Μάρω Βαμβουνάκη, Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει
(Επ' ευκαιρία της επανέκδοσης από τις εκδόσεις Ψυχογιός)
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Φεβρουάριος 1993.
Με το τέταρτο βιβλίο της "Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει", η Μάρω Βαμβουνάκη επανέρχεται στο διήγημα, και θα επανέλθει ξανά με το ένατο βιβλίο της, το "Ιστορίες με καλό τέλος".
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Με το διήγημα μπορεί να τεμαχίσει το θέμα της, που σχεδόν μόνιμα είναι ο έρωτας, η σχέση με το άλλο φύλο, ιδωμένη από τις πιο διαφορετικές γωνίες και προοπτικές. Αυτές, για να παρουσιαστούν στα πλαίσια ενός και μόνου έργου, συχνά απαιτούν ένα πολυπρόσωπο μύθο, αλλιώς "φορτώνονται" υπερβολικά τα πρόσωπα, όπως συμβαίνει π.χ. στο έργο του Μπέργκμαν, "Σκηνές από ένα γάμο", που έχει κανείς την αίσθηση, ότι είναι αδύνατο να συμβούν τόσα πολλά σε ένα ζευγάρι.
Αυτό όμως που έκανε ο Μπέργκμαν δεν μπορεί να το κάνει η Βαμβουνάκη. Όχι γιατί αυτή γράφει μυθιστόρημα και ο Μπέργκμαν κάνει κινηματογράφο, και όπως γράψαμε και στο σημείωμα για το "Χρονικό μιας μοιχείας" ο κινηματογράφος σαν τέχνη εκβιάζει ένα μύθο πλούσιο σε γεγονότα. Δεν μπορεί να το κάνει, γιατί τα μυθιστορήματα της είναι "ποιητικά" μυθιστορήματα, λυρικά αφηγήματα, και σαν τέτοια δεν αντέχουν ούτε στο πολυπρόσωπο, ούτε στην έκταση. Οι πρωταγωνιστές στα πιο επιτυχημένα της μυθιστορήματα είναι δύο στον "Αντίπαλο εραστή" και ένας στο "Η μοναξιά είναι από χώμα". Ακόμη, ελάχιστα ξεπερνούν τις 150 σελίδες. Γιατί τα λυρικά έργα δεν αντέχουν την μεγάλη έκταση, και, συνακόλουθα, την πολυπρόσωπη αφήγηση;
Το γιατί φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στην ποίηση. Στα επικολυρικά έργα, το επικό τμήμα, η αφήγηση, συνδέει ομαλά τις λυρικές κορυφώσεις, δίνοντας μια ανάπαυλα στο φουσκωμένο αίσθημα. Όμως η σύγχρονη ποιητική ευαισθησία, που είναι λυρική, δεν ανέχεται την αφηγηματική σύνδεση. Ο Σολωμός, δέσμιος της επικολυρικής παράδοσης, δεν θα ολοκληρώσει τα έργα του, από τα οποία μένουν μόνο οι λυρικές κορυφώσεις. Ο Ελύτης, στο "Άξιον εστί", θα σπάσει τη φόρμα και θα παρεμβάλει πεζά αφηγήματα. Οι υπόλοιποι ποιητές (και ο Ελύτης σε άλλα του έργα) θα επιλέξουν την πιο προσιτή λύση: θα γράφουν μικρά ποιήματα μιας ή δύο σελίδων. Η αντικλιμάκωση της αφηγηματικής σύνδεσης θα επιτευχθεί εδώ με μια απλή παύση στην ανάγνωση, πριν περάσει ο αναγνώστης στο επόμενο ποίημα.
Τα "ποιητικά" μυθιστορήματα της Μάρως Βαμβουνάκη - Η λέξη "ποιητικός" στη μέση συνείδηση, όταν δεν σημαίνει απλά το έμμετρο, εννοεί το λυρικό, αυτό που εκφράζει αισθήματα -θα ήσαν κουραστικά αν είχαν μεγάλη έκταση. Ακόμη, αν είχαν πολλά πρόσωπα, θα απαιτούσαν ένα πιο σύνθετο μύθο, οπότε θα είχαμε αμέσως μια υποχώρηση του λυρικού στοιχείου προς όφελος του αφηγηματικού. Όμως η Μάρω Βαμβουνάκη δεν θέλει να πει ιστορίες, το έχουμε ξαναπεί. Η σασπένς, που την θεωρώ εγγενή ιδιότητα κάθε καλής αφήγησης, αν δεν απουσιάζει τελείως, είναι εντελώς υποτυπώδης στις ιστορίες της.
Το πόσο λίγο την απασχολεί φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στο διήγημα "Έρημος" του ένατου βιβλίου της, το "Ιστορίες με καλό τέλος". Στην αρχή μας παρουσιάζει μια γυναίκα νεκρή, που δεν ξέρουμε αν την σκότωσαν ή αυτοκτόνησε, θα τελειώσει το διήγημα και η Μάρω δεν θα μπει στον κόπο να μας το πει. (Για το επόμενο βιβλίο, το "Χρόνια πολλά γλυκεία μου", που είναι μια εξαίρεση, θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμα μας). Αυτό, που θέλει η Βαμβουνάκη , είναι να μας μπάσει μέσα στον ψυχικό κόσμο των ηρώων της, να καταδυθούμε μέχρι τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να παρακολουθήσουμε και τις πιο ανεπαίσθητες αμφιταλαντεύσεις τους, να νιώσουμε και τον ελαχιστότατο παλμό κάθε ευαίσθητης χορδής τους.
