Γιάνννης Ρεμούνδος, Οι παλιοί μου φίλοι
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 1995
Ο Γιάννης Ρεμούνδος γεννήθηκε το 1950. Αποφοίτησε από την Πάντειο, και εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στα Χανιά. Με την ευκαιρία της βράβευσής του με το πρώτο βραβείο διηγήματος στο λογοτεχνικό διαγωνισμό του δήμου Αγίου Νικολάου, το καλοκαίρι, που μας πέρασε, χωρίς καμιά κακία που αυτός πήρε το πρώτο βραβείο κι εγώ κανένα, παρουσιάζω το βιβλίο του «οι παλιοί μου φίλοι».
Το βιβλίο περιέχει επτά ιστορίες μιας παρέας φοιτητών από τον Πειραιά, που έχουν σαν «στρατηγείο» τη δημοτική βιβλιοθήκη. Περιγράφεται σ' αυτές με ασύγκριτο χιούμορ η ατμόσφαιρα της φοιτητικής ανεμελιάς, της αφραγκίας, της νεανικής προκλητικότητας - που εκείνη την εποχή έπαιρνε και ιδεολογικό λούστρο, σαν στάση αμφισβήτησης του αστικού κατεστημένου - της γεμάτης εφηβικές αναστολές σεξουαλικής ανησυχίας. Το τρίτο διήγημα, η «βόμβα» είναι μια φωτογραφία του Τζακ του αντεροβγάλτη που ο Μάκης τον έχει εντοπίσει να δουλεύει στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Η παρέα αποφασίζει να τον ξεκάνουν (το ότι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης έδρασε τον προηγούμενο αιώνα δεν τους προβληματίζει, ούτε γίνεται καμιά αναφορά στο διήγημα). Στο τέλος αποδεικνύεται ότι ο Τζακ είναι πατέρας ενός παλιού φίλου τους. Το «Πάσχα στην Ύδρα» περιγράφει την ταλαιπωρία του συγγραφέα με ένα φίλο τους, που ξεκίνησαν άφραγκοι να κάνουν Πάσχα στην Ύδρα. «Ανεβαίνουμε τα κακοτράχαλα βουνά της Ύδρας και το μόνο αξιοθέατο είναι μια κατσίκα που μας κοιτάζει σαν αξιοθέατα με κάποια καχυποψία». Φτάνοντας στον Πειραιά ο Μάκης λέει: «Ήταν το πιο όμορφο ταξίδι που έχω κάνει. - Ναι, πρέπει να οργανώνουμε συχνά τέτοιες εκδρομές, του λέω». Ο αντικονφορμιαμός της γενιάς μας, που σήμερα φαίνεται τελείως κουφός.
Το «ταξίδι στην Αίγινα» ήταν ένα ταξίδι για τις Σπέτσες, όμως, το καμάκι δυο τουριστριών τους έβγαλε από παρεξήγηση στην Αίγινα. Εκεί είχαν άλλες ταλαιπωρίες, καθώς ήταν άφραγκοι, όπως πάντα. «Η κουβέντα μας περιστρέφεται στο μάταιο της ζωής, στους χαμένους συντρόφους μας, στις χαμένες τουρίστριες, και στην παρεξήγηση που είναι η βάση των ανθρώπινων σχέσεων».
Ο «μεγάλος θρίαμβος των μπαλέτων του Μεξικού στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά» οφείλεται σε ένα φοβερό χειροκρότημα της παρέας που το έκανε για πλάκα. Ενδιάμεσα έφτυναν από τον τρίτο εξώστη όπου καθόντουσαν και έριχναν στραγάλια και σπόρια στο «σημαιοστολισμένο κοινό του θεάτρου, που καταπλέει πάντα σεινάμενο κουνάμενο, με πολύ στιλ και πολύ σικ ντύσιμο και τρόπους αριστοκρατίας του περασμένου αιώνα». Η «ερωτική αποστολή» καταλήγει σε μια σεξουαλική αποτυχία, τυπικά εφηβική. Αυτό είναι το πιο απολαυστικό ίσως απ' όλα τα διηγήματα.
Στο τελευταίο διήγημα, η «άγρια μάχη», στην αρχή δίνει μια θαυμάσια εικόνα της σχέσης του φοιτητή με το διάβασμα του: «Κάνω μια ακόμη φιλότιμη προσπάθεια. Μετράω τις σελίδες του βιβλίου, κι ύστερα αφαιρώ τα περιεχόμενα και την εισαγωγή που δεν μπαίνει ποτέ. Ύστερα αφαιρώ αυτά που δεν έχουμε κι ύστερα αφαιρώ τα κενά που υπάρχουν στις σελίδες. Κάνω τις πράξεις κι αυτό που μένει να διαβάσω είναι τόσο αστρονομικό που μου κόβει την όρεξη». Τελικά, το διήγημα επικεντρώνεται σε μια ψευτομάχη της παρέας στο νταμάρι στα μανιάτικα, άγρια μεσάνυκτα, με κάτι μπιστόλια που έπαιρναν μπροστά ένα φελλό. Οι αστυνομικοί που καταφθάνουν ειδοποιημένοι από τους περίοικους το βάζουν στα πόδια τρομοκρατημένοι.
Το ύφος των διηγημάτων αυτών έχει την προφορική ποιότητα της διήγησης ιστοριών. Άνετο, απέριττο, χωρίς κανένα λογοτεχνικό πλατωνισμό, δίνει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας δεν δίστασε ούτε στιγμή μπροστά στην επόμενη λέξη. Σε σχέση με τα ψυχοπλακωτικά βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, το μικρό αυτό βιβλίο ήταν μια αληθινή όαση.
No comments:
Post a Comment