Σωτήρης Δημητρίου, Ν’ ακούω καλά το όνομά σου, Κέδρος 1993
Η φωνή της Πεντέλης, Απρίλης 1995
Διαβάζοντας τις δυο πρώτες συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη
Δημητρίου ήμουν περίεργος να δω πώς ο νέος αυτός πεζογράφος
θα έκανε το άλμα του προς το μυθιστόρημα. Κι αυτό γιατί η
θεματική του είναι τέτοια, που την τελειότερη έκφρασή της μόνο
μέσα στο διήγημα θα μπορούσε να τη βρει.
Η "παριολατρεία" δεν είναι καινούρια, ούτε στην παγκόσμια
ούτε στην ελληνική λογοτεχνία, αν και εδώ τις τελευταίες
δεκαετίες έχει πάρει ενδημικές διαστάσεις, όχι μόνο στην
πεζογραφία, αλλά κυρίως στο θέατρο. Στο έργο όμως του Δημητρίου
αποτελεί κυριολεκτικά το στίγμα της. Στα σχετικά σύντομα
διηγήματά του παρελαύνουν ένα σωρό ταλαιπωρημένοι και
αποτυχημένοι της ζωής:γονείς εγκαταλειμμένοι από τα παιδιά
τους, παιδιά εγκαταλειμμένα από τους γονείς τους, γυναίκες που
τις δέρνουν οι άντρες τους, κι όταν δεν τις δέρνουν γιατί τις
αγαπούν τους πεθαίνουν, πρόσωπα με σεξουαλικές διαστροφές, με
άγχη, με ιδεοληψίες (πολλά απ' αυτά καταλήγουν στο
φρενοκομείο),πρόσωπα που η υγιής κοινωνία έχει θέσει στο
περιθώριο. Και η επαγγελματική τους απασχόληση είναι ανάλογα
περιθωριακή. Στο "Ένα παιδί απ' τη Θεσσαλονίκη" για παράδειγμα
υπάρχουν τρεις σκουπιδιάρηδες, ένας αφισοκαθαριστής και μια
καθαρίστρια δημόσιων WC.
Η πινακοθήκη αυτή των "ταπεινωμένων και καταφρονεμένων"
αναγκαστικά σε ένα μυθιστόρημα θα είναι πιο περιορισμένη. Πώς
θα έλυνε αυτό το πρόβλημα ο Δημητρίου;
Το έλυσε με τον καλύτερο τρόπο. Εφόσον τα πρόσωπα είναι
περιορισμένα, αυξάνει το πάθη τους, πολλαπλασιάζει τα επεισόδια
της δυστυχίας τους. Και επί πλέον κάνει μια πρόοδο:ενώ οι
ήρωες των διηγημάτων του ακροβατούν ανάμεσα στον οίκτο και
την αποστροφή μας, οι ήρωες του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου"
κερδίζουν την αμέριστη συμπάθειά μας. Ο αναγνώστης συμπάσχει
μ' αυτούς, συμμερίζεται τα βάσανα και τις δυστυχίες τους.
Για το σκοπό αυτό ο Δημητρίου χρησιμοποίησε ένα θέμα της
επικαιρότητας που έχει φορτιστεί συναισθηματικά από τα ΜΜΕ:το
θέμα των βορειοηπειρωτών. Η ιστορία του αναφέρεται στην
τραγική μοίρα μιας οικογένειας από την Ήπειρο.
Στο πρώτο μέρος η αφηγήτρια διηγείται τις περιπέτειες και
τις ταλαιπωρίες μιας ομάδας γυναικών που γυρνούσαν τα χωριά
ζητιανεύοντας τρόφιμα για να ζήσουν τα παιδιά τους στην
κατοχή. Στο δεύτερο μέρος η κόρη της, που αποκλείστηκε στην
Αλβανία, περιγράφει το δράμα των βορειοηπειρωτών κάτω από το
καθεστώς του Εμβέρ Χότζα. Στο τρίτο μέρος ο εγγονός της
περιγράφει το δράμα των μεταναστών στην Ελλάδα.
Υφολογικά, ο Δημητρίου κινείται στο πεζολογικό άκρο της
σύγχρονης πεζογραφίας, συναγωνιζόμενος σε πεζολογικότητα, σε
έλλειψη οποιωνδήποτε ρητορικών σχημάτων, τον κύριο εκπρόσωπο
του άκρου αυτού, τον Θανάση Βαλτινό. Το πρώτο μέρος άλλωστε του
έργου του θυμίζει έντονα, όχι μόνο υφολογικά αλλά και από την
άποψη του περιεχομένου, την "κάθοδο των εννιά". Η διάσταση
ανάμεσα στο ψυχρό και λιτό λόγο της αφήγησης και στη
συναισθηματική θέρμη που αναδίνουν τα γεγονότα, αυτή η
υποδήλωση (understatement), προκαλεί μια ιδιαίτερα έντονη
εντύπωση.
