Μάρω Βαμβουνάκη, Με βελούδινα βήματα ο χρόνος, Διαβάζω τ. 360
Το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, το μυθιστόρημα «Με βελούδινα βήματα ο χρόνος» αποτελεί μια πρόκληση στη θεωρία των ειδών, και αποδεικνύει άλλη μια φορά ότι τα λογοτεχνικά είδη δεν αποτελούν παρά κατηγοριοποιήσεις θεωρητικών πάνω στο σώμα μιας ρέουσας λογοτεχνικής πρακτικής, των οποίων τον λανθάνοντα ή έκδηλο κανονιστικό χαρακτήρα οι λογοτέχνες αγνοούν. Έτσι το «ταξιδιωτικό» «Λουλούδι της κανέλλας» της Μάρως Βαμβουνάκη δεν ήταν παρά μια σύνθεση ταξιδιωτικών εντυπώσεων και θεατρικών σκηνών με κύριο πρόσωπο τον Ελ Γκρέκο. Και από τις διαφορές που εντοπίζουν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ανάμεσα σε διήγημα και μυθιστόρημα, από το μυθιστόρημα αυτό φαίνεται πως η μόνη αδιαμφισβήτητη διαφορά είναι η έκταση. Με εντελώς φυσικό τρόπο η συγγραφέας ενσωματώνει στο έργο αυτό κάποια από τα διηγήματα παλιότερων συλλογών της, όπως η εξαντλημένη πρώτη της συλλογή (και πρώτο της βιβλίο) «ο αρχάγγελος του καφενείου».
Και όχι μόνο αυτό. Μέσα στη μυθοπλασία είναι ενσωματωμένες, στο τέλος του έργου, και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις της συγγραφέως από πρόσφατο ταξίδι της στη Ρωσία.
Όπως είναι φυσικό, η ενότητα της πλοκής είναι πολύ χαλαρή. Όμως αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης ελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας, μια από τις μορφές εκδήλωσης του μεταμοντερνισμού στη λογοτεχνία. Τα περισσότερα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα είναι «εικόνες από μια έκθεση». Η ενότητα πλοκής, περισσότερο ή λιγότερο χαλαρή, αποτελεί ένα πρόσχημα για να δώσει ο συγγραφέας σκηνές από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ενότητα της πλοκής στο έργο αυτό μπορεί να είναι υποτυπώδης, υπάρχει όμως η ενότητα της «διάνοιας». Μέσα από τις χαλαρά συνδεμένες ζωές των ηρώων της η Βαμβουνάκη προβάλλει την πλατειά γκάμα των τυπικών σχέσεων αρσενικού - θηλυκού, που αποτελεί και την κυρίαρχη θεματική σε όλο της το έργο. Και επειδή η γκάμα αυτή δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως στα συνηθισμένα της ιψενικά τρίγωνα, μπάζει στο έργο και πολλά άλλα πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και τους ήρωες των διηγημάτων που ενσωματώνει.
Όπως και στα άλλα της έργα, ο διάλογος και τα γεγονότα κατέχουν μια δευτερεύουσα θέση, ενώ πρωτεύουσα θέση κατέχει ο εσωτερικός, (quasi δοκιμιακός, μονόλογος των ηρώων, οι οποίοι ψάχνονται και αναρωτιούνται για τις σχέσεις τους με το σύντροφο τους. Ακόμη και όταν η αφήγηση είναι πρώτου επιπέδου, είναι εσωτερικά εστιασμένη, στις ψυχικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό των ηρώων. Λέξεις όπως «ίσως», «πιθανόν», «μήπως» κλπ. είναι λέξεις που επαναλαμβάνονται συχνά στο κείμενο, στο οποίο εξάλλου βρίθουν τα ερωτηματικά.
