Αντώνη Σαμαράκη, Η κόντρα, Ελευθερουδάκης 1993, σελ. 134
Η φωνή της Πεντέλης, Μάιος 1994, τ.121
Μετά από 19 χρόνια ο Αντώνης Σαμαράκης λύνει την πεζογραφική σιωπή του με τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Η κόντρα". Θα περίμενε κανείς ότι μετά από τόσα χρόνια ο
Σαμαράκης θα είχε ανανεώσει τη γραφή και τη θεματολογία του. Δυστυχώς όμως βλέπουμε το συγγραφέα να επαναλαμβάνει τον εαυτό του, πότε σε καλύτερη εκδοχή, πότε σε χειρότερη.
Τα ίδια φωτογραφικά εφέ κάνουν και εδώ την εμφάνισή τους, με το απόκομμα της εφημερίδας, τη δακτυλογραφημένη προκήρυξη και τη γελοιογραφία του Κυρ, δίνοντας μια αίσθηση αληθοφάνειας και ρεαλισμού.
Συμπληρώνει επίσης την πινακοθήκη των ταλαιπωρημένων υπάρξεων του "Ζητείται ελπίς" με δυο ακόμη πρόσωπα: του Γιώργου, που αποφασίζει να αυτοκτονήσει για να σωθεί την τελευταία στιγμή από μια ταλαιπωρημένη επίσης ύπαρξη, και του Γαβριήλ που, όταν ανακαλύπτει ότι η φίλη του τον απατά με τον προϊστάμενό του, τους σκοτώνει και τους δυο.
Ο βαθύς ανθρωπισμός που αποτελεί το στίγμα του έργου του Σαμαράκη εκφράζεται και εδώ με τον ίδιο αντικομφορμισμό. Αντίθετα από ότι συμβαίνει με τα περισσότερα πρόσωπα της
σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, οι ήρωές του ξεφεύγουν από τον συμβιβασμό. Κάποια στιγμή τους δημιουργείται ένα συνειδησιακό πρόβλημα, και ο καλύτερος εαυτός τους, βαθιά κρυμμένος μέσα τους, θα εξεγερθεί ενάντια στον κομφορμισμό τους. Ο αρχιφύλαξ Παντελόπουλος θα γράψει χλευαστικά, αντί απολογίας στην υπηρεσία του, "μόκο ρε", στο πρώτο διήγημα της συλλογής, αποδεχόμενος τις συνέπειες. Στα "δυο κίτρινα γαρίφαλα" ο ήρωας αποφασίζει ξαφνικά να μη πάει στο ραντεβού με το κορίτσι του, προκειμένου να ειδοποιήσει τα πρόσωπα της αντίστασης που σχεδιάζουν την εκτέλεση του δικτάτορα ότι η αστυνομία ξέρει το σχέδιό τους, πράγμα που το έμαθε τυχαία.
Μια αδυναμία του Σαμαράκη είναι ότι οι συνειδησιακές μεταστροφές των ηρώων του δεν προετοιμάζονται ψυχολογικά, όχι μόνο στα διηγήματά του, όπου λόγω της περιορισμένης έκτασής
τους αυτό θα ήταν δύσκολο, αλλά και στο λάθος, το αριστούργημά του, και έτσι δεν καταφέρνουν να πείσουν, παρόλο που τη συνειδησιακή έντασή τους τη στιγμή που πρέπει να πάρουν τη
μεγάλη απόφαση την αποδίδει πολύ επιδέξια με τον ασθματικό, όλο επαναλήψεις λόγο τους. Ο συχνά κηρυγματικός τόνος του επίσης υπονομεύει το μήνυμά του.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τον Σαμαράκη να έχει τόσο φανατικούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο;
Όπως όλοι οι "αντιλογοτεχνικοί" συγγραφείς, οι συγγραφείς που δεν χρησιμοποιούν τα ρητορικά μέσα της λογοτεχνίας αλλά έχουν ένα ύφος λιτό, που πλησιάζει αυτό του καθημερινού λόγου, έτσι και ο Σαμαράκης, αφού δεν θα τραβήξει τον αναγνώστη με το ύφος του, θα προσπαθήσει να τον τραβήξει με την συναρπαστικότητα των ιστοριών του.
