Μάρω Βαμβουνάκη, Η μοναξιά είναι από χώμα, Κρητικά Επίκαιρα Δεκέμβρης 1991
Η μοναξιά είναι από χώμα της Μάρως Βαμβουνάκη, έργο τιμημένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος του 1988, είναι ένα «επιστολογραφικό μυθιστόρημα», στο οποίο τίθενται δεκαοκτώ επιστολές, τις οποίες γράφει ένας άντρας σε μια γυναίκα που αγαπά και με την οποία έχει χωρίσει. Τη λέξη «μυθιστόρημα» τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί και εδώ, όπως και στον «Αντίπαλο εραστή», ο μύθος είναι υποτυπώδης. Ο άντρας, τυραννισμένος από τη ζήλια, μετά την 16η επιστολή επιχειρεί να φύγει από το ερημητήριό του, ένα σπιτάκι σε ένα νησί στο βόρειο Αιγαίο, (ο νους, πάντως, πάει στη Σκιάθο ενός άλλου ερημίτη, του Παπαδιαμάντη) και επιχειρήσει να τη βρει, να της ζητήσει να επανασυνδεθούν, κι αν αυτή δεν δεχτεί, να τη σκοτώσει. Στο λιμάνι, μέσα σε μια καταιγίδα, του συμβαίνει μια ψυχολογική μεταστροφή, κάτι σαν έκλαμψη, και επιστρέφει στο σπιτάκι του. Με το τελευταίο 18ο γράμμα, δηλώνει, ότι δεν πρόκειται να της ξαναγράψει. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας και σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό, και δεν το αφήνουν να περπατήσει.. Οι λέξει είναι ξένα σώματα κι ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω». Έτσι τελειώνει η τελευταία επιστολή. Στον επίλογο μαθαίνουμε, ότι εξαφανίζεται. Μάλλον πνίγηκε, λένε οι χωριανοί. Ο γιος του κουρέα υποστηρίζει ότι τον είδε να προχωρεί μέσα στη θάλασσα, περπατώντας πάνω στο νερό, εκδοχή που δεν γίνεται πιστευτή.
Ο επιστολογράφος είναι μια αρσενική Ντούλια. Νευρωσικός, παθιασμένος, ζηλιάρης, μαζοχιστής (κάποιοι χαρακτηρισμοί είναι δικοί του, κάποιοι φαίνονται από τα γραφόμενά του), κατατρύχεται από ένα δεσμό για τον οποίο η γυναίκα «απορεί για τις διαστάσεις, που ακούει ότι έχει πάρει για κείνον». Όμως η ομοιότητα σταματάει εκεί. Η Ντούλια ορμάει πίσω από τον άπιστο αγαπημένο, σε μια χιμαιρική αναζήτησή του. Το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει και ο επιστολογράφος. Όμως, ενώ βρίσκεται στο λιμάνι, περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα για να φύγει το πλοίο, περνάει μια κρίση αυτοσυνείδησης. Η αγάπη του εξαϋλώνεται, αίρεται σ' ένα ύφος όπου παύει να έχει αντικείμενο, όπου γίνεται αυτοαναφορική.
Η φάση της αυτοσυνείδησης, η οποία συνιστά μια κορύφωση και μια στροφή στην αφήγηση, είναι ένα στοιχείο που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στην αφηγηματική τεχνική (χαρακτηριστικές περιπτώσεις που θυμάμαι είναι η Νόρα, στο «κουκλόσπιτο» του Ίψεν και ο Οιδίπους Τύραννος), Εδώ όμως η αυτοσυνείδηση αυτή έρχεται κάπως μηχανικά και λιγότερο πειστικά. Η καταιγίδα που φαίνεται να φιγουράρει σαν αιτιακός παράγοντας είναι μόνο ένας εκλυτικός παράγοντας, αν όχι απλά ένας διάκοσμος. Ο αιτιακός παράγοντας πρέπει να είναι τα μαρτύρια και ο πόνος ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που στην κορύφωσή του, και ενώ οδεύει προς την μοιραία πορεία ενός φόνου ή μιας αυτοκτονίας, ο επιστολογράφος αίρεται στην αυτοσυνείδηση και παραιτείται από τα σχέδια του. Φλογισμένος από το φως μιας εσωτερικής αποκάλυψης, εγκαταλείπει το γράψιμο καθώς νιώθει τις λέξεις ανίκανες να εκφράσουν το όραμά του.
