Νίκου Βασιλειάδη: «Αγάθος» εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989.
Φιλολογική, Απρίλιος – Ιούνιος 1992, τ. 40
Ο «Αγάθος» (έτσι, χωρίς τόνο. για να διαβάζεται σαν Αγάθος και σαν αγαθός) είναι το πρώτο βιβλίο του συναδέλφου φιλόλογου και γυμνασιάρχη Νίκου Βασιλειάδη.
Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, «το μυθιστόρημα αυτό είναι μια παλιά φωτογραφία της θλιβερής, μωροφιλόδοξης και αθώας Ελληνικής επαρχίας του 50». Θα λέγαμε καλύτερα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, τραβηγμένε; από ένα παιδί, σ' όλη τη διάρκεια της μαθητικής του ηλικίας.
Το «μαθητικής» δεν το εννοούμε απλά σαν συμπεριεκτικό όρο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Ένα μεγάλο μέρος των εικόνων αυτών αφορά τη μαθητική πραγματικότητα της δεκαετίας του πενήντα, της οποίας σύμβολο υπήρξε τόσο το περιώνυμο καπέλο με την κουκουβάγια, όσο και το κοντό μαλλί, το οποίο δέσποσε στα μαθητικά κεφάλια, τουλάχιστον μέχρι την πτώση της χούντας.
Το παιδί ή ο έφηβος σαν πρωταγωνιστής, και σχεδόν το ίδιο συχνά σαν αφηγητής, επανέρχεται με μεγάλη συχνότητα στην πεζογραφία. Οι «Ανήλικοι» και το «Παυσίπονο» του Πέτρου Τατσόπουλου, το «Για μια πορεία» και «Μετά την αποψίλωση» του Νίκου Σαραντάκου, η «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου, οι «Παλιοί μας φίλοι» του Γιάννη Ρεμούνδου, η «Ευμορφία» και τα «Τοπία της Φιλομήλας» του Νίκου Ταμβακάκη και ο «Τρόμος του κενού» του Άρη Σφακιανάκη, αποτελούν μερικά από τα πιο πρόσφατα παρα¬δείγματα που έχω υπόψη μου. Οι συγγραφείς είναι συνήθως νεαροί, όπως ο Τατσοπουλος - που είναι ο ίδιος σχεδόν ανήλικος όταν γράφει τους «Ανήλικους», ο Σφακιανάκης, ο Ταμβακάκης, αν και ο Ρεμούνδος και η Φακίνου έχουν περάσει τα τριάντα τους όταν γράφουν τα παραπάνω έργα. Ο Βασιλειάδης όμως είναι ήδη κάπου σαρανταπέντε χρονών όταν γράφει τον «Αγάθο».
Με δεδομένο το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης πεζογραφίας έχει ένα αυτοβιογραφικό, πραγματικό ή πλασματικό, χαρακτήρα, δεν είναι απορίας άξιο που οι συγγραφείς καταφεύγουν αρκετά συχνά στις αναμνήσεις και στις εμπειρίες της παιδικής τους ηλικίας. Και ενώ ο Βασιλειάδης προσπαθεί να διαλύσει μια εντύπωση που άλλοι συγγραφείς με επιμέλεια καλλιεργούν, τον αυτοβιογραφικό δηλαδή χαρακτήρα της αφήγησης, λέγοντας στο οπισθόφυλλο ότι «τα πρόσωπα, οι τόποι και τα γεγονότα είναι εντελώς φανταστικά», η μήτρα τους, το καλούπι τους, είναι απολύτως πραγματικά.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι, όπως είπαμε, στο μεγαλύτερο μέρος του, εικόνες από τη μαθητική ζωή του ήρωα, δοσμένες με ένα χιούμορ ολότελα σπαρταριστό, συνδυασμένο συχνά με μια σάτιρα ανάλαφρη και απολαυστική. Χαρακτηριστικό, τόσο για τη γλώσσα του - για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω - όσο και για το ύφος του, είναι το παρακάτω απόσπασμα.