Η συναρπαστικότητα αυτή μπορεί να οικοδομηθεί σε δυο επίπεδα: στην επινοητικότητα των γεγονότων και στην αξιοποίηση των αφηγηματικών τεχνικών. Ο Σαμαράκης δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα επινοητικός ως προς το μύθο, με εξαίρεση
ίσως τις γκροτέσκ, σουρεαλιστικές αλληγορίες του. Οι ιστορίες π.χ. των ταλαιπωρημένων του υπάρξεων ωχριούν μπροστά στις αντίστοιχες ιστορίες του Σωτήρη Δημητρίου. Είναι όμως δεξιοτέχνης στην αφηγηματική τεχνική του παιξίματος με τον ορίζοντα των προσδοκιών του αναγνώστη. Έχει μια καταπληκτική ικανότητα να τον εκπλήττει διαψεύδοντας τις προσδοκίες του
τις οποίες οικοδομεί χρησιμοποιώντας την παράλειψη, την απόκρυψη δηλαδή κρίσιμων πληροφοριών τις οποίες ξεφουρνίζει στο τέλος. Απ' αυτή την άποψη η "κόντρα" και η "τελευταία
συμμετοχή" είναι τα καλύτερα διηγήματά του. Στην "κόντρα" παρακολουθούμε τον κουρέα να κουβεντιάζει με κάποιον τον οποίο ξυρίζει. Στο τέλος μαθαίνουμε ότι αυτός ο κάποιος είναι
νεκρός και τον ετοιμάζει για το νεκροκρέβατο. Στην "τελευταία συμμετοχή" ο αφηγητής μας λέει πως περιμένουν το γιο του νεκρού, από τους συλληφθέντες των επεισοδίων της νομικής το 1973,να έλθει από την ασφάλεια που κρατείται για να δώσει τον ύστατο χαιρετισμό στον νεκρό πατέρα του. Στο τέλος βλέπουμε ότι ο αφηγητής δεν είναι άλλος από τον νεκρό.
Στην τεχνική της έκπληξης προσγράφεται και η ξαφνική συνειδησιακή μεταστροφή των ηρώων του, στο βωμό της οποίας θυσιάζει την αληθοφάνεια αυτής της μεταστροφής.
Η τεχνική του αναχρονισμού, με τις συνεχείς αναδρομές, σε ένα διαρκές χρονικό ζιγκ ζαγκ που χαρακτηρίζει αρκετά από τα προηγούμενα έργα του, δεν μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται εδώ
σε πρώτο πλάνο. Άλλωστε προσφέρεται περισσότερο στο μυθιστόρημα («Σήμα κινδύνου», «Το λάθος»), όπου της γίνεται και η μεγαλύτερη αξιοποίηση.
Στα "δυο κίτρινα γαρύφαλλα" χρησιμοποιεί πολύ επιδέξια επίσης την τεχνική της διπλής εστίασης που χρησιμοποίησε και στο «Λάθος», με τέτοιο τρόπο λες και (μπορεί και να) υπάρχουν δυο αφηγητές, καθώς οι διαφορετικές εστιάσεις δίνονται με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Ο ένας εστιαστής εστιάζει πάνω στον ήρωα, αφηγούμενος μέσα από τη δική του ματιά, ενώ ο άλλος εστιάζει από μακριά, προσφέροντας τις πληροφορίες του συμπεριέχοντος, για τους άντρες της ασφάλειας που ξέρουν και παρακολουθούν, και που στο τέλος θα εκτελέσουν τον ήρωα.
Ανανεωμένος λοιπόν ο Σαμαράκης ασφαλώς όχι, όμως με κάποια από τα διηγήματα της συλλογής αυτής, μεταξύ των οποίων και το παραπάνω, βρίσκεται στο παλιό του ύψος.
No comments:
Post a Comment