Από μια υπαρξιακή προβληματική η Βαμβουνάκη περνάει σε μια χριστιανική, μυστική λύση. Ο υπαρξισμός λέει ότι σε ακραίες, οριακές καταστάσεις φωτίζεται η ύπαρξη μας. Η ρεαλιστική (με τη λογοτεχνική σημασία) λύση της παραίτησης από το έγκλημα, στην οποία θα μπορούσε να τέλειωνε το μυθιστόρημα, ικανοποιώντας το υπαρξιακό αίτημα, ή έστω στο θάνατο του, ικανοποιώντας τη λογοτεχνική σύμβαση που θέλει τον ήρωα στο τέλος να σώζεται ή να συντρίβεται (ή happy end ή unhappy end) δεν ικανοποιεί την Βαμβουνάκη. Έτσι καταφεύγει στη μυστική (mystique) λύση, ο εκπνευματοποιημένος ήρωας να περπατάει, σαν τον Χριστό, πάνω στο νερό. Με το να παρουσιάζει τους χωρικούς να αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, χαρακτηρίζοντας το γιο του κουρέα «ονειροπαρμένο», μένει στα όρια του ρεαλισμού αξιοποιώντας όμως τον συμβολισμό αυτής της λύσης.
Πάντως το «θαύμα» αποτελεί ένα στοιχείο αφηγηματικής τεχνικής (πρόχειρα θυμάμαι την ανάληψη της ωραίας Ρεμέδιος στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες) και είτε το επινοεί ex nove η Βαμβουνάκη, (πράγμα που είναι το πιθανότερο μια και, όπως είπαμε, το αξιοποιεί συμβολικά) είτε το δανείζεται, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά.
Πιο πάνω γράψαμε ότι η αυτοσυνείδηση δεν φαίνεται πειστική. Αυτό βέβαια συμβαίνει μόνο επειδή διαβάζουμε το έργο με τα κριτήρια του ρεαλισμού, με τα οποία είμαστε εμποτισμένοι. Όμως ο ρεαλισμός πολύ λίγη θέση έχει σε έργα όπου ο μύθος είναι ένα πρόσχημα, και που κερδίζει το ενδιαφέρον μας σαν τέτοιος μόλις στις δύο τελευταίες επιστολές. Σ' όλες τις υπόλοιπες επιστολές παρακολουθούμε τον «εσωτερικό μονόλογο» ενός ανθρώπου με τεντωμένα νεύρα, την εξιστόρηση εσωτερικών εμπειριών και σκέψεων κάποιου που πλησιάζει, κατά δική του ομολογία, τα όρια της τρέλας. Δεν είναι τυχαίο που και ο Γκόγκολ χρησιμοποιεί τον «εσωτερικό μονόλογο» σαν μορφή αφήγησης στο «ημερολόγιο ενός τρελού».
Θα θέλαμε τέλος, όσον αφορά το ύφος, να τονίσουμε τον ποιητικό λόγο και την έξαρση των αφοριστικών εκφράσεων, που επισημάναμε στον «Αντίπαλο εραστή». Ο επιστολογράφος μιλάει αφοριστικά για τον έρωτα, την πλεονεξία, την καχυποψία και την δυσπιστία, τον βιομηχανικό κόσμο, τα λογοτεχνικά έργα, το χρόνο κ.α. Η κορύφωση των αφοριστικών εκφράσεων είναι φυσικά η δήλωση του τίτλου: «Η μοναξιά είναι από χώμα».
No comments:
Post a Comment