Μανώλης Πρατικάκης: Ποιήματα 1970-1984
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνιος και Αυγ-Σεπτ 1992
Πίστευα πάντα, ότι από τη στιγμή που ένα έργο γραφεί, ανήκει πια στην ιστορία, αφού, κατά κάποιο τρόπο, είναι αυτή που το γονιμοποιεί. Ο δημιουργός είναι απλά εκείνος που, σαν φορέας και δέκτης των ιστορικών και κοινωνικών ιδεών, το φέρνει στο φως, όπως στην αρχαιότητα ο ποιητής έφερνε στο φως αυτό που του υπαγόρευαν οι θεοί και οι μούσες. Αυτή η αντίληψη έχει να κάνει αφενός με την κυρίαρχη στο χώρο της τέχνης και των ιδεών μαρξιστική αντίληψη, που θεωρεί τα άτομα και τα έργα τους σαν καθορισμένα από το ιστορικό πλαίσιο και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται, και αφετέρου με το θλιβερό πραγματικά γεγονός, συγγραφείς να αρνούνται έργα αριστουργήματα της νιότης τους, μόνο και μόνο γιατί έπαψαν να τους εκφράζουν ιδεολογικά. Σκεφτείτε για παράδειγμα ο Γκαίτε να εξαφάνιζε τον Βέρθερο, έργο που απαρνήθηκε στα γεράματά του, και ο Κάφκα να εισακουόταν από τον φίλο του που του ζήτησε να καταστρέψει τα χειρόγραφα της Δίκης.
Αυτό, όμως, φαίνεται, ότι το μπορούν οι σύγχρονοι ποιητές. Στις μεταγενέστερες εκδόσεις των ποιημάτων τους συνηθίζουν να κάνουν προσθαφαιρέσεις –προ παντός αφαιρέσεις- ώστε να μείνει αυτό που τους εκφράζει τη στιγμή της δημοσίευσης.
Μάταιος κόπος! Μετά το θάνατο τους θα έλθουν εκείνοι οι τυμβωρύχοι που λέγονται φιλόλογοι, και ξεθάψουν τα απαγορευμένα ή απαρνημένα τους ποιήματα, για τους αναγνώστες, όμως, μιας τρίτης γενιάς, και για όλη τη μακρά σειρά σχολιαστών που θα ακολουθήσει εκείνους τους πρώτους σχολιάσαντες που λέγονται βιβλιοκριτικοί, οι οποίοι τρέφουν πάντα την ελπίδα, ότι το έργο που τους απασχόλησε θα αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου.
Διαβάζοντας τα «Ποιήματα 1970-1984» του Μανόλη Πρατικάκη, συγκεντρωτική έκδοση της δουλειάς της πρώτης δεκαπενταετίας, σκέφτηκα ότι οι ποιητές μπορεί να μην έχουν και τόσο άδικο. Πρώτα-πρώτα, η αναθεώρηση μπορεί να μην έχει σαν αιτία την «απάρνηση», αλλά ένα πιο απαιτητικό κριτήριο ως προς αισθητική αρτιότητα ορισμένων ποιημάτων ή τμημάτων τους. Έπειτα, η διαδικασία αυτή επιβάλλει μια «ενότητα» ύφους, αποκαθαίροντάς τα από κάθε τι το περιφερειακό και εξωτερικό, αποκτώντας έτσι μια κάποια ομοιογένεια, ένα αναγνωρίσιμο ύφος του ποιητή στη βάση της πορείας εξέλιξης του. Ο ποιητής, από την απόσταση τόσων χρόνων, αναγνωρίζει στα πρώτα του έργα τα στοιχεία της μελλοντικής του ταυτότητας, και αυτά προσπαθεί να αναδείξει, ενώ τροποποιεί ή απαλείφει κάθε τι που βρίσκεται σε διάσταση με την ταυτότητα αυτή. Παρόλα η κάθε συλλογή διατηρεί την ξεχωριστή της φυσιογνωμία, και θεματικά και σαν σκαλοπάτι στην πορεία ωριμότητας του ποιητή, και γι αυτό θα ασχοληθούμε με την κάθε μια ξεχωριστά.
Ο θάνατος της μητέρας και η επιβολή της δικτατορίας αποτέλεσαν τα δύο μείζονα γεγονότα που συγκλόνισαν την ψυχή του ποιητή. Ο θάνατος της μητέρας όξυνε την ευαισθησία του, η δικτατορία την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας. Η συλλογή Ποίηση 1974, όπου εκφράζεται η διαμαρτυρία του, είναι αφιερωμένη στη μητέρα του.