«... μου πρότεινε το πακέτο του (ο διευθυντής του σχολείου) και με ρώτησε ευγενικά αν θα πάρω τσιγάρο. Κατάπληκτος εγώ και με τα φίδια να με έχουν ζώσει πανταχόθεν αρνήθηκα μετά πάσης βδελυγμίας μια τέτοιαν ανήκουστη πρόταση...
Τότε μπορούμε να μιλήσουμε για γελοιογραφίες. Το ταβάνι αν έπεφτε στο κεφάλι μου δεν θα μου έκανε τόση ζημιά. Το σανίδωμα υπεχώρησε δια μιας κάτω από τα πόδια μου και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο. Ευνοήτως δε, παρέμεινα μουγγός...».
Τα επεισόδια, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, έχουν πολύ χαλαρή σύνδεση. Προς το Τέλος όμως αρχίζουν να οργανώνονται γύρω από ένα κέντρο, τη σχέση του αφηγητή με το alter ego του, τον αρρενωπό εαυτό του, τον αθλητικό, τολμηρό, κατάμαυρο σαν γύφτο και καβγατζή Στέργιο.
Ο Στέργιος, στο τελευταίο και πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο της σχέσης τους, έχει αναλάβει την εκπαίδευσή του στις βουτιές από μεγάλο ύψος, με ένα αληθινά σαδιστικό τρόπο.
Το δίδυμο αυτό εμφανίζεται συχνά στη λογοτεχνία. Το πιο γνωστό είναι αυτό του Καζαντζάκη-Ζορμπά, ενώ άλλα πιο πρόσφατα που έχω υπόψη μου είναι το δίδυμο Μανωλόπουλος -Λούης από τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά και Φοίβος-Νίκος από τα «τοπία της Φιλομήλας» του Νίκου Ταμβακάκη. Η ψυχολογική ερμηνεία μπορεί να αναζητηθεί πιστεύω στο έργο του Καρλ Γιουγκ.
Όλοι οι άνθρωποι περιέχουν μέσα τους σπερματικά το αντίθετό τους, και αυτό είναι υπεύθυνο για το θαυμασμό που νιώθουμε για άτομα που κατέχουν τις ιδιότητες εκείνες που λείπουν από μας, όπως μπορούμε να ερωτευόμαστε επειδή οι άντρες έχουμε μέσα μας τον αρχέτυπο της anima και οι γυναίκες του animus.
Στο Βασιλειάδη υπάρχει μια μεγάλη πρόοδος όσον αφορά τη σύλληψη και εξεικόνιση του δίδυμου αυτού. Ενώ στα μέχρι τώρα δίδυμα έχουμε περισσότερο την εξεικόνιση του θαυμασμού του μαλθακού διανοούμενου συγγραφέα-αφηγητή για έναν τύπο που είναι ο αντίποδάς του και λιγότερο μια τρυφερότητα από τη μεριά του «αντίποδα» για το συγγραφέα, στο Βασιλειάδη έχουμε μια αντιστροφή: η τρυφερότητα αυτή παίρνει μια υπερβολική τιμή, η σημασία της οποίας μας αποκαλύπτεται στο τέλος, και που δεν είναι άλλη παρά ένας ομοφυλόφιλος έρωτας. Ο έρωτας αυτός, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ψυχαναλυτικά σαν η προβολή μιας απωθημένης ομοφυλόφιλης έλξης του «θηλυπρεπούς» διανοούμενου προς ένα αρρενωπό δυναμικό τύπο, μια συμβολική μετάφραση του θαυμασμού που νιώθει ο διανοούμενος για τον πληθωρικό και ριψοκίνδυνο άνθρωπο της δράσης.
Ο αφηγητής θα τρομάξει από την εξομολόγηση, θα το βάλει πανικόβλητος στα πόδια. Στον επίλογο όμως θα γράψει:
«... τώρα που διδάχθηκα καλά ποια φλόγα παρανάλωνε τον μανιώδη κι ερωτόληπτον εκείνον που προσέθετε «ΚΑΛΟΣ» στα ονόματα των εφήβων του Ηρακλείου, διαβάζω, με μάταια πλέον συντριβή, ένα άλλο νόημα...»
