Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, «Γλώσσα και Εκπαίδευση» (Κρητικά Επίκαιρα, Φλεβάρης 1994)
Η εκπαίδευσή νοσεί από πολλές απόψεις και αυτό μπορεί να το ξέρει καλύτερα ο εκπαιδευτικός. Έτσι βιβλία όπως το «Γλώσσα και Εκπαίδευση του καθηγητή της γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη (Γεννάδειος Σχολή 1994) είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα στην εκπαιδευτική κοινότητα και μάλιστα στον κλάδο των φιλολόγων, που αγωνιζόμαστε για τη γλωσσική εκπαίδευση των μαθητών μας (αν και, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, η γλωσσική εκπαίδευση είναι καθήκον όλων των εκπαιδευτικών και όχι μόνο των φιλολόγων). Πέρα από τον κατακλυσμό των παιδικών συνειδήσεων με την εικόνα (αν η γενιά μας είναι καλύτερα μορφωμένη γλωσσικά είναι γιατί διαβάζαμε «κείμενα» όπως Μικρό Ήρωα και Γκαούρ Ταρζάν και όχι κόμικς, με το λόγο να περιορίζεται στο ρόλο της λεζάντας. Και φυσικά δεν είχαμε τηλεόραση) υπάρχουν και τα εσωτερικά προβλήματα στη γλωσσική εκπαίδευση, με τις ελλείψεις των αναλυτικών προγραμμάτων, την ακαταλληλότητα των μεθόδων διδασκαλίας, των εγχειριδίων κ.λπ.
Η βασική αρχή που διαπνέει τις τοποθετήσεις του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη είναι ότι καθώς η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας, η γλωσσική εκπαίδευση πρέπει να τονίζει τον επικοινωνιακό της χαρακτήρα. Η επικοινωνιακή διάσταση, επισημαίνει, λείπει από το μάθημα της έκθεσης, το οποίο χαρακτηρίζεται ως υφολογική άσκηση (από ανθρώπους που δεν φιλοδοξούν να γίνουν λογοτέχνες, θα πρόσθετα εγώ, και που τα μόνα γραπτά κείμενα με τα οποία θα καταπιαστούν είναι τίποτα πράξεις πρακτικής αριθμητικής, καμιά αίτηση διορισμού στο δημόσιο, άντε και καμιά κάρτα στους φίλους).
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ακόμη ότι όλες οι γλωσσικές ποικιλίες πρέπει να θεωρούνται ίσες και να μην υπάρχουν γλωσσικές προκαταλήψεις, να μην κοροϊδεύονται κάποιοι μαθητές για την αποκλίνουσα προφορά τους (όπως κοροϊδεύαμε εμείς -μια φορά μάλιστα και ο καθηγητής μας, ο κος Ασπραδάκης- τους Μαλλιώτες συμμαθητές μας για την κάπως ένρινη και «τραβηχτή» προφορά τους.
Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης κάνει εκτενείς αναφορές στις διάφορες γλωσσολογικές θεωρίες. Τις αντιρρήσεις των (επιμορφούμενων) εκπαιδευτικών για τη χρησιμότητα της γνώσης αυτών των θεωριών (τις έζησα πέρυσι στα ΠΕΚ) τις θεωρεί, παραθέτοντας τον Halliday, ως απόδειξη «διανοητικής οκνηρίας», χαρακτηριστικό, θα πρόσθετα εγώ, ενός δημόσιου υπαλλήλου (όπου στη διανοητική προστίθεται και η φυσική οκνηρία) και όχι ενός λειτουργού που (πρέπει να) είναι ο εκπαιδευτικός. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, τόσα λεφτά παίρνουμε, τόση δουλειά βγάζουμε κ.λπ. Συμφωνώ. Μόνο που και πάλι πιστεύω ότι για αρκετούς τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι παρά μια ακόμη εκλογίκευση της διανοητικής τους οκνηρίας. Ο συγγραφέας λέει ακόμη ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, η διδασκαλία της γλώσσας να μην ταυτίζεται με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, η σημασιολογία να πάρει ισοδύναμη σχέση με τη σύνταξη στο γλωσσικό μάθημα, να εκπαιδεύονται πιο συστηματικά οι εκπαιδευτικοί, να υπάρχει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση σε θέματα παιδείας και άλλα πολλά που θα ήταν δύσκολο να τα απαριθμήσουμε εδώ. Σε όλα αυτά που υποστηρίζει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης ότι πρέπει να γίνουν, εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε παρά «αμήν»....
No comments:
Post a Comment