Στα πρώτα του αυτά ποιήματα ο Πρατικάκης δεν προσπαθεί να κρύψει τις επιδράσεις του. Οι «Αλεξανδρινοί απόηχοι» δύο «ιστορικά» ποιήματα, το ένα με θέμα τον Κολοκοτρώνη και το άλλο τον τύραννο Διονύσιο, θα μπορούσαν να είχαν γραφεί από τον αλεξανδρινό γέρο. Την επίδραση του βλέπουμε ακόμη στους «δικαιούχους» και στο «χωρίς μάρτυρες». Ακόμη και οι «νυχτερινοί δρόμοι», που, από άποψη ύφους δεν έχουν τίποτα το κοινό με τον Καβάφη, έχουν σαν θέμα τον συμβιβασμό της «σατραπείας».
Κρατώντας τον φιλοσοφικό και διδακτικό Καβάφη σαν πρόθεση στην ποίηση του, ο Πρατικάκης θα αφήσει να κατακλυσθεί από τις σουρεαλιστικές εικόνες, είτε τις σχεδόν απόλυτα κρυπτικές του Εμπειρίκου, είτε τις λυρικές και διαυγείς του Ελύτη.
Μόνιμες εικόνες σ' αυτά τα πρώτα ποιήματα του Πρατικάκη είναι των αγαλμάτων, των πνιγμένων, του ναυαγίου, του βυθού. Θα επανεμφανίζονται με μια φθίνουσα συχνότητα και στα επόμενα ποιήματα του. Ο συμβολισμός τους είναι διάφανος, και ταιριάζει απόλυτα με το θέμα, αλλά και με την συναισθηματική διάθεση του ποιητή, που εκτράφηκε από τους λόγους που αναφέραμε.
Μπορεί στους υπερρεαλιστές να έχει τη μεγαλύτερη οφειλή, πάντως δεν περιφρονεί καθόλου και τα στοιχεία μιας παλιότερης παράδοσης, τα οποία προσπαθεί να συνταιριάξει με τις νέες ποιητικές αρχές. Ήδη από το «δείπνο», το πρώτο ποίημα της συλλογής, φαίνονται οι φορμαλιστικοί προσανατολισμοί του Πρατικάκη, η αξιοποίηση του μέτρου, του ρυθμού, της παρήχησης, με δυο λόγια της ηχητικής ποιότητας των λέξεων, που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλειφθεί από τους σύγχρονους ποιητές. Οι δύο δεκασύλλαβοι ανάπαιστοι του «δείπνου», που ομοιοκαταληκτούν μάλιστα, (ακολουθούμενοι από δυο επίσης αναπαιστικούς εξασύλλαβους) σπάζουν στα δύο, ώστε να αμβλυνθεί η εντύπωση μιας υπερβολικής παραχώρησης σε αξίες της παράδοσης.
Η θεματική σ' αυτά τα ποιήματα είναι η συνηθισμένη θεματική της αντιστασιακής ποίησης: Η αλυσοδεμένη, «καταποντισμένη» Ελλάδα («στο βυθό του Αιγαίου», «αποσπάσματα Α Ι, II», «απόσπασμα Β Ι»), τα βασανιστήρια («τα νεύρα μου», «μονάδα ανανήψεως»), οι ήρωες της αντίστασης («το φως που καίει», «μυστική σκάλα», «χωρίς διέξοδο», «ανάληψη») οι συμβιβασμένοι («απόσπασμα ΑΙΙI», «απογευματινός περίπατος») οι διώξεις («χωρίς μαρτύρους»). Μια ειρωνική διάθεση κυριαρχεί στους «δικαιούχους» (οι αντιστασιακοί που εξαργυρώνουν τα εύσημά τους) και στο «απόσπασμα Α ΙV» (με τις αθρόες στερήσεις της ιθαγένειας).
Σαν προάγγελος της νοσταλγίας για το φωταγωγημένο τοπίο των παιδικών του χρόνων, ριγμένο σ' ένα ακρογιάλι του Λυβικού, η οποία θα κυριαρχήσει στις επόμενες συλλογές, στέκει η «θητεία στο φως». Και, σαν έκφραση της αυτοπεποίθησης του ποιητή που νιώθει να ελέγχει τις αρχές της ποιητικής του, στέκει το «κατέχουμε τώρα».
