Ελένη Γκίκα, Το γράμμα που λείπει, Άγκυρα 2009, σελ. 95
Η βιβλιοκριτική αυτή δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα
Ένα ποιητικό De profundis της ταλαντούχου ποιήτριας και πεζογράφου
Το συζητούσα προχθές με τους μαθητές μου: Σε μια επικοινωνιακή κατάσταση, ο πομπός του μηνύματος μπορεί να σκέφτεται περισσότερο ή λιγότερο τον εαυτό του κατά τη στιγμή της εκφοράς, και περισσότερο ή λιγότερο τον δέκτη. Σχηματοποιώντας θα έλεγα ότι ο ποιητής σκέφτεται περισσότερο τον εαυτό του ενώ ο πεζογράφος περισσότερο τον δέκτη-αναγνώστη, ειδικά αν το συγγραφικό του έργο είναι και το μέσο βιοπορισμού του. Δεν έχω υπόψη μου κανένα ποιητή που να έγραφε ποιήματα για να ζήσει, ενώ ξέρουμε πάρα πολλούς πεζογράφους – ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις – που ζούσαν από τη συγγραφή.
Άλλη διαφορά: οι πεζογράφοι συχνά αυτοβιογραφούνται, ενώ οι ποιητές εξομολογούνται. Η Ελένη Γκίκα χρησιμοποιεί την πεζογραφία για να αυτοβιογραφηθεί, και την ποίηση για να εξομολογηθεί. Τουλάχιστον αυτή την εικόνα έχω από τα τέσσερα μυθιστορήματά της, τα οποία έχουμε παρουσιάσει από το Λέξημα, και τώρα από την τελευταία της ποιητική συλλογή.
Το ποίημα είναι όπως το όνειρο, κατά την ψυχαναλυτική εκδοχή τουλάχιστον: προσπαθεί να αποκαλύψει και ταυτόχρονα να κρύψει, κυρίως όταν το περιεχόμενό του έχει σχέση με προσωπικά βιώματα του ποιητή.
Και της ποιήτριας. Αν και, μπορούμε να πούμε, η κάλυψη του βιώματος με το ένδυμα της τέχνης δεν έχει μόνο, ή κυρίως, στόχο την απόκρυψη, αλλά και την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η ομορφιά του ίδιου του ενδύματος. Και η ομορφιά του ενδύματος με το οποίο «καλύπτει» κρύβοντας και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την τραυματική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου σ’ αυτά τα ποιήματά της η Ελένης είναι όντως εξαιρετική.
Αλλά θα επιμείνω στο «κρυπτικό» της ποίησης, με μια έννοια ψυχαναλυτική και όχι με την έννοια της σκοτεινότητας, με την οποία κάποιοι ποιητές κρύβουν την κενότητά τους και είναι οι κυρίως υπεύθυνοι της απομάκρυνσης του μεγάλου κοινού από την ποίηση.
Επιμένω, γιατί ο τίτλος αυτής της συλλογής είναι γρίφος, και πιθανότατα η Ελένη θέλει να μείνει γρίφος. Μιλώντας για το «Γράμμα που λείπει» δεν σκέφτεται τον αναγνώστη αλλά τον εαυτό της, τον εαυτό της σε ένα αυτοβιογραφικό επεισόδιο το οποίο την είχε φορτίσει υπέρμετρα, και αποφορτίζεται μ’ αυτά τα ποιήματα. Ή μήπως δεν έλυσε και αυτή το γρίφο;
Είναι το γράμμα σε μια λέξη ενός σταυρόλεξου; Και ποια λέξη; Είναι ένα πολύτιμο γράμμα που ξαφνικά η Ελένη διαπιστώνει έντρομη ότι λείπει από το κουτί που έχει φυλαγμένα τα γράμματά του, σαν ιερό κειμήλιο; Είναι ένα γράμμα σε μια λέξη που δεν διαβάζεται, και που αυτή ή εκείνη η εκδοχή μας δίνουν άλλη λέξη; Αυτό μόνο η Ελένη το ξέρει. Μπορεί και να το αποκαλύψει ένας άλλος βιβλιοκριτικός, πιο ικανός από εμένα. Πάντως δεν πιστεύω ότι έγινε μόνο για χάρη ενός διακειμενικού εφέ, στο οποίο παραπέμπει η Ελένη παραθέτοντας στην αρχή της συλλογής ένα απόσπασμα από το «Υποθετικό ποίημα» του Μπόρχες.
Αυτό δεν ταιριάζει να το γράψει ένας βιβλιοκριτικός, μπορεί να το πει ένας αναγνώστης, αλλά πρώτη φορά μου συνέβη με ποιητική συλλογή (είμαι δηλωμένος λάτρης της πεζογραφίας), να τη ρουφήξω κυριολεκτικά αναβάλλοντας την καθιερωμένη μου σιέστα.
Στην πεζογραφία ασχολούμαι κυρίως με πράγματα που με εξιτάρουνε, ενώ στην ποίηση με τις υφολογικές νησίδες. Εδώ θα ξεκινήσω, ως σύγχρονος Αριστοτέλης, αμφιβάλλοντας για την εγκυρότητα του παρακάτω συλλογισμού:
«Υπάρχει Θεός,
ανακουφισμένη σκέφτηκε,
αφού υπάρχει τέτοιο φεγγάρι.