Οι πεζολόγοι συγγραφείς, αφού δεν μπορούν να τραβήξουν το
ενδιαφέρον του αναγνώστη με την ποιητικότητα της γλώσσας
τους, θα προσπαθήσουν να το τραβήξουν με την αφθονία και τη
συναρπαστικότητα των γεγονότων. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό
παράδειγμα, από την άποψη αυτή, είναι ο "Μακαβέτας" του
Απόστολου Δοξιάδη.
Τόσο τα διηγήματα όσο και το μυθιστόρημα του Δημητρίου,
ξεχειλίζουν από γεγονότα. Αυτό έχει σαν συνέπεια, όσον αφορά το
ρυθμό, να κυριαρχεί η περίληψη και η έλλειψη εις βάρος της
σκηνικής απόδοσης, της επιβράδυνσης και της παύσης. Όσον αφορά
το ρυθμό, επικρατεί ο μοναδικός (singular) τύπος αφήγησης:ένα
γεγονός, μια παρουσίαση. Ο επαναληπτικός τύπος, ένα γεγονός,
διάφορες παρουσιάσεις, σχεδόν ελλείπει, και ο συμπεριληπτικός
(iterative),διάφορα γεγονότα, μια παρουσίαση, κατάλληλος για
απόδοση γεγονότων βάθους, είναι πιο σπάνιος, καθώς το
ενδιαφέρον εστιάζεται στα μοναδικά και εξαιρετικά γεγονότα. Οι
αναχρονισμοί επίσης σπανίζουν. Στα διηγήματα μόνο υπάρχουν
κάποιες φορές ανακλήσεις σε γεγονότα εκτός πλαισίου του
μύθου, ο οποίος κινείται ευθύγραμμα, αν και πολλές φορές
δημιουργούν μ' αυτόν ένα αξεδιάλυτο σώμα.
Και ενώ οι διάλογοι στα διηγήματα σπανίζουν, στο μυθιστόρημα
καταλαμβάνουν μια σημαντική θέση. Αυτό έχει να κάνει και με τη
γλώσσα του έργου, που είναι το ηπειρώτικο ιδίωμα. Ενώ όσα έργα
γράφονται σε τοπική διάλεκτο έχουν κυρίως ηθογραφικούς
στόχους, ή μια λατρεία της ντοπιολαλιάς (παράδειγμα οι σε
κρητικό ιδίωμα "ιστορίες και θρύλοι της Κρήτης" του μελετητή
της κρητικής διαλέκτου Μιχάλη Καυκαλά),ο Δημητρίου φαίνεται
να ξεκινάει από την επιθυμία να προσδώσει μεγαλύτερη
ρεαλιστικότητα στην αφήγησή του. Και καθώς ο κυρίαρχος
χαρακτήρας της γλώσσας είναι επικοινωνιακός, όπως επιμένουν οι
σύγχρονοι γλωσσολόγοι, η ρεαλιστικότητα της γλώσσας θα
αναδειχθεί κυρίως μέσω του διαλόγου.
Από τη γλώσσα αυτή του Δημητρίου δημιουργούνται δυο
δευτερογενείς εντυπώσεις. Πρώτον, ότι στα βάσανα και στις
στενοχώριες που κατατρύχουν τους ανθρώπους υπάρχει ένα ίζημα
αμετάδοτο γλωσσικά. Δεύτερον, ότι πέρα από το σημαντικό της
περιεχόμενο η γλώσσα είναι φτιαγμένη από το ίδιο υλικό με τη
μουσική, από ήχους. Σ' αυτό το σημείο φαίνεται να συγκλίνει με
έναν εκπρόσωπο του άλλου άκρου της πεζογραφίας μας, του
ποιητικού, τον Βασίλη Γκουρογιάννη, ο οποίος στο έργο του "Το
ασημόχορτο ανθίζει" (όπου, παρεμπιπτόντως, αντλεί και αυτός το
θέμα του από τις ταλαιπωρίες των ηπειρωτών στον τελευταίο
πόλεμο) διακρίνεται για μια παρόμοια μουσική αίσθηση της
γλώσσας. Παραθέτει μάλιστα κομμάτια διαλόγων στα αρβανίτικα,
αμετάφραστα, γλώσσα την οποία, όπως δήλωσε ο ίδιος σε
συνέντευξή του, δεν γνωρίζει.
Τόσο το μυθιστόρημα του Δημητρίου όσο και τα διηγήματά του
μας δείχνουν ανάγλυφα κάτι που οι μελετητές της λογοτεχνίας
τείνουν να το ξεχνάνε. Ο πεζογράφος δεν είναι κυρίως
"λογοτέχνης", τεχνίτης του λόγου, αλλά προπαντός
μυθοπλάστης. Μόνο έτσι εξηγείται πως συγγραφείς που έχουν
κατηγορηθεί για την αντιλογοτεχνική (φτωχή, πεζολογική κ.λπ.)
γλώσσα τους αρέσουν σε ένα αρκετά ευρύ κοινό.
No comments:
Post a Comment