Όταν γράφονται οι Παραχαράκτες η δικτατορία έχει πέσει, όμως η ανάμνησή της είναι φρέσκια, τα ίχνη της πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα νωπά. Το «ενυδρείο» είναι μια σάτιρα για τους κάθε λογής εθνοσωτήρες. Ο τεχνικός πολιτισμός αλλοτριώνει («με τόσα θηρία», «θα 'ταν κάποτε δένδρο») και ο Πρατικάκης, παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης προσαρμογή, τον σαρκάζει. Το «που ήσουνα» είναι μια ακόμη ελεγεία για τον εκπαραθυρωμένο αγωνιστή. Ο έρωτας στον οποίο επιμένει η γυναίκα, ο ποιητής τον βλέπει σαν αυταπάτη («ερωτικό ηλιοτρόπιο»). Στις «άδειες καρέκλες» και στα «κομμάτια από ένα σπασμένο καθρέφτη» επανέρχεται η γνωστή εικόνα του ναυαγίου, σύμβολο και της μεταχουντικής πραγματικότητας. Στο «σαν ένα όνειρο-κούνια» θα θρηνήσει για την έλλειψη επικοινωνίας ενώ στο «ο θάνατος και οι εποχές» θα αναφερθεί στην τρομοκρατία, σχεδόν προφητικά.
Ο θάνατος... του χρόνου ίσως θα 'χει αφήσει γενειάδα/ θα κοιμάται σε σοφίτα/. Θα φοράει ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ / περασμένης μόδας./ Ένα οικτρά παραμορφωμένο σακάκι ξεχασμένων/ τσαλαπατημένων ιδεών.
Η ανάμνηση «του εμφύλιου», ενός παιχνιδιού που τα νήματα κινούσαν άλλοι και που σκόρπισε τον θάνατο και τον διχασμό ταλανίζει ακόμη τον ποιητή. Η «σπορά της ερήμου», όπως και το «κατέχουμε τώρα» της προηγούμενης συλλογής, είναι ένα ποίημα «εις εμαυτόν», για την ποίηση και τον ποιητή.
Το «εμείς και τα πράγματα» είναι το παράθυρο που δείχνει το δρόμο του προβληματισμού που επρόκειτο να ακολουθήσει ο Πρατικάκης, αλλά και της ποιητικής του. Είναι χαρακτηριστικός απ' αυτή την άποψη ο εναρκτήριος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Τα πράγματα τα βλέπει ο Πρατικάκης με ένα πρωτόγονο μάτι, ανιμιστικά, δηλαδή με σεβασμό. Τις οικολογικές ευαισθησίες του θα τις εκδηλώσει εξάλλου επανειλημμένα.
Γιατί τα πράγματα εκδικούνται.
Έχουν μια μνήμη τρομερή μια νομοτέλεια
για ίση ανταπόδοση
σαν χημική παλίνδρομος εξίσωση
ή σαν μαχαίρι που γυρίζει στο φονιά
αφού χτυπήσει στην ακατανόητη ελαστικότητα
του φόνου.
Στην τελευταία του ποιητική συλλογή, «Η μαγεία της μη διεκδίκησης», ο Πρατικάκης θα αφιερώσει ολόκληρα ποιήματα σε ξεχωριστά πράγματα.
Με τη Λιβιδώ ο Πρατικάκης ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο στην ποίησή του. Ο ψυχίατρος Πρατικάκης θα γράψει ένα ποίημα για την Libido που βέβαια θα της δώσει ευρύτερες προεκτάσεις. Λιβιδώ είναι η γυναίκα, αλλά και η μητέρα, καθώς και η αισθαντικότητα που τρέφουμε για τα πράγματα. Στα 24 ποιήματα της συλλογής, που αντί για τίτλο έχουν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου, ο Πρατικάκης είναι σαν να θέλει να κλείσει το Α και το Ω των όσων θέλει (προς το παρόν) να πει.
Ο πρώτος στίχος των Ποιημάτων είναι ένας σπασμένος αναπαιστικός 10σύλλαβος. Ο πρώτος στίχος από τους Παραχαράκτες είναι δυο κολλημένοι ίαμβοι. Ο πρώτος στίχος από τη Λιβιδώ είναι ένας σπασμένος στα τρία ιαμβικός 15σύλλαβος: «Ένας αθέατος σφυγμός γοργός και διψασμένος». Σαν ένας φόρος τιμής που αποτίει στην παράδοση. «Σα ζαρκάδι/ που κατεβαίνει αιώνια/ στην πηγή». Το υπόλοιπο του Α, σαν ένας φόρος τιμής στη σύγχρονη ποίηση.
Ολόκληρο το Β είναι ένας φόρος τιμής στη γενέθλια γη, μια αναπόληση των παιδικών του χρόνων.
Όλος ο λυρισμός του Γ αποδίδεται με παρομοιώσεις και μεταφορές από τον κόσμο της θάλασσας.