Υπάρχει Θεός
αφού υπάρχει τέτοια Ομορφιά…».
Είναι στίχοι από το πρώτο ποίημα της συλλογής που της δίνει και τον τίτλο. Όμως δεν έχει να κάνει με τη συνηθισμένη πρακτική, ο τίτλος ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος να δίνεται και σε ολόκληρη τη συλλογή. Η φράση «το γράμμα που λείπει» απαντάται κάμποσες φορές σε άλλα ποιήματα.
Βέβαια θα μπορούσα να πω κι εγώ με τη σειρά μου ότι «Υπάρχει Θεός αφού…». Γιατί να μην είμαι κρυπτικός κι εγώ σαν βιβλιοκριτικός και να είναι μόνο οι ποιητές; Αλλά το παραπάνω μόνο η Ελένη μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει.
Τελικά ο Καβάφης είναι μια ανεξόφλητη οφειλή. Διαβάζω στίχους και σκέπτομαι αντίστοιχους του Καβάφη. Να είναι κρυπτομνησία από τη μεριά του ποιητή, της ποιήτριας στην προκειμένη περίπτωση; Διαβάζοντας τους στίχους «εγώ, που άλλα νοσταλγώ/ γι άλλα πονάω» (σελ. 28) θυμάμαι τους καβαφικούς στίχους από τη Σατραπεία «Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει».
Ένα ποίημα με μια πρωτότυπη επινόηση είναι το «Η σιγουριά του ερωτηματικού». Εδώ παρελαύνουν σχεδόν όλα τα σημεία στίξεως: «…εκείνη η παλιά/άνω τελεία και/ερωτηματικά. Μόνο ερωτηματικά/υπάρχουν στη ζωή/και αποσιωπητικά…./πώς τον ξεγέλασαν κάποτε τα θαυμαστικά/να το θυμάται./Αυτή τη φορά να μην ξεχάσει την παύλα» (σελ. 38).
Το «για λίγη χρυσόσκονη που περίσσεψε» μπορεί να θεωρηθεί σαν ποίημα αλληγορικό, απλά αντιστρέφοντας μια μεταφορά: «…κι ας λάμπει τόσο. /Σαν αυταπάτη. Σαν ψέμα./…/Κι όμως πως γίνεται να ξαναγεννιέται/ένα χρόνο μετά»; (σελ. 42). Και η αντιστροφή: Η αυταπάτη, το ψέμα, λάμπουν κι επανέρχονται, σαν τη χρυσόσκονη με την οποία στολίζουμε το δέντρο κάθε χρόνο.
Πιο κάτω διαβάζουμε: «Αλήθεια, πόσο πανικό/ μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος/ και τι μπορεί να σου εξασφαλίσει/ μια σοκολάτα στο σκοτάδι» (σελ. 50). Ο τελευταίος αυτός στίχος αποτελεί τον τίτλο του επόμενου ποιήματος.
Ελένη μου, τίποτα δεν μπορεί να σου εξασφαλίσει μια σοκολάτα στο σκοτάδι, τίποτα. Πολλές όμως;
Τη μεγαλειώδη σου παρομοίωση σ’ αυτό το επόμενο ποίημα, μόνο εγώ μπορώ να τη νιώσω: «Ήρθες/ σαν σοκολάτα στο σκοτάδι». Και τι υπέροχο που είναι αυτό το (πάλι ο Καβάφης): «Αν δεν πνιγείς, στο μεταξύ, στη σαντιγί/ σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μαρέγκα/ να εύχεσαι να πας από σκασμό» (σελ. 69).
Στην προηγούμενη βιβλιοκριτική μας μιλήσαμε για υπερδιακειμενικότητα, μια διακειμενικότητα δηλαδή τραβηγμένη από τα μαλλιά. Μια τέτοια βλέπω στους παρακάτω στίχους:
«Εκείνο που αλλάζει
είναι το παρελθόν
γι αυτό κι είναι
τρομακτικό το μέλλον
μια ανάσα το παρόν
έμπλεο
με ό,τι έζησα
και ό,τι δεν έζησα,
λαθρεπιβάτης».
Μου θύμισαν τους παρακάτω στίχους από την «Ερωφίλη»: «Τ' οψές εδιάβη, το προχθές πλιο δεν ανιστοράται/ σπίθα μικρή το σήμερο στα σκοτεινά λογάται».
«Τα καθησυχαστικά σύμφωνα» είναι επίσης ένα ποίημα πολύ επινοητικό: «Σίγμα/ όπως σιωπή/ θωπευτική/ Πι/ όπως/ πέλαγος…/ Ρο/ ρυάκι γάργαρο». Είναι τα σύμφωνα από το όνομα του αγαπημένου.
Μπορεί η λογοτεχνικότητα να δίνει αισθητική δύναμη σε κάποιους στίχους, όμως καμιά φορά η απλότητα δίνει μια πρωτοφανή δύναμη αισθήματος. Θα κλείσω την παρουσίαση αυτής της εξαιρετικής ποιητικής συλλογής με τους παρακάτω στίχους της Ελένης: «Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά. / Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει/ τελικά να καταλάβει» (σελ. 29).
No comments:
Post a Comment