Μάρω Βαμβουνάκη, Το χρονικό μιας μοιχείας (Επ' ευκαιρία της επανέκδοσης από τις εκδόσεις Ψυχογιός)
Κρητικά Επίκαιρα Ιανουάριος 1993
Με το «Χρονικό μιας μοιχείας», το τρίτο βιβλίο της, η Μάρω Βαμβουνάκη κάνει τη στροφή εκείνη, σε ύφος και θεματολογία, που θα την καταξιώσει στο αναγνωστικό κοινό. Η πρωτοπρόσωπη γραφή, με τον ασθματικό χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, θα έχει σαν αντικείμενο στο εξής σχεδόν αποκλειστικά τον έρωτα.
Ο έρωτας στα έργα της Βαμβουνάκη είναι ένας έρωτας ματαιωμένος. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ματαίωση και η αναστολή προσφέρουν το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί η «εξύψωση» της σεξουαλικής ορμής, ο έρωτας κατά Φρόιντ. «Αν είναι αλήθεια, ότι αγαπάμε ό,τι μας λείπει, εγώ από την ώρα, που μου έλειψες σε λάτρεψα», θα γράψει η Βαμβουνάκη στο διήγημα με τον εύγλωττο τίτλο «η παρουσία της απουσίας», στη συλλογή «Ιστορίες με καλό τέλος».
Η Άννα, η αφηγήτρια, ζει το δράμα μιας συμβατικής συζυγικής σχέσης. Ο άντρας της; «Ένα κοιμισμένο, άκαρδα ήρεμο βουνό, που μ' εμποδίζει να κοιτάξω πέρα και να πάρω ανάσα». Η σχέση τους; «Μια εξαρχής χόβολη, που κανείς πια δεν σκαλίζει, για να δώσει περισσότερη ζέστα». Γυναίκα γιατρού, όπως η Μπίμπη Άντερσον στην «Επαφή» του Μπέργκμαν, με δυο παιδιά, τακτοποιημένη τη ζωή της, θα ανακαλύψει κάποτε τον Άλλο, και θα μαγευτεί από την ύπαρξή του. «Τον εκτιμώ, που δεν προβάλλεται, που δεν κάνει τίποτα να μας κερδίσει, που δεν ενδιαφέρεται να μας κερδίσει ή να μας εντυπωσιάσει». (Ένας φίλος μου μου είπε κάποτε, ότι μια τουρίστρια διάλεξε μόνον αυτόν από την παρέα, γιατί ήταν ο μόνος που δεν της κόλλησε).
Αρχίζει η αμφιταλάντευση. Οι αντιστάσεις, οι δισταγμοί, οι εκλογικεύσεις!
«Δεν είμαι πια παρά μπροστά σ' ένα πήδημα θανάτου, που ξέρω πως δεν θα το καταφέρω. Θα πέσω στο κενό, και δεν είναι που θα πέσω εγώ, μα θα συμπαρασύρω κι άλλους αθώους, τον Πέτρο, τα παιδιά, τους δικούς μου...».
«Οφείλω στον εαυτό μου έστω και μια στιγμή έκστασης, που αναζητώ και ποτέ δεν πλησίασα. Μια στιγμή έκστασης που να καταξιώνει την ως τώρα άχαρη ζωή μου».
«... Η ζωή δεν είναι μόνο υποχρέωση, είναι, πιο πολύ δικαίωμα...».
Η προοπτική την τρομάζει. «Οδεύω προς μία γεύση ζωής πικρά εξαγορασμένης από την α¬γριότητα της συνείδησης».
Η αφηγήτρια λέει κάπου:
«Οι πράξεις μας δεν είναι μόνο εξωτερική δράση, είναι κυρίως σκέψεις, διαθέσεις, προθέσεις, αισθήματα, που σιγοβράζουν εντός μας».
Αυτή είναι μια από τις βασικές θέσεις της ποιητικής της σύγχρονης αφηγηματικής λογοτεχνίας, ακόμη και στο δράμα. Τα γεγονότα συμβαίνουν κυρίως εντός.
Υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος, κατά τη γνώμη μου, γι' αυτό, και αυτός είναι η κατάκτηση του αφηγηματικού χώρου από τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος έχει τη φοβερή άνεση να συμπυκνώνει ιστορίες στο μέσο χρόνο των δυο ωρών μιας προβολής, ιστορίες, που συνήθως χρειάζονται σελίδες και σελίδες για να τις αφηγηθεί ένας μυθιστοριογράφος. Το εύληπτο της εικόνας τον έχει κάνει στο έπακρο λαϊκό, και σίγουρα έχει προσεταιρισθεί το λιγότερο απαιτητικό από το κοινό του μυθιστορήματος. Έτσι το μυθιστόρημα, με το χαλί τραβηγμένο κάτω από τα πόδια του, περιορίζεται όλο και περισσότερα στην αφήγηση της εσωτερικής δράσης, αυτών που συμβαίνουν στην ψυχή των ηρώων, που μπορεί να το κάνει καλύτερα από ότι ο κινηματογράφος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι και αυτός ο «θεατρικός» Μπέργκμαν, που οι ήρωες του συνεχώς ενδοσκοπούνται και αυτοαναλύονται, γράφει ιστορίες με αρκετά έντονη-εξωτερική δράση. Η ιστορία της «Επαφής» που αναφέραμε πιο πριν είναι αρκετά σύνθετη, αν και στο γενικό διάγραμμα είναι η ίδια με της Βαμβουνάκη. Η γυναίκα του γιατρού βρίσκει τον εραστή, που, όμως, στο τέλος τον εγκαταλείπει. Το ενδιαφέρον της ταινίας βρίσκεται κυρίως στα γεγονότα, που είναι πάμπολλα. Στο έργο της Βαμβουνάκη τα γεγονότα περιορίζονται στο ελάχιστο, ενώ βαραίνουν οι αυτοαναλύσεις, οι ενδοσκοπήσεις, ό,τι θα ονόμαζα (τηρουμένων των αναλογιών) λυρικό σκέλος. (Χαρακτηριστικά παραδείγματα, που έχω στο μυαλό μου είναι το «Ροζ που δεν ξέχασα» του Γιάννη Ξανθούλη και το «Τα κεραμίδια στάζουν» του Χρόνη Μίσσιου, που βιβλιοπαρουσιάσεις τους έγιναν στο περιοδικό «Έρευνα»). Το λυρικό σκέλος αντίθετα το έχει απεμπολήσει εντελώς η παραλογοτεχνία, με εξαίρεση, ίσως, τα αισθηματικά έργα.
Τώρα φαίνεται καθαρά, γιατί η Βαμβουνάκη διάλεξε τον «απαγορευμένο» εξωσυζυγικό έρωτα σαν θέμα του μυθιστορήματος της. Οι απαγορεύσεις, οι αναστολές, οι δισταγμοί, προσφέρουν ένα πρόσφορο έδαφος για εσωτερικές συγκρούσεις. Και αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις αποδίδει με καταπληκτική μαεστρία στο βιβλίο της αυτό η Βαμβουνάκη. Ο εσωτερικός μονόλογος της αφήγησης είναι ένας χείμαρρος σκέψεων και αισθημάτων. Οι λέξεις φαίνονται να πλημμυρίζουν, να ξεχύνονται με ακαταμάχητη ορμή, δίνοντας την εντύπωση ενός ελάχιστα ελεγμένου ελεύθερου συνειρμού. Η πλημμυρίδα αυτή κυριολεκτικά συμπαρασύρει, σαν μια δύναμη που σε ωθεί να συνεχίσεις, να διαβάσεις και
παρακάτω, και παρακάτω.
Αυτό το είδος γραφής κάτι μου θύμιζε, δεν μπορούσα να θυμηθώ τι. Συζητώντας τώρα τελευταία με τη Βαμβουνάκη για ξένες γλώσσες, μου είπε ότι μάθαινε ρώσικα. Στην ερώτηση μου γιατί, μου απάντησε για να διαβάσει τον Ντοστογιέφσκι στο πρωτότυπο. Κτύπησα με το χέρι το κεφάλι μου. Πως δεν το είχα σκεφτεί! Το γράψιμο της μου θύμιζε το γράψιμο του Ντοστογιέφσκι, χωρίς, βέβαια τις αστυνομικές πλοκές των μύθων του. Παρόμοια χειμαρρώδες, σε ανυπέρβλητους ψυχογραφικούς πίνακες.
Για φαντάσου, σκέφτηκα. Ξέρω κι εγώ Ρώσικα. Τα έμαθα τον καιρό της δικτατορίας, η γλώσσα της μεγάλης πατρίδας του σοσιαλισμού, της ιδεολογίας των συνεπέστερων αγωνιστών κατά της Χούντας. Νιόβγαλτος μαρξιστής, ήθελα να διαβάσω τον Λένιν στο πρωτότυπο.
Από τότε άλλαξαν πολλά. Και η ειρωνεία στην όλη υπόθεση είναι, ότι Λένιν στα ρώσικα δεν πρόλαβα να διαβάσω, διάβασα όμως Ντοστογιέφσκι (τους Αδελφούς Καραμαζώφ, για τρίτη φορά).