«Υπαρκτή κι αόριστη σε κοίταζα στα μάτια». Είναι ο εναρκτήριος στίχος (ίαμβος που διαβάζεται και τροχαίος) στο Δ. «Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια», είναι ο στίχος του Ελύτη τον οποίο ανακαλεί συνειρμικά ο Πρατικάκης, γνωστός πλατιά από τη μελοποίηση του Θοδωράκη. Οι δύο αυτοί στίχοι είναι χαρακτηριστικοί της ποίησης των δυο ποιητών. Η κοπέλα του Ελύτη είναι γήινα πανέμορφη, που την κοίταζε μέρες ολόκληρες στα μάτια. Το «μέρες ολόκληρες» υποδηλώνει τη δύναμη της αφοσίωσης, αλλά και το μέγεθος της ομορφιάς της κοπέλας. Η κοπέλα του Πρατικάκη, υπαρκτή μεν αλλά αόριστη (ο ίδιος βάζει συμπλεκτικό και όχι αντιθετικό σύνδεσμο) είναι σαν ένα σύμβολο, ιδανική κι απρόσιτη, όπως η γυναίκα στον Σολωμό. «Ν' ανασαίνεις πάντα μες στις απουσίες/ σαν αγρίμι σε μονιά/ για να ψάχνω στους αιώνες/ τα ίχνη σου», θα συνεχίσει πιο κάτω.
«Πνοή που με ξαναγεννάς/ πνοή που μας γυρίζεις-/(να υπογραμμίσουμε πάλι τον ιαμβικό 15σύλλαβο) στο πιο πράσινο/ των πρωτοπλάστων», θα γράψει στο Ζ.
Στο τέλος η γυναίκα θα υποστεί τη γνωστή μεταμόρφωση, που σημαδεύει το τέλος των ειδυλλίων. «Θαμπό σκοτεινό σκάφος από παντού / να μπάζει νερά-/ γυναίκα», θα γράψει στο Χ. Και ξανά στο Ψ η εικόνα του ναυαγίου.« Ένα καράβι που βουλιάζει και περιέχει/ το ναυάγιο του• ένα καράβι μαύρο που πλευρίζει/ -την άβυσσο/ των στιγμών μας».
Ένα χαρακτηριστικό του ύφους εδώ του Πρατικάκη είναι η απουσία κομμάτων, που επιτρέπει παραπάνω από μια αναγνώσεις. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παρακάτω απόσπασμα από το Η.
.... Εσύ έτσι παρμένη
ήσουν η βλάστηση μια πράσινη στιγμή μέσα στην
έρημο μια όαση τα δυο σου στήθη όπου ρόδιζε το φως ένας άγουρος ήλιος.
Το πρώτο αυτό μέρος δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα στο τεύχος του Ιουνίου 1992. Το δεύτερο μέρος που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου.
Η Νύχτα εφημερίας (1980) μπορεί να δηλώνει τόσο το χρόνο κατά τον οποίο γράφτηκαν τα ποιήματα της ομώνυμης συλλογής, όσο και την ετοιμότητα του ποιητή να αγρυπνά πάνω από μια κοινωνία που νοσεί. Η θεματική εδώ είναι πιο πλατειά από ότι στις προηγούμενες συλλογές, ενώ ο τόνος τους είναι ολότελα απαισιόδοξος. Αυτό υποβάλλεται όχι μόνο από τον τίτλο της συλλογής, αλλά και από τους επί μέρους τίτλους «ερωτοθάνατος» και «ναρκοπέδιο». Δεν είναι τυχαίο που δυο ποιήματα είναι αφιερωμένα στον τραγικό αυτόχειρα Αλέξη Τραϊανό. Το μόνο «διάλειμμα χαράς» που υπάρχει είναι το ομώνυμο ποίημα αφιερωμένο στους τρεις γιους.
«Τα θαλασσοπούλια πάνω απ' τα νερά: οι γαλάζιες φωνούλες των πνιγμένων», λέει σε ένα quasi χάι κου ποίημα. (Ο πνιγμένος, από τις αρχετυπικές εικόνες του Πρατικάκη, επανέρχεται άλλες δυο φορές σ' αυτά τα ποιήματα). Θάνατος, φόβος, νεκρός, φέρετρο, πτώμα, φόνος, όλες αυτές οι λέξεις χώρεσαν στο ολιγόστιχο πρώτο ποίημα της συλλογής, προϊδεάζοντας μας για το κλίμα που θα ακολουθήσει. «Κι η άνοιξη χαμογελάει σαν λύκος... σαν διάβολος».
