάντα σαν μέριμνα να περάσουν μέσα από τα έργα τους ιδεολογικά μηνύματα και κοινωνικές αξίες. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής Καλλέργης στη μελέτη του «Το πρόβλημα της ιδεολογίας στα παιδικά λογοτεχνήματα», ...στα γνήσια λογοτεχνήματα το ιδεολογικό περιεχόμενο σπάνια έχει τη μορφή γυμνού κηρυγματικού λόγου ή συνθηματολογίας. Τις περισσότερες φορές μετουσιώνεται σε μορφές, σε πρότυπα, που έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη καλλιτεχνική πειθώ, ανάλογη με το ταλέντο του συγγραφέα και την ένταση της προσπάθειάς του να δαμάσει τη γλώσσα και να υποτάξει το υλικό του στο νόημα της τέχνης.1 (σελ. 597)
  Όμως το μεγαλύτερο ή μικρότερο ταλέντο του συγγραφέα, οι περισσότερες ή λιγότερες ικανότητές του και η μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση της προσπάθειας που έχει καταβάλλει στη σύνθεση ενός έργου έχουν να κάνουν περισσότερο με τη λογοτεχνική αξία του έργου αυτού και όχι με προβλήματα της ερμηνείας του. Η  ανίχνευση των ιδεολογικών οριζόντων ενός έργου είναι συχνά ανεξάρτητη από τη λογοτεχνική του ποιότητα.
  Στην περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας έχουμε μια «ρητορική της πειθούς». Μάλιστα τα οικολογικά μας παραμύθια θα έλεγα ότι αποτελούν έναν «λογοτεχνικό προτρεπτικό», σε ένα αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα ερμηνειών και παρερμηνειών (που, σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς της πρόσληψης και της αποδόμησης, έχουν ισότιμη αξία), αλλά ζήτημα αποτελεσματικότερης ή λιγότερο αποτελεσματικής χρήσης των λογοτεχνικών μέσων, των υφολογικών τεχνικών, της μυθοπλαστικής επινοητικότητας, κ.λπ., ώστε να διεγερθεί συναισθηματικά ο μικρός αναγνώστης και να περάσουν έτσι μέσα του αβίαστα τα μηνύματα και οι προτροπές του συγγραφέα.
  Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι ο ορίζοντας προσδοκιών του ενήλικα είναι διαφορετικός απ’ αυτόν του μικρού αναγνώστη. Ο ορίζοντας προσδοκιών του παιδιού συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά από παραμέτρους που έχουν να κάνουν με την παιδική ψυχολογία, ενώ ο ορίζοντας προσδοκιών του ενήλικα επηρεάζεται επί πλέον από μια ιστορική διάσταση, τόσο υποκειμενική όσο και διυποκειμενική, τόσο από τις προσωπικές του εμπειρίες στη μέχρι τότε ζωή του όσο και από τις ηθικές και αισθητικές αξίες και νόρμες που διαμορφώθηκαν ιστορικά ή βρίσκονται σε διαδικασία διαμόρφωσης στην εποχή του.
  Όσο για την περίφημη «σύντηξη οριζόντων» του έργου και του δέκτη, έχει και αυτή περιορισμένη εφαρμογή στην παιδική λογοτεχνία, μια και η παιδική λογοτεχνία έχει ιστορία δύο περίπου αιώνων, και είναι δημιούργημα αστικών κοινωνιών, ενώ τα αριστουργήματα του παρελθόντος, η πρόσληψη των οποίων οδήγησε στην αντίληψη περί «σύντηξης οριζόντων», προσφέρονται στους νεαρούς αναγνώστες κυρίως μέσω διασκευών. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν θα ήταν δυνατόν να μιλάμε για σύντηξη οριζόντων, θα έπρεπε να μιλάμε για σύντηξη όχι δύο οριζόντων, του κειμένου και του αναγνώστη, αλλά τριών, με επιπλέον ορίζοντα εκείνον του διασκευαστή. Ο διασκευαστής, αν και τοποθετείται στο ίδιο παρόν με τον νεαρό δέκτη, διαφέρει απ’ αυτόν ως ενήλικας, και ως εκ τούτου διαφέρει ο δικός του ορίζοντας προσδοκιών απ’ αυτόν του μικρού αναγνώστη. 