Η Άννα τρέμει στο τηλέφωνο. Ανυπομονεί, παθιάζεται. Η υπερβολή αυτή στην ανυπομονησία της κρύβει κάπου κάπου ένα λεπτό αυτοσαρκασμό. Τρέχει να βρει κυδώνι, να φτιάξει γλυκό, για να στήσει μια καινούρια συνάντηση, την επόμενη κιόλας μέρα.
Βιάστηκε λίγο. Τα κυδώνια δεν θα βγουν στην αγορά παρά μετά από ενάμισι μήνα περίπου, αφού ωριμάσουν. Γυρνάει στο σπίτι με άδεια χέρια. Ξεχνά να αγοράσει κάτι, σαν πρόφαση, για την επίσκεψή της στην αγορά. Παίζει χαρτιά με τις φίλες της. Από την αφηρημάδα της θα ρίξει κάτω τον μπαλαντέρ. Όμως παρολαυτά διστάζει.
Τελικά με τις εκλογικεύσεις της θα νικήσει τις αντιστάσεις της. «Αυτή η φωνή μέσα μου που κοινά λέμε συνείδηση, σαν να κουράστηκε, σαν να λιγώθηκε, δεν μου επιβάλλεται πια, ούτε καν με επηρεάζει».
Κάποτε θα βρεθεί επιτέλους με το ίνδαλμά της, θα ζήσει τη στιγμή που ονειρευόταν. Όμως θα τον εγκαταλείψει την επόμενη κιόλας μέρα. Όχι γιατί την απογοήτευσε. Μια βραδιά είναι μικρός χρόνος να ανακαλύψεις τον άλλο στην ολότητα του. Απλά, η πλήρωση του ονείρου της είχε σαν αποτέλεσμα να τοποθετήσει τον άλλο στα σωστά του μέτρα. Θα αναρωτηθεί στο τέλος:
«Αγαπάμε τελικά τα πρόσωπα, ή μόνο τον έρωτα αγαπάμε; Αγαπάμε αυτό που μας δίνουν ή αυτό που περιμένουμε να μας δώσουν; Τη μορφή τους πόσο αγαπάμε και πόσο τη μεταμόρφωση που σχολαστικά τους επεξεργαζόμαστε;».
Είναι από τα καλύτερα λόγια που έχουν γραφεί για τον έρωτα.
Είναι όμως πράγματι έτσι;
Ένας ψυχολόγος, ίσως, υποπτευόταν απλά μια αναζωπύρωση των αναστολών, την υπερίσχυση της ενοχής μετά την πλήρωση του πόθου. Μήπως τα παραπάνω λόγια είναι μια καινούρια εκλογίκευση; Μια εκλογίκευση που θα προετοιμάσει το έδαφος της υποχώρησης;
Δεν έχει σημασία.
Ο Κίρκεγκορ αρνιόταν την αναγωγή του βιώματος σε γνώση. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πως νιώθει η Άννα τη στιγμή που εγκαταλείπει τον άντρα των ονείρων της. Το να ψάξουμε να βρούμε βαθύτερα κίνητρα είναι απλά μια διανοητική εξάσκηση. Και προ παντός δεν πρέπει να υποκαταστήσει τη συγκίνηση που μας προσφέρει η δική της συναισθηματική ανταπόκριση στην πράξη της.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία στην επεξεργασία μιας ιστορίας είναι η Διάσταση. Διάσταση ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ηρώων, από την οποία προκύπτουν συγκρούσεις. Διάσταση ανάμεσα σ' αυτούς που ξέρουν και σ' αυτούς που δεν ξέρουν, στοιχείο που το αξιοποιεί κυρίως η κωμωδία. Εδώ έχουμε διάσταση ανάμεσα στις προσδοκίες της ηρωίδας (και τις δικές μας) και σ' αυτό που συμβαίνει πραγματικά (η εγκατάλειψη), διάσταση που είναι τόσο πιο έντονη, όσο πιο λίγο είναι αναμενόμενη ή αιτιολογημένη.
Να επισημάνω, τέλος, ένα υφολογικό στοιχείο που βρήκα να το χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Καζαντζάκης, και που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω σαν μια «τεχνική της αντίφασης». Η εντύπωση που προκαλεί, σε μένα τουλάχιστον, είναι πολύ έντονη. Τα δείγματα που βρήκα είναι τα παρακάτω:
«Το ότι με κοίταζε... μ' αγκάλιαζε… μου αρκούσαν για μια ζωή, για δέκα ζωές. αυτής της εκδρομής και για κείνο το βράδυ μου αρκούσαν. Από αύριο όχι».
«Χαϊδεύω με τις άκρες των δακτύλων τις πέτρες του μαντρότοιχου ερεθισμένη απ’ την αγριάδα του, το μαλλί στο πουλόβερ μου ερεθισμένη απ' τρυφερότητα του».
No comments:
Post a Comment