«Η μαγική νύχτα ή η όγδοη μέρα της αναδημιουργίας», που ο ποιητής κατέβηκε «με μιαν όραση που ήταν όλο μου το σώμα μάτι και όλο μου το μέσα ακατέργαστος αμφιβληστροειδής» βρίσκεται εδώ κατά πρόληψη. Η αναδημιουργία θα συντελεστεί κυρίως στην Oντοφάνεια και στη Mαγεία της μη διεκδίκησης, όταν η εφημερία θα τελειώσει, και ο ελεγειακός - πεσιμιστικός τόνος θα δώσει τη θέση του σε ένα δυνατό ποιητικό-φιλοσοφικό στοχασμό.
Από τα ποιήματα της παραπάνω συλλογής θα ξεχωρίσω την «απόφαση», από τα καλύτερα του Καβάφη —θέλω να πω, αν θα το είχε γράψει ο Καβάφης (συμφωνώ με τον Πρατικάκη, το να αξιοποιείς την παράδοση δεν είναι αδυναμία ή μειονέκτημα, όταν έχεις ένα εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο, αποτέλεσμα), όμως θα παραθέσω το «Όταν η λάμψη μιας παλιάς χειρονομίας», αφιερωμένο «στη μητέρα που έφυγε», σαν πράξη αφιέρωσης και στη δικιά μου μητέρα που έφυγε.
Τι απαλά θροΐζουν τα μαλλιά σου
όταν φυσά ο αγέρας μες στη
μνήμη μου.
Τι ζωντανή που φαίνεσαι πάνω στα
χόρτα,
όταν η λάμψη μιας παλιάς χειρονομίας
στα μαλλιά μου, σε φωτίζει.
Τι απαλά που λάμπεις στο μυαλό μου
και σηματοδοτείς μ' ένα δικό σου φως τις πλεύσεις.
Η Παραλοϊσμένη (1980) αποτελεί μια στροφή ποίηση του Πρατικάκη. Από την άποψη της φόρμας, μια επιστροφή στη φόρμα του «φευγιού» (έργου του 1976 που περικλείστηκε στη συλλογή Νύχτα εφημερίας), στη φόρμα του πεζοτράγουδου. Ακόμη, αν και η γλώσσα είναι εδώ περισσότερο «ποιητική», και στιγμές στιγμές ολότελα κρυπτική, ο Πρατικάκης είναι εδώ ξεκάθαρα αφηγηματικός (οι «εκδοχές» του είναι παραλλαγές μύθου). Ίσως γιατί, από την ποίηση των λυρικών εντυπώσεων, από την ποίηση της κριτικής και της καταγγελίας που αποτελεί σχεδόν την κυρίαρχη θεματική της προηγούμενης δουλειάς του, οδηγείται τώρα σε μια ποίηση αποκαλυπτική (η άλλη στροφή), προφητική, οραματική, σε μια ποίηση ευαγγελισμού και σωτηρίας. Και η σα της παραβολής, της αλληγορίας, τελικά η γλώσσα του μύθου, είναι η πιο κατάλληλη γι' αυτό.
Ο τρελός αποτελεί μια αρχετυπική μορφή της λογοτεχνίας. Με οξυμένη την ευαισθησία, έχοντας αποδεσμευτεί από τις ανθρώπινες συμβατικότητες, μπορεί να βλέπει και ελεύθερα να διακηρύσσει την αλήθεια. Ακόμη οι τρελοί,«εκλεκτοί του μαρτυρίου» η παραλοϊσμένη της πέμπτης εκδοχής, κερδίζουν την αμέριστη συμπάθεια μας, τον αριστοτελικό έλεο, όπως η Οφηλία και ο Ληρ στο Σαίξπηρ ή η Μαρία στον «Λάμπρο» του Σολωμού, ο οποίος τόσο επηρεάζει τον Πρατικάκη.
Ο σημερινός κόσμος είναι αμετάκλητα καταδικασμένος. Οι άνθρωποι ούτε που υποψιάζονται τη σοβαρότητα της κατάστασής τους. «Μοιάζει με αρρώστια πολιτισμού. Αυτοί που έχουν προσβληθεί δεν παραπονιούνται για κανένα ενόχλημα. Γιατί τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων». Σε μια τέτοια κατάσταση, «η παράκρουση είναι μια πράξη ελευθερίας, που γίνεται στα έγκατα». Ο ψυχίατρος Πρατικάκης γνωρίζει τις θεωρίες των Laing, Cooper κ.ά σε σχέση με την τρέλα, και έτσι επηρεάζεται και από την επαγγελματική του κατάρτιση η επιλογή του συμβόλου του.