Έτσι, λοιπόν, η Μάρω Βαμβουνάκη φαίνεται να ταλαντεύεται ανάμεσα στο διήγημα και στο σύντομο μυθιστόρημα (να μη το πούμε νουβέλα, που είναι μια λεπτή διάκριση, καθόλου σε καθημερινή χρήση). Ανάλογα με τις εμπνεύσεις της, θα μεταβαίνει από το ένα είδος στο άλλο.
Η διαφορά από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της, και πρώτο της έργο, "Ο αρχάγγελος του καφενείου", πέρα από τη θεματολογία, είναι, ότι εδώ η αφήγηση εστιάζεται στην εσωτερική ζωή των ηρώων. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από δύο διηγήματα εξαιρέσεις, που η Βαμβουνάκη θα αφήσει για το τέλος της συλλογής, πιστεύω σκόπιμα, που φαίνονται περίπου σαν ξένο σώμα, καθώς και τον σύντομο "πρόλογο", που μπαίνει πραγματικά σαν προ-, λόγος. Είναι ένα γκροτέσκο διήγημα μιάμισης σελίδας, που, με την μορφή της παραίσθησης του ήρωα, εισάγει πραγματικά στον τεταμένο ψυχικό κόσμο των ηρώων της. Όσο για τα δύο τελευταία διηγήματα, είναι δυο μίνι τραγωδίες, μπηχεβιοριστικά θα τα χαρακτήριζα, σε σύγκριση με τα ψυχαναλυτικά της. Η Βαμβουνάκη δεν μας λέει εδώ τι σκέπτονται οι ή ρωες, αλλά τι κάνουν. Στο πρώτο ο θύτης κλαίει το θύμα, θύμα και αυτός της βεντέτας. Στο δεύτερο, ο περιθωριακός Ρένος, αποδεικνύεται τελικά ένας "άγιος".
Οι ήρωες των υπόλοιπων διηγημάτων της Βαμβουνάκη (θα τολμούσα να πω οι περισσότεροι ήρωές της) δεν ζουν στο παρόν. Το παρόν είναι μια ασφυκτική φυλακή, από την οποία ζητούν να δραπετεύσουν, είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον. Το μέλλον αποτελεί τη μεγάλη υπόσχεση, το θαύμα. Το παρελθόν το καταφύγιο, η μήτρα, ο χρυσούς αιώνας. Ακόμη και αυτοί που δεν έχουν τίποτα να αναπολήσουν ούτε τίποτα να ελπίσουν θα καταφύγουν στη φαντασίωση ("Ανεμοδείκτης"), που όμως φθείρει σωματικά. Οι άλλες απόπειρες είναι ακόμη πιο έκδηλα καταδικασμένες στην αποτυχία. Ο άνδρας, παγιδευμένος στον οικογενειακό βάλτο από τον οποίο προσπαθεί να δραπετεύσει, θα πει στο τέλος στη γυναίκα του "- Έλα, Ελένη, μην κλαις. Μπορεί και να μη φύγω τελικά πουθενά" ("Ο τοίχος"), Η γυναίκα στο "Πεταμένο κλειδί", αφού κουραστεί να περιμένει το θαύμα, τον ιδανικό άντρα που θα την απαλλάξει από την μοναξιά θα συμβιβαστεί πέφτοντας στην άλλη άκρη. Δοκιμάζει μια σχέση περιθωριακή (να "πέσει" σε ένα καμάκι). Έντρομη θα το βάλει στο τέλος στα πόδια, θα ξαναεπιχειρήσει, όμως μας λέει. Η γυναίκα στην "Κίνηση της βαλίτσας" θα βρεθεί αντιμέτωπη με την απελπιστική μοναξιά, καθώς της φεύγει ο γιος της, που την κηδεμονία του θα αναλάβει ο άντρας της, που μόλις χώρισαν. Η γυναίκα στο "Εγώ δεν είμαι εδώ" θα αποτύχει να ρίξει μια γέφυρα επικοινωνίας με τον άντρα της, είκοσι χρόνια παντρεμένη μαζί του.
Η αποτυχία συντηρεί το παρελθόν μέσα στο παρόν, σαν τραυματική εμπειρία, σαν ανάμνηση ενός παραδείσου, που από δειλία δεν κατέκτησαν ("Το κεφαλόσκαλο") ή που άφησαν να χαθεί αμετάκλητα ("Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει").
Ο χρόνος, πέρα από μια γέφυρα, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, που, μέσω της αποτυχίας, όπως είπαμε, το συμπτύσσει μέσα στο παρόν, αποτελεί καθαυτός μια φθοροποιό, διαβρωτική δύναμη, που από μόνη της υπονομεύει τα θεμέλια του παρόντος. ("Σκευωρίες", "Πρωινός καφές").
Το επόμενο έργο της Βαμβουνάκη, η "Ντάλια", ήταν το πρώτο της έργο που παρουσιάσαμε. Έτσι στο επόμενο σημείωμα μας θα μιλήσουμε για το μεθεπόμενο βιβλίο της, το "Χρόνια πολλά γλυκεία μου".
No comments:
Post a Comment