Το σασπένς αποτελεί μια επιθυμητή ιδιότητα σε μιαν αφήγηση, αφού εξασφαλίζει το αφηγηματικό ενδιαφέρον του δέκτη, ιδιαίτερα όταν η αφήγηση είναι σε συνέχειες, όπως στα τηλεοπτικά σήριαλ. Κάνει έντονο την εμφάνισή του στα δυο επεισόδια με τα οποία κλείνει το βιβλίο, με πρωταγωνιστές τον πατέρα και το γιο Μόρτιμερ αντίστοιχα. Το σασπένς με το γιο είναι αν θα κάνει τελικά έρωτα ή όχι με τη ρωσίδα. Δεν θα κάνει έρωτα μαζί της, και πολύ έξυπνα από τη μεριά της Βαμβουνάκη, που θέλει να καθάρει την αγνότητα του ερωτικού συναισθήματος από οποιαδήποτε υποψία σεξουαλικού πάθους. Το σασπένς στην ιστορία του πατέρα Μόρτιμερ είναι αν θα δεχθεί η πόρνη φίλη του να φύγει μαζί του, και όταν μαθαίνει πως όχι, ποια θα είναι η αντίδραση του. Η αντίδραση του είναι δραματική με τη διπλή σημασία της λέξης: την κυριολεκτική (η σκηνή της αντίδρασης του έχει μια θεατρικότητα, θα μπορούσε να ανήκει σε θεατρικό έργο) και τη μεταφορική. Την αρπάζει από το λαιμό να την πνίξει. Πριν το καταφέρει θα πεθάνει ο ίδιος από καρδιακό επεισόδιο.
Υπάρχουν σασπένς που δημιουργούνται από τους αφηγηματικούς κώδικες της πραγματικότητας, όπως τα δύο παραπάνω που αναφέραμε, και σασπένς που προκαλούνται από τους γενικότερους αφηγηματικούς κώδικες και από τον ορίζοντα των προσδοκιών που διαμορφώνουν στον αναγνώστη. Ένα τέτοιο σασπένς δημιουργείται όταν μαθαίνουμε από την αφηγήτρια ότι η Βέρα Μόρτιμερ και η Άρια, η τέως φίλη του φίλου του γιου της, αγάπησαν το ίδιο άτομο, χωρίς να τολμήσουν τη «φυγή» μαζί του. Η αφηγηματική προσδοκία που δημιουργείται είναι ότι κάποτε αυτό θα αποκαλυφθεί και στις δυο τους, ή στον άντρα, ή σε όλους μαζί. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Έτσι κατά τη γνώμη μου, το σασπένς αυτό αποτελεί μια αδυναμία του βιβλίου, εφόσον δεν αποκαλύπτεται σε κανένα τους η σύμπτωση, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με την αφηγηματική προσδοκία του αναγνώστη που δημιουργούν οι αφηγηματικοί κώδικες, μια στατιστικά αναμενόμενη αναμονή. Και η τραγική ειρωνεία που δημιουργείται όταν η Άρια διηγείται γι αυτή την αγάπη της στη Βέρα (εξαιτίας της δικιάς μας γνώσης, από την πληροφορία που μας έχει μεταδώσει ο παντογνώστης εξωδιηγηματικός ετεροδιηγηματικός αφηγητής, ότι πρόκειται για το πρόσωπο που αγάπησε κι εκείνη), μένει κολοβωμένη, καθώς δεν ακολουθείται από την αποκάλυψη. Αφηγηματική ασυνέπεια; Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στους συγγραφείς1. Το έχουμε ξαναπεί ότι η Βαμβουνάκη δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά στη μυθοπλασία2. Εξάλλου δεν διαβάζεται τόσο για τις ιστορίες της. Οι φανατικές αναγνώστριές της βρίσκουν κάτι από τον εαυτό τους στον σπαραγμένο εσωτερικό μονόλογο των ηρωίδων της. Και σ' αυτόν η Βαμβουνάκη είναι ασυναγώνιστη.
1. Μια ανάλογη ασυνέπεια στη λύση ενός σασπένς εντοπίσαμε και στον Τρόμο του κενού του Άρη Σφακιανάκη. (Βλέπε βιβλιοκριτικό μας σημείωμα στα «Κρητικά Επίκαιρα» Αύγουστος - Σεπτέμβρης 91).
2. Βλέπε και βιβλιοκριτικό σημείωμα μας για το Χρόνια πολλά γλυκεία μου στα «Κρητικά Επίκαιρα», Απρίλης 93. ,
No comments:
Post a Comment