Μάρω Βαμβουνάκη, Ο κύκνος κι αυτός (Κρητικά Επίκαιρα, Απρίλης 1992)
Στο μυθιστόρημα της «ο κύκνος κι αυτός» η Μάρω Βαμβουνάκη αναπτύσσει ένα μοτίβο, που την απασχόλησε επίσης στο διήγημα της «η εγκυκλοπαίδεια», στο προηγούμενο (και πρώτο) βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ο αρχάγγελος του καφενείου»: το μοτίβο του ανθρώπου, που λαχταρά για μόρφωση και γνώση, αλλά που οι συνθήκες της ζωής αντιστρατεύονται τις προσπάθειες του.
Ο θυρωρός του διηγήματος αντιμετωπίζει την αποτυχία, όταν διαπιστώνει ότι πέρα από τα πλαίσια του οικογενειακού του κύκλου και του κύκλου των φίλων του είναι ημιμαθής. Η αυτομόρφωση έχει κάποια όρια, και τα όρια αυτά τα συνειδητοποιεί στο τηλεοπτικό παιχνίδι των γνώσεων, από το οποίο φεύγει συντριμμένος, νιώθοντας ότι διέψευσε τις προσδοκίες των δικών του
Ο «αυτός» του μυθιστορήματος, ένας υπάλληλος σε κατάστημα υφασμάτων στην Ερμού, με «χόμπι», αν μπορεί να ονομασθεί χόμπι αυτή η παθιασμένη αφοσίωση, την αστρονομία, δεν αντιμετωπίζει την αποτυχία. Η επιτυχία θα έλθει θριαμβευτικά αλλά μεταθανάτια. Όσο ζει θα αντιμετωπίζει τη μοναξιά, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους, που δεν τον καταλαβαίνουν, και πρώτα απ' όλα τη γυναίκα του. Αυτή η μοναξιά είναι που θα καθυστερήσει την αναγνώριση του, καθώς, ντροπαλά και συνεσταλμένα, δεν θα κοινοποιήσει τα αποτελέσματα των ερευνών του στο Ινστιτούτο Αστρονομίας παρά πολύ αργά, όταν πια «νιώθει πως γρήγορα θα πεθάνει».
Όμως η μοναξιά του δεν προέρχεται απλά από την έλλειψη κατανόησης των άλλων. Η μοναξιά του είναι μια αναπόφευκτη κατάσταση, αφού με τους άλλους δεν μπορεί να επικοινωνήσει, καθώς είναι συντονισμένοι σε διαφορετικά μήκη κύματος. Η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, η ψυχολογία του, τον αποξενώνουν αναπόφευκτα. Το κεφάλαιο της εκδρομής την Καθαρά Δευτέρα αυτό θέλει να δείξει, ότι η μοναξιά του δεν είναι απλά αποτέλεσμα μιας παρεξήγησης, αλλά μια υπαρξιακή κατάσταση.
Το γεγονός της μεταθανάτιας επιτυχίας, σαν στοιχείο του μύθου, λειτουργεί πολλαπλά. Πρώτον είναι ο μόνος τρόπος να πεισθεί ο αναγνώστης ότι ο ήρωας δεν είναι από τους συνήθεις «βλαμμένους», στους οποίους η παθιασμένη ενασχόληση με κάτι λειτουργεί σαν υπεραναπλήρωση, και γι’ αυτό ελαττωματικά όπως λέει ο Άντλερ. Έπειτα προσφέρει ένα στοιχείο «τραγικής ειρωνείας που προκαλεί μια ιδιάζουσα ψυχολογική κατάσταση στον αναγνώστη, που θα την ονόμαζα σαν «το συναίσθημα του παρά τρίχα». Το συναίσθημα αυτό το ένιωσα πολύ έντονα όταν, έχοντας διαβάσει και γευτεί από τα βιβλία του Κάρυλ Τσέσμαν (θανατοποινίτη που κατάφερε με διάφορα δικονομικά μέσα να αναβάλλει κάπου 14 χρόνια την εκτέλεση του), έμαθα, ότι η απονομή χάριτος είχε φτάσει λίγα λεπτά αφού είχε εκτελεσθεί. Τέλος ικανοποιεί το «αίσθημα της δικαιοσύνης», ο καλός να αμείβεται και ο κακός να τιμωρείται και είτε είναι ασθένεια (κατά τον Αριστοτέλη) είτε όχι, υπάρχει πάντα αυτή η προσδοκία από τον αναγνώστη. Η τιμωρία εδώ έρχεται με τη συνειδητοποίηση από τη γυναίκα, ότι είχε κάνει λάθος και ο άντρας της ήταν πράγματι μεγαλοφυΐα, ότι τον παρεξηγήσει, και ότι ο θάνατος του της στέρησε την ευκαιρία να γνωρίσει κι άλλες τιμές.
Στη βάση αυτού του μοτίβου αναπτύσσεται κυρίως θέμα των μεταγενέστερων έργων της Μάρως Βαμβουνάκη: το αδιέξοδο των σχέσεων των δύο φύλων και την καταδίκη στη μοναξιά. Η διαφορά είναι πως εδώ οι σχέσεις αυτές αντιμετωπίζονται μέσα από τα συμβατικά πλαίσια του γάμου και όχι του έρωτα, που απουσιάζει εντελώς.
Η αφήγηση, όπως και στο πρώτο βιβλίο, γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Το βήμα της εγκατάλειψη της τριτοπρόσωπης αφήγησης για χάρη της πρωτοπρόσωπης δεν θα το επιχειρήσει η Βαμβουνάκη παρά μόνο στο επόμενο έργο της, το χρονικό μιας μοιχείας, με το οποίο θα πετύχει και την αναγνώριση. «Ο κύκνος κι αυτός» περιέχει σπερματικά τα κυρίαρχα στοιχεία του ύφους της Βαμβουνάκη. Πρώτα πρώτα, τον ασθματικό ρυθμό των κοφτών φράσεων, σχεδόν ατάκτως ερριμμένων, με ελάχιστη redundancy (περισσότητα), που οξύνουν στο έπακρο την προσοχή του αναγνώστη. Έπειτα, την ευαισθησία των παρατηρήσεων, που εκφράζεται με το ασυνήθιστο των παρομοιώσεων και των μεταφορών της. «Τα τρόλεϊ θρηνούν. Τραυματισμένα παγόνια κίτρινα, μακρόστενα, με δυο κεραίες βγάζουν σπίθες».
Η ευαισθησία αυτή στην περιγραφή θα ξεχειλίσει στον επίλογο σε μια συμβολιστική εικόνα της Αθήνας ακίνητης από την άπνοια, την οποία κάποια στιγμή ταράζει «ένα αγιάζι, δωρεά τ’ ουρανού που ζωντάνεψε την πετρωμένη νύχτα κι έδωσε μια στις ανάσες του κόσμου». Συμβολίζει το αγιάζι του ήρωα; Πρέπει. Όμως ο συμβολισμός μου φαίνεται αδύναμος, περισσότερο σαν πρόφαση για μια εικαστική, λυρική περιγραφή. Είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω γι αυτό τον ασυνήθιστο επίλογο.
No comments:
Post a Comment