Η παραλοϊσμένη θα δραπετεύσει στη δωδέκατη εκδοχή (έξοδο). Την καταδιώκουν. Για να μην πέσει χέρια των διωκτών της θα αυτοκτονήσει. «Τραβά το μαχαίρι και αστράφτει βαθιά της ο προορισμός».
Στην εικοστή (και τελευταία) εκδοχή όμως δεν θα αυτοκτονήσει. Σαν άλλος Ιησούς θα ασκητέψει στην έρημο. Κάποτε η ασκητεία θα τελέψει. «Η ζωή της τώρα είναι μια πορεία προς τους άλλους». Και η τελευταία εκδοχή θα τελειώσει με το αισιόδοξο μήνυμα:
Μια φυλή φαίνεται από μακριά ν' ανοίγει την έρημο σα γαστέρα σπάει κι έρχεται απ' τα βάθη της ερήμου. Απ' τα βάθη της μέρας έρχεται ένας ματωμένος αιώνας αιχμαλώτων με χρώματα και λόγχες να εκδικηθεί.
Η αρχετυπική μορφή της παραλοϊσμένης θα εμφανισθεί μετά από επτά χρόνια στο έργο της Ευγενίας Φακίνου. Η Ιωάννα της Μεγάλης πράσινης θα δραπετεύσει και αυτή, θα ζήσει περιπλανώμενη σαν τρελή, θα προπηλακισθεί από τον όχλο, για να κατευθυνθεί στο τέλος προς το όραμα ενός πλοίου μέσα στη θάλασσα.
Αν και οι δυο συγγραφείς διεκδικούν μια αισιοδοξία —αυτό τουλάχιστον είναι η συνειδητή τους πρόθεση— το μήνυμα τους είναι ουσιαστικά απαισιόδοξο, καθότι μεσσιανικό. Στην εποχή του λυκόφωτος των ιδεών που ζούμε, έχει αρχίσει η άμπωτις των μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας, ή καλύτερα της πίστης στη δύναμη αυτών των μαζών, που εξέθρεψε η σοσιαλιστική ιδεολογία και διάψευσε η εφαρμογή της. Μόνο ξεχωριστά άτομα θα διεκδικήσουν τη σωτηρία, που όμως από την κυρίαρχη ιδεολογία και τον παντοκράτορα όχλο θα χαρακτηρισθούν σαν αποκλίνοντες, μια πιο κομψή ονομασία των παραλοϊσμένων.
Ο Καζαντζάκης, πολύ πιο πριν από τον Πρατικάκη και τη Φακίνου, θα μας μεταδώσει την αντίληψη αυτή δίνοντας τη δική του «εκδοχή» του παραλοϊσμένου στο πρόσωπο του Μανωλιού. Οι ξεχωριστές φυσιογνωμίες, οι γεμάτες αγνότητα και υπόσχεση για το μέλλον, είναι πάντοτε καταδικασμένες από τον όχλο: ξανασταυρώνονται. Ή, όπως ο Αυτός στο «Ο κύκνος κι αυτός» της Μάρως Βαμβουνάκη, να ζήσουν στη μοναξιά, στην τέλεια αποξένωση ακόμη κι από τα πιο κοντινά τους πρόσωπα.
Το Σώμα γραφής (1982) είναι μια επιστροφή «εις εμαυτόν», στον ποιητή και στην ποίηση. Εδώ υπάρχουν αρκετά σύντομα ποιήματα, σαν χάι κου, αστραπές έμπνευσης σε στιγμές εφορίας του ποιητή.
Στο ποίημα «μεταστοιχείωση», ο ποιητής «παρενθέτει» μια από τις αρχές της ποιητικής του: «ο βαθύς λόγος έρχεται πάντα από παλιές πολεμίστρες». Και δεν εννοεί μόνο τις φορμαλιστικές αξίες της παράδοσης, στις οποίες κατά καιρούς αποτίει φόρους τιμής. Σ' αυτό το ποίημα γίνεται και η πρώτη μνεία των προσωκρατικών, στο πρόσωπο του Εμπεδοκλή, η φιλοσοφία των οποίων θα αφήσει τη σφραγίδα της στη μεταγενέστερη ποίηση του.
«Πεύκο είμαι στην άκρη του γκρεμού», επανέρχεται ο ποιητής στην αγαπημένη αρχετυπική του εικόνα για τον εαυτό του και την ποίηση του, στο ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή.
