Μαρία Κέκκου, Μήδεια
Όμορφη Πόλη, Μαρ.-Απρ. 1992 και Φιλολογική, Οκτ.-Δεκ. 1991, τ. 38.
Τα έργα των κλασικών έχουν αποτελέσει πηγή, επανειλημμένες πηγές, έμπνευσης για τους μετέπειτα δραματουργούς. Oρέστεια", "Ηλέκτρα", "Αντιγόνη" έχουν εμπνεύσει μερικά από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Η "Μήδεια" ενέπνευσε ακόμη και ένα μουσικό, τον Κερουμπίνι, που συνέθεσε την ομώνυμη όπερα του. Από τη Μήδεια, εμπνέεται η Μαρία Κέκκου, καθηγήτρια φιλόλογος και Γαλατσιώτισσα, γράφοντας το ομώνυμο θεατρικό της έργο. Αν και, για την ακρίβεια, όχι απλά από την ευριπίδεια εκδοχή του μύθου, αλλά από όλες τις παραλλαγές του. τις οποίες φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος. Η εισαγωγή που προτάσσει με τίτλο "Ο χαρακτήρας του μύθου της Μήδειας κάτω από το ποικίλο μυθικό υπόστρωμα" είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική και δίνει το στίγμα του προβληματισμού του έργου που θα ακολουθήσει. Αντιγράφουμε το παρακάτω απόσπασμα.
"Ο μύθος της Μήδειας είναι πάντοτε επίκαιρος, γιατί προβάλλει ως φόβητρο την υποτιθέμενη ακραία συνέπεια της ανεξαρτησίας της γυναίκας. Λειτουργεί ως αρνητικό αρχέτυπο. Το αρχέτυπο αυτό, σαν άλλη γοργόνειος κεφαλή, απολιθώνει κάθε διάθεση της γυναίκας για ανεξαρτησία και απελευθέρωση. Ο μύθος της Μήδειας από αυτή την άποψη είναι πάντοτε επίκαιρος. Η απελευθέρωση του γυναικείου ψυχισμού δεν θα επέλθει χωρίς την αποκαθήλωση αυτών των αρχετύπων, που επί αιώνες παγώνουν το αίμα."
Στο έργο καταγγέλλεται το κυριαρχικό αρσενικό. Ο Ιάσων, εγκεφαλικός, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, παρατάει τη Μήδεια, τη "σκοτεινή κραυγή του άγριου ενστίκτου". όπως τη χαρακτηρίζει. Η "καταλυτική" (λέξη που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές) παρουσία της αποτελεί μια απειλή, μια πρόκληση, μια προσβολή για τον ανδρισμό του. Έτσι προτίθεται να την εγκαταλείψει βρίσκοντας καταφύγιο στη Γλαύκη, κόρη πλούσιου μπαμπά (το τερπνόν μετά του ωφελίμου) που αποτελεί πρότυπο όμορφου και πειθήνιου θηλυκού, ένας γυναικείος τύπος σαν αυτόν που ενσάρκωσε κινηματογραφικά η Μέρυλιν Μονρόε. Όμως δεν του φτάνει που φεύγει, διεκδικεί και τα παιδιά της. Η Μήδεια τα σφάζει, όχι τόσο ως εκδίκηση του άπιστου εραστή, όσο ως διεκδίκηση εκείνου που της ανήκει.
Σε ένα κλασικό σκηνικό, συζητούν ένας σύγχρονος Ιάσωνας, "με παντελόνι και άσπρο πουκάμισο", με μια Μήδεια που "φοράει λευκό φουστάνι με ανατολικό διάκοσμο", υποβάλλοντας έτσι τη διαχρονικότητα των νοημάτων που θα θιχτούν στο έργο. Η συζήτηση είναι γρήγορη, κυριολεκτικά σε στιχομυθία, σε ένα καθημερινό, αστικό ιδίωμα. Στη συνέχεια εξελίσσεται σε μακρούς λυρικούς εναλλασσόμενους μονόλογους αναπόλησης της παλιάς αγάπης. Στο τέλος, σε ένα γρήγορο κρεσέντο, περνάμε σε μια υψηλή ποιητική γλώσσα, καταλήγοντας στο δεύτερο μέρος σε μια γλώσσα χορική που, κατά τις σκηνοθετικές υποδείξεις της συγγραφέως, θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν ορατόριο.
Είναι πραγματικά ένα κομμάτι μουσικής σύλληψης, καθώς και ένας ηθελημένος μορφικός αναχρονισμός, που υποβάλλει τη φορμαλιστική ιδέα της τέχνης σαν ανοικειώνουσας δύναμης, καθώς λειτουργώντας αντιστικτικά με την αρχή του έργου επιβεβαιώνει την υπεροχή του.
Από όσο ξέρω, μόνο ο Νίκος Καζαντζάκης επέμεινε να γράψει θέατρο χρησιμοποιώντας ποιητική γλώσσα, με εξαίρεση ίσως τον Ρίτσο, του οποίου όμως τα θεατρικά γράφτηκαν με στόχο να διαβαστούν και όχι να παιχτούν, και τα θεατρικά ανεβάσματά τους στην ουσία δεν είναι παρά προσπάθειες υποστήριξης μιας μουσικής απαγγελίας.
Με τα παραπάνω θέλω να πω ότι ενώ η ομορφιά των σύγχρονων δραματικών έργων αποκαλύπτεται μόνο στη σκηνή, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το έργο της Μαρίας Κέκκου, που μπορεί να διαβαστεί σαν ένα δείγμα εξαίσιου ποιητικού λόγου.
No comments:
Post a Comment