  Τα περισσότερα από τα οικολογικά μας διηγήματα γράφηκαν το 1989, τότε που όλους εμάς που συμμετείχαμε στο οικολογικό κίνημα μας είχε συνεπάρει ο ιεραποστολικός ζήλος της διάδοσης των καινούριων ιδεών. Η οικολογική φιλολογία και δημοσιογραφία, όχι μόνο εκείνης της εποχής αλλά και σήμερα, είναι διαποτισμένη από ένα καταστροφολογικό πνεύμα, το οποίο είναι λίγο πολύ κατανοητό: αν δεν επισείσουμε τον κίνδυνο της καταστροφής, δεν είναι δυνατόν να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος και να αντιδράσει. Η μεταφορά όμως (σελ. 598) αυτού του καταστροφολογικού πνεύματος στα οικολογικά διηγήματά μας αποδείχθηκε άστοχη, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις των τριών παιδιών που αναφέραμε παραπάνω, στα οποία προστέθηκε αργότερα και ένας ενήλικας, ο οποίος τα διάβασε από περιέργεια.
  Τις αντιδράσεις των παιδιών αυτών μου τις μετέφεραν οι γονείς τους, που είναι φίλοι μου. Ασφαλώς όμως θα υπήρξαν παρόμοιες αντιδράσεις και από άλλα παιδιά, τις οποίες δεν θα μπορούσα ασφαλώς να πληροφορηθώ.
  -Καλά ρε μαμά, ο φίλος σου δεν μπορούσε να σώσει το σκιουράκι από την φωτιά του δάσους, μόνο το άφησε να καεί; έκλαιγε απαρηγόρητα η κόρη μιας φίλης και συναδέλφισσάς μου.
  -Ήταν ανάγκη ο κυνηγός να πετύχει την κοτσυφίνα, και να μείνει έτσι ορφανό το κοτσυφάκι της να πεθάνει; διαμαρτυρήθηκε ένας απαρηγόρητος μικρός στη μαμά του.
  -Φοβερό μαμά να πεθάνουν όλες οι γάτες που έφαγαν δηλητηριασμένα ποντίκια, παραπονέθηκε ένας άλλος μικρός.
  Στενοχωρήθηκα πολύ που λύπησα τους μικρούς αναγνώστες μου, οι οποίοι θα λυπήθηκαν ασφαλώς και για τη φάλαινα που πέθανε από ασιτία, γιατί στα δόντια της είχαν κολλήσει πλαστικές σακούλες, και για τα δυο ψαράκια που πέθαναν από τον ευτροφισμό της λίμνης.
  Στα διηγήματα αυτά υπάρχει μια ολοφάνερη απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών των μικρών παιδιών, μια διάψευση αφηγηματικών προσδοκιών που δημιουργεί η παιδική λογοτεχνία γενικότερα, όπου το unhappy end είναι άγνωστο.
  Ο Hans Robert Jauss υποθέτει ότι στην απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών θεμελιώνεται η λογοτεχνική αξία ενός έργου. Γράφει χαρακτηριστικά:
  «Η απόκλιση ανάμεσα στον ορίζοντα προσδοκιών και το έργο, ανάμεσα στην οικειότητα της προγενέστερης αισθητικής εμπειρίας και τη «μεταβολή του ορίζοντα» που απαιτεί η πρόσληψη του νέου έργου καθορίζει σύμφωνα με την αισθητική της πρόσληψης τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα του λογοτεχνικού έργου: στο βαθμό που η απόκλιση αυτή ελαχιστοποιείται, που δεν απαιτείται από την προσλαμβάνουσα συνείδηση να στραφεί προς τον ορίζοντα μιας άγνωστης ακόμη εμπειρίας, προσεγγίζει το έργο στην περιοχή της ‘εύπεπτης’, της ψυχαγωγικής τέχνης.2
  Αλλού προσφέρει χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου είδους αποκλίσεων, όπως αυτό του Δον Κιχώτη:
  «Έτσι αφήνει ο Cervantes να ξεδιπλωθεί κατά την ανάγνωση του Don Quijote ο ορίζοντας προσδοκιών των τόσο αγαπητών στο κοινό της εποχής του παλαιότερων ιπποτικών αφηγήσεων, τις οποίες, εν συνεχεία, παρωδεί πικρά η περιπέτεια του τελευταίου ιππότη».3 (σελ. 599)
  Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Jauss εστιάζει την προσοχή του κυρίως στη μυθοπλασία, παρασυρμένος ίσως από την καθημερινή χρήση της λέξης «προσδοκία» που είναι αυτή της αναμονής κάποιου γεγονότος. Έτσι αναφέρεται επί μακρόν στην αλλαγή μυθοπλασίας που έφερε ο ρεαλισμός σε σχέση με τον ρομαντισμό. Όμως πρέπει να πούμε ότι ο ορίζοντας προσδοκιών αναφέρεται επίσης στο υφολογικό επίπεδο, και γενικά στο επίπεδο των αφηγηματικών τεχνικών.