Στην τελευταία τετράδα ποιημάτων με τίτλο «η στολή του καταδίκου» ο ποιητής εμφανίζεται σαν η συνείδηση της εποχής του. Μας παρακινεί να ανοίξουμε τα μάτια μπροστά στην καταστροφή που συντελείται γύρω μας και εντός μας. «Θλιβερή εποχή... μέρες πιασμένες στα δίχτυα σαν αφρόψαρα». «Είδα την κολασμένη πομπή των ανθρώπων εκεί κάτω... μάρτυρας των πιο ποταπών μεταμφιέσεων: χαμαιλέοντες της πιο καρποφόρας εποχής μέσα στων λεσχών την πανάκριβη χλωρίδα». «... σ' αυτή τη Βαβέλ όπου κάθε ικμάδα είναι γλώσσα αμετάφραστη και μόνη διάλεκτος που δεν μιλιέται».
Στο περιθώριο (στη «γενεαλογία» θα γράψει ένα ομώνυμο ποίημα) των «λεσχών» και των «συλλόγων», τις οργανώσεις της συλλογικής μας παράνοιας και διαφθοράς, κινούνται «ο Έλλην αυτοκράτωρ Θεόφιλος με την ακολουθία του», όλα τα πρόσωπα που ζωγράφισε ο μεγάλος λαϊκός ζωγράφος, και οι «ηδονικοί ντεσπεράντος», οι αθίγγανοι, «μια φυλή φυγάδων με μόνο πλούτος το βήμα στο μέλλον», και που ενώ έξω το χιόνι έχει σκεπάσει το τοπίο, μέσα ακόμη καλοκαίρι». Φυγάδες! Η φυγή αποτελεί ένα από τα εναπομείναντα σύμβολα της ελπίδας, που κάνει την εμφάνιση της με μεγάλη συχνότητα στη σύγχρονη λογοτεχνία. Στα πρώτα έργα της Ευγενίας Φακίνου π.χ. είναι κυρίαρχο. Όμως οι τσιγγάνοι θα εμφανισθούν και στην επόμενη συλλογή, τη Γενεαλογία.
Στη Γενεαλογία, από την άποψη της φόρμας έχουμε μια επιστροφή στην «παραλοϊσμένη». Ενώ όμως εκεί είχαμε το ξεκίνημα κάθε καινούριας περιόδου απ' την αρχή της σειράς, εδώ έχουμε την εικόνα καθαρού πεζού κειμένου που διανθίζεται πού και πού με κάποια ποιήματα.
Το ύφος είναι αποκαλυπτικό, προφητικό, παρά την αφηγηματικότητά του κάποιες φορές υπερβολικά ελλειπτικό (θυμίζοντας κάπου κάπου, στο κόψιμο των προτάσεων, τον «Οδυσσέα» του Τζόυς), μυστικιστικά υποβλητικό.
Η Γενεαλογία είναι το αντίστοιχο της Weltanschauung στη φιλοσοφική σκέψη. Έργο προγραμματικό, όπως η Λιβιδώ και η Παραλογισμένη, όπου ο τίτλος δεν είναι καθόλου μια συμβατική ετικέτα ποιημάτων μιας περιόδου με χαλαρή σύνδεση, δείχνει τη φιλοδοξία του ποιητή να συμπεριλάβει σε μια πλατειά σύνθεση την κοσμοαντίληψη του για τον άνθρωπο, την ιστορία και τον πολιτισμό του, το πεπρωμένο του.
Οι γνώριμες αρχετυπικές εικόνες επανέρχονται κι εδώ: το πηγάδι, σκοτεινή μήτρα ζωής, το νερό (παρόλο που ο Πρατικάκης θαυμάζει τον Ηράκλειτο, αν ήταν να είχε γεννηθεί ένας από τους προσωκρατικούς, θα ήταν ο Θαλής), η έρημος, ο γκρεμός.
Ο Οιδίπους (Ι) είναι ο προορισμένος να φέρει στον κόσμο μια γενιά ανθρώπων στιγματισμένων με την κατάρα: (Π) γενιά νόθων, ορφανών, «αφού όλες οι οικογένειες ανήκουν σε συμβούλια ορφανοτροφείων... και τα πιο δυσαρθρικά μάθανε να μιλάνε στα αναμορφωτήρια. Η ομιλία τους είναι καθαρή, μάθανε να φτύνουν τις ακαθαρσίες μέσα από τις λέξεις… Οι άνθρωποι όμως που ήσαν εκείνα τα βρέφη περιφρόνησαν τους θετούς γονείς... αλλά δεν υπήρχαν οι αληθινές οικογένειες που γύρευαν».
Στο IV συναντάμε τη μανιχαϊστική εικόνα της βασανισμένης γυναίκας και της βασανίστριας, και των δύο αδελφών, του ωραίου και του άσχημου, που παλεύουν μεταξύ τους.