Και ο τίτλος; Τι σχέση έχει μ’ αυτή την αφήγηση ο τίτλος;
Αν διαβαστεί Αγάθος έχει πράγματι μικρή σχέση, αφού, μετά τον αφηγητή, κύρια πρωταγωνιστική θέση έχει ο Στέργιος, και όχι ο Αγάθος, ο προικισμένος φίλος του αφηγητή, με τις πλατιές ιστορικές του γνώσεις, την φιλοσοφική σκέψη του και τη φιλοδοξία να πετύχει μια υποτροφία για τη Γαλλία.
Δε θα την κερδίσει ούτε στη δεύτερη προσπάθεια, γιατί «υπήρξε θύμα μιας άλλης, μεγαλύτερης Ιεράς Συμμαχίας, που μοίραζε εκεί κάτω στην Αθήνα τις υποτροφίες με τον ίδιο τρόπο που στον τόπο μας μοιράζονταν τα Αριστεία».
Το θέμα της ματαίωσης είναι από τα κυρίαρχα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Κι εδώ δεν έχουμε μόνο τη ματαίωση των ελπίδων του Αγάθου, ή του αφηγητή, που αν και έγινε αρχαιολόγος, διάσημος δεν έγινε ποτέ, παρά τις ικανότητες του, διαψεύδοντας τις προβλέψεις του φύλακα του μουσείου της Ηράκλειας. Έχουμε και τη ματαίωση του Στέργιου, τυπική στις ομοφυλόφιλες σχέσεις, ο οποίος, πριν μπαρκάρει στα καράβια, μάταια εκλιπαρεί μια τελευταία συνάντηση. Θα πνιγεί μετά από τέσσερα χρόνια, όταν θα βουλιάξει το καράβι του.
Όμως, για να επανέλθουμε στον τίτλο, πώς δικαιολογείται:
Τον αφηγητή τον αποκαλούν κατά καιρούς αγαθό, με την έννοια του αγαθιάρη. Παίζοντας με τον τονισμό λοιπόν, ο τίτλος αναφέρεται τόσο στον ίδιο, όσο και στο φίλο του.
Η γλώσσα του Βασιλειάδη μου θυμίζει έντονα τη γλώσσα του Κονδυλάκη στον «Πατούχα» και τον «επικήδειο», ίσως γιατί την έχω συνδέσει μ’ αυτές τις εξίσου σπαρταριστές ιστορίες. Δεν είναι όμως η ίδια. Όπως και στον Παπαδιαμάντη, η δημοτική περιορίζεται στο διάλογο, ενώ η κυρίως αφήγηση γίνεται στην καθαρεύουσα. Εδώ όμως ο δημοτικός λόγος έχει μια ισότιμη θέση δίπλα σε μια εκδοχή της παλιάς γνωστής μας καθαρεύουσας, με την οποία συμφύρεται σε μια μοναδική σύνθεση, που φαντάζει σαν επιτομή της ελληνικής γλώσσας στη μακραίωνη ιστορία της• μια γλώσσα που την εισηγήθηκε πρώτος ο Εμπειρίκος και την ακολουθούν αρκετοί νεοέλληνες ποιητές, για να γίνει πλατύτερα γνωστή μέσω του δοκιμιακού λόγου κυρίως σε προοδευτικά έντυπα. Στο μυθιστόρημα όμως είναι το μονό δείγμα που ξέρω. Ίσως ο οργανωμένος αφηγηματικός λόγος, για τέτοιου είδους πειράματα προϋποθέτει μια τελειότερη γνώση της γλώσσας και έναν αρτιότερο χειρισμό των λέξεων, οι οποίες στη σημερινή ποίηση είναι συνήθως ατάκτως ερριμμένες, κάτι που ίσως απαιτεί σαν ελάχιστη προϋπόθεση τις γνώσεις ενός φιλόλογου, έστω και όχι κλασικού, όπως είναι ο Βασιλειάδης. Και, σαν τελευταία παρατήρηση, το μονοτονικό αυτή τη γλώσσα την αδίκησε.
No comments:
Post a Comment