  Αλλά, ακόμα και αν ένα λογοτεχνικό έργο κατακτά μια υψηλή λογοτεχνική αξία παραβιάζοντας τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, τόσο στο επίπεδο της μυθοπλασίας όσο και στο επίπεδο των αφηγηματικών τεχνικών, αυτό δεν είναι το παν στην παιδική λογοτεχνία. Το παιδικό λογοτέχνημα δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τους παιδαγωγικούς στόχους της παιδικής λογοτεχνίας. Και με αυτό δεν εννοούμε έναν διδακτικό χαρακτήρα, τον οποίο μπορεί να έχει αλλά μπορεί και να μην έχει, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστον η αξία της, αλλά το ότι πρέπει να συντελεί στην ομαλή ανάπτυξη του παιδικού ψυχισμού. Αυτός είναι ο λόγος που η βία πρέπει να αποφεύγεται στην παιδική λογοτεχνία, αλλά και κάθε τι που δημιουργεί αισθήματα μελαγχολίας, θλίψης και απογοήτευσης. Το ότι η καλλιτεχνική ποιότητα δεν είναι το μοναδικό κριτήριο καταλληλότητας ενός έργου για παιδικό κοινό φαίνεται και από τον χαρακτηρισμό κάποιων κινηματογραφικών έργων, αριστουργηματικών κατά τα άλλα, ως ακατάλληλων για ανηλίκους.
  Μπορούμε εδώ να επισημάνουμε ότι στη λογοτεχνία υπάρχουν ορισμένες συμβάσεις και κανόνες «εκ των ων ουκ άνευ», που δεν πρέπει να παραβιάζονται. Και δεν είναι μόνο οι συμβάσεις του είδους, όπως π.χ. μια κωμωδία δεν μπορεί να έχει unhappy end. Για παράδειγμα υπάρχει ο κανόνας ότι δεν πρέπει να παραβιάζεται η βασική αρχή της ποιητικής δικαιοσύνης, κατά την οποία το κακό πρέπει τελικά να τιμωρείται και το καλό να αμείβεται, σε όλα αδιάκριτα τα αφηγηματικά είδη. Και αυτό γιατί η λογοτεχνία, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες λειτουργίες της, ψυχαγωγικές, μορφωτικές, κ.λπ., έχει επίσης τη λειτουργία του να «καθησυχάζει» τον αναγνώστη, υποβάλλοντάς του την αντίληψη ενός κόσμου όπου τα προβλήματα μπορούν πάντοτε να λυθούν, με αγώνα και προσπάθεια, ότι το καλό τελικά επικρατεί4 και κάθε διατάραξη μιας κατάστασης ισορροπίας είναι παροδική. Το γενικό τριαδικό αφηγηματικό σχήμα ισορροπία, διαταραχή της ισορροπίας και αποκατάσταση της ισορροπίας υπακούει στην παραπάνω απαίτηση του αναγνωστικού κοινού, ή, για να το θέσουμε με οικονομικούς όρους, στην απαίτηση της αγοράς. Κανένας εκδότης ή παραγωγός δεν θα επένδυε σε έργο που ο δολοφόνος στο τέλος του έργου μένει ατιμώρητος.