...οι θεατές μισοί με τον ένα και μισοί με τον άλλο παλεύουν μισή μέρα μισό χρόνο μισό αιώνα αιώνια... με μικρές παύσεις σαν διαλείμματα ξεκούρασης... σαν υπερκόπωση στρατευμάτων και υπόθεση γαλακτικού οξέος οργανισμών. Και πότε ο ένας πότε ο άλλος να νικά δίδυμοι αδελφοί της ίδιας Μάνας. Άδωνις και Άδης, λάμψη φωτεινή και λάμψη μαύρη νύχτα και μέρα κοίτη και νερό γυναίκα και άντρας... Παλίντονος αρμονίη όκωσπερ τόξου και λύρας.
Η εικόνα του νεκροτομείου κυριαρχεί στο IX και στο Χ.
Τα σώματα των όντων ν' ακουμπούν σ' εκείνη τη μεγάλη αίθουσα σκοτεινότερα τώρα και συλημένα.
Το XI έχει υπότιτλο «οι σύλλογοι». Εκεί συχνάζει ένα είδος ανθρώπων με συγγενικές ιδιότητες και χρέη συγγενικά, πρόσφυγες από καθημαγμένα χωριά σαν αυτοί να προκάλεσαν την καταστροφή και για εξιλέωση ίδρυσαν τούτο το σύλλογο... Αυτές οι συγγενικές οικογένειες καταγωγής με βαρύ ρούχο σκυφτές σε μια σύμφυρση ένα μέγα σώμα τραγέλαφων γελούν και καπνίζουν πίσω από το χαλασμό. Μηρυκάζουν απερίγραπτες φυλλωσιές ομιλίας και άλλα εμβαλάγια σκλαβιάς.
Το «σκιάχτρο» (ΧΗΙ) είναι το απομεινάρι του αγωνιστή στην αντίσταση ή τον εμφύλιο. «Η εποχή μας: ένας χώρος κλειστός που δεν ακούει. Ένας χρόνος πέτρινος που δεν μετακινείται», θα γράψει ο Πρατικάκης στο XV.
Τέλος, στο «θεραπευτήριο» (XVI) έχουμε τη γνωστή σκηνή από τη «Δίκη» του Κάφκα, ο άνθρωπος να αναλώνεται στον προθάλαμο, διστάζοντας να χτυπήσει την πόρτα. «Μια επιδημία άπλωσε κι όλοι τη σατανική της πήρανε μορφή. Σαν ηχώ ζωής. Ενώ η ζωή έφυγε. Δεν είναι εκεί. Ένα παιχνίδι κούφιων ήχων στο μεγάλο εκμαγείο της αναμονής».
Ο Πρατικάκης θα συνεχίσει το μύθο. Αφού εξαντληθούν τα περιθώρια, και με την παρέμβαση του Πατέρα, επιτέλους δοκιμάζει το σώμα του το στρίβει σ' εκείνη την πελώρια κλειδαριά. Ανοίγει. Πίσω απ' το τοίχος φως ο αέρας σπόνδυλοι η απέραντη άμμος της ερήμου. Στο βάθος αραιοί θάμνοι άκοποι λαοί... Μια φυλή τσιγγάνων έρχεται από μακριά... μια ράτσα ψιθύρων με μόνο προσκέφαλο το φως. Μια φυλή φυγάδων με μόνο πλούτος το βήμα της στο μέλλον.
Σε μια προϊούσα ρατσιστικοποίηση της εποχής μας, η επιλογή ενός τέτοιου συμβόλου παίρνει μια καινούρια σημασία.
Κλείνοντας την παρουσίαση των ποιημάτων του Μανώλη Πρατικάκη, θα λέγαμε ότι αποτελούν ένα από τα καλύτερα δείγματα της μεταπολεμικής μας ποίησης, και όχι μόνο της δεκαπενταετίας 1970-1984 στην οποία αναφέρονται. Σίγουρα μελλοντικά θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς μιας εποχής, μιας εποχής που ξεκίνησε με τα οράματα που έθρεψε ο αντιδικτατορικός αγώνας, για να αναδιπλωθεί στο εγώ στη σχέση του με τον Άλλο και με τα πράγματα. Μιας ποίησης υγιούς, που ξεπερνώντας υπαρξιακά άγχη που ταλανίζουν, μοιραία ακόμη και για την προσωπική ζωή τους, σύγχρονους ποιητές, αναζητά μια βαθύτερη εμβίωση του κόσμου, έτσι όπως τον ένοιωσαν οι προσωκρατικοί. Μια ποίηση οντολογική, καθόλου ομφαλοσκοπική, ετεροτροπική.
No comments:
Post a Comment