Νίκος Βασιλειάδης, Άγημα τιμών, Νεφέλη 1990
Φιλολογική, Ιανουάριος – Μάρτιος 1993
Το «Άγημα τιμών» του συνάδελφου Νίκου Βασιλειάδη είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, μετά τον «Αγάθο». Πολύ μικρότερο σε έκταση (μόλις 100 σελίδες) και παρά την απλή του μυθοπλασία, είναι εντούτοις πιο ώριμο από άποψη ύφους. Η ιδιότυπη γλώσσα του συγγραφέα, μια ιδιόμορφη καθαρεύουσα όπου κυριαρχούν οι μετοχές, η οποία χωνεύει με τη μεγαλύτερη ευκολία γλωσσικό υλικό από τη δημοτική μέχρι την πιο βαριά αργκό, καλλιεργείται με μεγαλύτερη επιμέλεια και ακολουθείται με μεγαλύτερη συνέπεια. Η αντίθεση λαϊκών λέξεων και εκφράσεων, με, συχνά, ακραίους αρχαϊσμούς, δημιουργεί τις ιδιόρρυθμες εκείνες εντυπώσεις που από πολλούς συγγραφείς, αρθρογράφους κυρίως, όπως επισημάναμε στο προηγούμενο σημείωμα μας για τον «Αγάθο» («Φιλολογική» αριθ. 40, Απρίλιος - Ιούνιος 1992), αξιοποιούνται για σατιρικούς ή απλά χιουμοριστικούς σκοπούς. Και το ύφος του συγγραφέα κυμαίνεται ανάμεσα στο χιούμορ και τη σάτιρα, πολύ περισσότερο στο «Άγημα Τιμών» απ' ό,τι στον «Αγάθο». Σ' αυτό άλλωστε συντελεί και η επιλογή του μύθου, ένα επεισόδιο από τη στρατιωτική ζωή του αφηγητή.
Όπως και στον «Αγάθο», το πρώτο μισό του έργου περιορίζεται σε μια ανεκδοτική περιγραφή της ζωής του αφηγητή, που τώρα έχει εγκαταλείψει τα μαθητικά θρανία και βρίσκεται στο στρατό, Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός σε ένα τάγμα που φιλοξενεί ουλαμό ημιονηγών, με ένα χιούμορ ανάλαφρο, όχι με αυτή την πικρόχολη σάτιρα του Μάριου Χάκκα, του οποίου αρκετά διηγήματα αναφέρονται στη ζωή του στρατού, και μάλιστα στη ζωή των μουλαράδων. Ίσως γιατί αυτός γράφει από την άποψη του στρατιώτη, και όχι του Δόκιμου Εφέδρου Αξιωματικού. Πάντως και οι δυο αξιοποιούν στο έπακρο το στοιχείο της υπερβολής. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του πρώτου διηγήματος της πρώτης συλλογής ("Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού") του Μάριου Χάκκα, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει τις συνέπειες της κλανιάς ενός μουλαριού σαν τις συνέπειες ισχυρού ωστικού κύματος από την έκρηξη βόμβας. Από το «Άγημα Τιμών» παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα.
«Έβρισα καθ' οδόν προς το στρατόπεδο όσο μπορούσα περισσότερο και τον Διοικητή και τον Στρατό και την Ντάροβα και τον γάιδαρο του μπάρμπ' Αντώνη και ό,τι άλλο συνάντησα μπροστά μου. Εξαντλήσας δε όλο μου το υβρεολόγιο πριν φτάσω, έκανα επανάληψιν και μετά κατέφυγα στα αρχαία ελληνικά, τέλος δε και σε κάτι ελάχιστα λατινικά που μισοθυμόμουν. «Τον vulgarem και abominabilem! Τον εξώλης και προώλης! Το γομάρι!», έλεγα ακόμη από μέσα μου, όταν εστάθην κλαρίνο στο γραφείο του.»
Το αφηγηματικό ενδιαφέρον αρχίζει να αναπτύσσεται και εδώ στο δεύτερο μισό του έργου. Ένας στρατιώτης σκοτώνεται από έκρηξη νάρκης και ο αφηγητής επιλέγεται επί κεφαλής αγήματος τιμών για να αποδώσει τις τελευταίες τιμές στον αδόξως πεσόντα φουκαρά στρατιώτη. Από εκεί και ύστερα ακολουθούν ένα σωρό σπαρταριστά επεισόδια, με κορύφωση εκείνο το ανεκδιήγητο, ο αφηγητής να διαπιστώνει την τελευταία στιγμή ότι έχει αφήσει τον επικήδειο στη μονάδα, και κάθιδρος να ανασύρει από τη μνήμη του τον επιτάφιο του Λυσία, τον οποίο εκφωνεί με μεγάλη επιτυχία, παρασύροντας σε ολοφυρμό όλο το εκκλησίασμα.
Αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, γιατί τόσο συχνά στην αφηγηματική πεζογραφία η κηδεία αποτελεί αντικείμενο σατιρικής ή χιουμοριστικής πραγμάτευσης, την οποία φιλοδοξεί, παρά το μακάβριο του θέματος, να αναλάβει κάποτε ο γράφων, προσφέροντας και μια μικρή ανθολόγηση σχετικών κειμένων. Πέρα από τον πασίγνωστο «Επιτάφιο» του Κονδυλάκη, άλλα σχετικά κείμενα που θυμάμαι αυτή τη στιγμή είναι από τον Οδυσσέα του Τζόυς, από «το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του Κούντερα, και ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του Μάριου Χάκκα.
Συγκρινόμενο με τον «Αγάθο», το «Άγημα τιμών» σίγουρα είναι πιο φτωχό από την άποψη νοημάτων, είναι όμως ασύγκριτα πιο σπαρταριστό. Και από την άποψη του ύφους είναι, όπως είπαμε, πιο ώριμο.
No comments:
Post a Comment