  Για να γυρίσουμε στα οικολογικά παραμύθια, ο μικρός αναγνώστης, κλείνοντας το βιβλίο, θα έπρεπε να νιώθει χαρούμενος και όχι θλιμμένος. «Η παιδική λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι πεσιμιστική», λέει ο Βασίλης Φίλιας σε μελέτημά του με τίτλο «Κοινωνικά πρότυπα και αξίες της παιδικής λογοτεχνί (σελ. 600) ας».5 Πρέπει να πούμε όμως πως η αντίληψή του ότι «η συνειδητοποίηση από το παιδί, μέσα από την παιδική λογοτεχνία, του αναπόφευκτου οριακών καταστάσεων, του θανάτου, του πολέμου και της καταστροφής...»6 θα δημιουργήσουν αναπόφευκτα κάποια πεσιμιστικά αισθήματα, όπως μου έδειξαν οι αντιδράσεις των τριών αυτών παιδιών. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η δημιουργία αισιόδοξων αισθημάτων με happy end πρέπει να βρίσκεται πάντα σε πρώτο πλάνο.
  Βέβαια, υπάρχει η «αντιτιθέμενη πίεση επιλογής» - ας μου επιτραπεί η μεταφορική χρήση ενός βιολογικού όρου - η ανάγκη δηλαδή να περάσει το οικολογικό μήνυμα. Όμως, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, θα μπορούσαν να βρεθούν προσαρμογές και λύσεις, έστω και με τίμημα την ελαφρά μείωση της έντασης του μηνύματος. Έτσι για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα θα μπορούσα να είχα σώσει το σκιουράκι με κάποιο τρόπο, π.χ. θα μπορούσε να το είχε βρει ο Μανωλάκης τότε που άρπαζε φωτιά, να του έριχνε πάνω το πουκάμισό του και να την έσβηνε, να το πήγαινε σπίτι του και να το περιποιόταν, και να γίνονταν στο εξής πρώτοι φίλοι. Το οικολογικό μήνυμα της προστασίας του δάσους από την πυρκαγιά θα μειωνόταν, αλλά θα τονιζόταν το οικολογικό μήνυμα της αγάπης για τα ζώα. Στο δεύτερο διήγημα με τον κυνηγό, θα μπορούσε ο κυνηγός να αστοχήσει, ή καλύτερα ο Μανωλάκης να έδιωχνε το κοτσύφι πριν προλάβει ο κυνηγός να πυροβολήσει, και στη συνέχεια να τσακωθεί μαζί του. Όσο για τις γάτες στο τρίτο διήγημα, που αναφέρεται στην οικολογική ισορροπία, θα μπορούσα να είχα σώσει μια απ’ αυτές, δίνοντάς της πρωταγωνιστικό ρόλο.
  Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος για δημιουργία αισιόδοξων αισθημάτων στον μικρό αναγνώστη: μέσω του χιούμορ. Διαισθητικά θα έλεγα ότι αντιλήφθηκα το λάθος μου, και έτσι πέντε από τα διηγήματα της συλλογής, που γράφηκαν για να καλύψουν κάποιους θεματικούς τομείς εν όψει της έκδοσης, οκτώ χρόνια αργότερα, είναι αρκετά χιουμοριστικά. Σε δυο από αυτά μάλιστα πρωταγωνιστεί ο ήρωας των ανεκδότων της γενιάς μου όταν ήμασταν παιδιά, ο Μπόμπος.
  Η Αγγελική Βαρελά έχει έξοχα τονίσει τη σημασία του χιούμορ στη μελέτη της με τίτλο «Το χιούμορ στην παιδική λογοτεχνία». Αναφέρει μάλιστα και τον βιολογικό μηχανισμό με τον οποίο ασκούνται κάποιες από τις ευεργετικές του επιδράσεις.
  «...το χιούμορ αυξάνει την ανοσοσφαιρίνη, το βασικό όπλο του ανοσοποιητικού μας συστήματος και... μ’ αυτό (το χιούμορ) πετυχαίνουμε ζωογόνες οργανικές χημικές αντιδράσεις διεγείροντας τη δραστηριότητα του θύμου αδένα».7
  Σήμερα, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Παπαδάτος, η «οικολογικοποίηση της σκέψης» για την οποία μιλάει ο Edgar Morin, εισάγει την οικολογική προ (σελ. 601) βληματική στην παιδική λογοτεχνία σε όλο και πιο ευρεία έκταση.8 Και επειδή η προβληματική αυτή θίγει ζοφερές πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας, το χιούμορ πρέπει να αποτελέσει ένα απαραίτητο αντίβαρο.
  Συνοψίζοντας, ανεξάρτητα από το αν μια απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών στην παιδική λογοτεχνία προσδίδει λογοτεχνική αξία σε ένα λογοτέχνημα, θα πρέπει οπωσδήποτε να μην παραβλέπονται οι γενικότεροι παιδαγωγικοί στόχοι. Το happy end είναι πάντα απαραίτητη συνθήκη στη μυθοπλασία της παιδικής λογοτεχνίας, όπως και κάθε τι, όπως το χιούμορ, που δημιουργεί αισιόδοξα αισθήματα. (σελ. 602)

Σημειώσεις

 1. Στο Κατσίκη-Γκίβαλου Άντα (επιμ.) «Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη», πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης, σελ. 51.
2. Hans Robert Jauss, «Η θεωρία της πρόσληψης», Αθήνα 1995, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 61.
3. Στο ίδιο, σελ. 59.
4. Βλέπε Μπάμπης Δερμιτζάκης, «Αφηγηματικές τεχνικές», Αθήνα 2000, Τυπωθήτω, σελ. 23-24.
5. Βρίσκεται στο Βασιλαράκης, Ι.Ν. (επιμ.) «Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους», Αθήνα 1998, Δαρδανός, σελ. 24.
6. Στο ίδιο, σελ. 24.
7. Στο Κατσίκη-Γκίβαλου Άντα (επιμ.) «Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη», πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης., σελ. 95.
8. Βλέπε Γ. Παπαδάτος, «Η οικολογία στην ελληνική Παιδική Λογοτεχνία», στο Κατσίκη-Γκίβαλου Άντα (επιμ.) Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη, πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης, σελ. 103-118 και Γ. Παπαδάτος, «Ορισμένες κοινωνιολογικές και παιδαγωγικές επισημάνσεις στο σύγχρονο μυθιστόρημα για παιδιά και νέους» στο Χατζηδημητρίου Σοφία (επιμ.), «Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία: Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον», Αθήνα 1999, Ελληνικά Γράμματα, σελ. 167-182.

Βιβλιογραφία
 
Βασιλαράκης, Ι.Ν. (επιμ.) «Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους», Αθήνα 1998, Δαρδανός.
Jauss, Hans Robert, «Η θεωρία της πρόσληψης», Αθήνα 1995, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Δερμιτζάκης Μπάμπης, «Αφηγηματικές τεχνικές», Αθήνα 2000, Τυπωθήτω.
Ήγκλετον, Τέρι, «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας», Αθήνα 1989, Οδυσσέας.
Καλογήρου, Τζήνα, «Τέρψεις και ημέρες ανάγνωσης», Αθήνα 1999, Εκδόσεις της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου.
Καραγιάννης, Θανάσης,»Θεματολογία Παιδικής Λογοτεχνίας», Αθήνα, 1999, Νικόδημος.
Κατσίκη-Γκίβαλου, Άντα (επιμ.) «Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη», πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, δεύτερος τόμος, Αθήνα 1995, Καστανιώτης.
Κατσίκη-Γκίβαλου, Άντα, «Το θαυμαστό ταξίδι: Μελέτες για την Παιδική Λογοτεχνία», Αθήνα 1995, Πατάκης.
Newton, K.M., «Twentieth century literary theory (a reader)», London 1988, MacMillan.
Χατζηδημητρίου Σοφία (επιμ.), «Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία: Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον», Αθήνα 1999, Ελληνικά Γράμματα.

No comments:

Post a Comment