Νίκος Καζαντζάκης, Ξημερώνει
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 1997
Το "Ξημερώνει" είναι το πρώτο από τα τέσσερα "αστικά", όπως χαρακτηρίστηκαν, δράματα του Νίκου Καζαντζάκη, και αυτό που είχε τη μεγαλύτερη απήχηση. Γράφτηκε τον Αύγουστο του 1906, κάτω από το κράτος μιας έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Όπως εξομολογείται ο Καζαντζάκης στον Δημήτρη Καλογερόπουλο, εκδότη της "Πινακοθήκης" (όπου δημοσιεύτηκαν δύο πράξεις του έργου), έκλαιγε καθώς το έγραφε. Παρά τους δισταγμούς του για την αξία του, θα το υποβάλει τελικά στον Παντελίδειο διαγωνισμό. Εκεί θα κερδίσει το βραβείο, αλλά όχι και τη χρηματική αμοιβή των 1000 δραχμών, εξαιτίας των ανατρεπτικών ιδεών του. "Δίνουμε στον ποιητή το δάφνινο στεφάνι", θα πει στην εισήγηση του ο Σπυρίδων Λάμπρου, "μα τον διώχνουμε απ' αυτόν τον ιερό χώρο, παραφράζοντας τα λόγια του γιατρού στο έργο: ‘Εγώ συμφωνώ με τον Πλάτωνα. Να τους στεφανώσουμε (τους ποιητές) και να τους διώξουμε’".
Η υπόθεση του έργου είναι απλή. Η Λαλώ, (παρεμπιπτόντως αυτό το όνομα θα χρησιμοποιήσει και η Γαλάτεια σαν ψευδώνυμο, Λαλώ ντε Κάστρο) είναι ερωτευμένη με τον αδελφό του άνδρα της. Να αναπτύξουν κρυφά σχέσεις της φαίνεται ανεπίτρεπτο, όμως πάλι και να το σκάσει μαζί του δεν το τολμάει, αναλογιζόμενη τις συνέπειες της κοινωνικής κατακραυγής που θα έπεφταν πάνω στη Χρυσούλα, την κόρη της. Η φίλη της η Φωφώ τη συμβουλεύει να κάνε το βήμα που δεν τόλμησε η ίδια και να εγκαταλείψει τον άντρα της. Το ίδιο τη συμβουλεύει και ο γιατρός (μια συχνά επαναλαμβανόμενη φιγούρα σε έργα της εποχής, όπως στο "Θείο Βάνια" του Τσέχωφ, "Το κουκλόσπιτο" του Ίψεν κ.α.) φίλος της οικογένειας, ο οποίος στα νιάτα του περίμενε μια παρόμοια κίνηση από τη μητέρα της Λαλώς. Ο γιατρός αυτός αποτελεί και τον εκφραστή της καινούργιας ηθικής. Με μια συζήτηση που έχει με τον Φίλιππο, τον αγαπημένο της Λαλώς, ο οποίος σαν ποιητής φαίνεται να εκφράζει παρωχημένες αντιλήψεις στη σφαίρα της ποίησης, όπως και η Λαλώ στη σφαίρα της ηθικής με τις αναστολές της, αναπτύσσει γεμάτος πάθος και με ένα προφητικό τόνο στο λόγο του, που θυμίζει το "Τάδε έφη Ζαρατούστρα, τις "ανατρεπτικές" αντιλήψεις του, που συνιστούν και τον ιδεολογικό ορίζοντα του έργου. "Αφίσετε τον ουρανό, μην υμνείτε πλεια τη μελαγχολία που χύνουν οι δύσες των ήλιων και τα παράπονα που αναστενάζει η θάλασσα, μην υμνείτε πλεια την αγάπη την υστερική και ψεύτρα, τη διεφθαρμένη από θρησκευτικές εκστάσεις κι επιπόλαιες ρομαντικότητες και ψάλλετε μας την αγάπη την αληθινή και τη χαρά της ζωής και τις ανατολές του ήλιου και την ευτυχία του μέλλοντος όταν ξετιναχτούν από πάνω μας και γκρεμιστούνε χάμαι οι προλήψεις και οι ψεύτικες συνθήκες της κοινωνίας τώρα, όταν οι φυσικοί και κοινωνικοί νόμοι σμίξουν και γίνουν ένα.
(Εξακολουθεί επί μάλλον εμπνευσμένος). Μάθετέ μας πως η χαρά είναι καθήκον και η ευτυχία δικαίωμα δικό μας, Χαιρετίζετε πρώτοι το ξημέρωμα κάθε καινούργιας ιδέας και σκορπάτε την σε ήχους και σε φως κάτω στις πεδιάδες... Οι καρδιές σας θα πηγαίνουν μπροστά και θα καίονται αλλά και θα φωτίζουν και θα δείχνουν τον ανήφορο που φέρνει στην Αλήθεια. Και θ' ανεβαίνομε όλοι μαζί απάνω στο Βουνό. Και θα μας φέρετε μια μέρα, ένα Πρωί, απάνω στην Κορφή και θα ιδούμε γύρω μας τους ορίζοντες ολάνοιχτους και θ' αναπνεύσομε τον αγέρα που δεν εμολύναν οι αναπνοές των πεδιάδων... Θάναι το Μεγάλο Ξημέρωμα. Και τότε θα χτίσουμε όλοι μαζί ένα Ναό-γίγαντα, να μπορεί να χωρέσει όλη την ανθρωπότητα, περήφανο κι ασάλευτο απάνω στους Βράχους και θα τον αφιερώσομε στην Αλήθεια και στην Ευτυχία. Και θα σημάνομε τις καμπάνες και θ' αναγγείλομε στα άστρα τη νίκη του ανθρώπου".
Ο έρωτας της Λαλώς δεν είναι ένα εξιδανικευμένο, αναιμικό ρομαντικό αίσθημα, είναι ένα αίσθημα αισθησιακό, όπως της Αρετούσας για τον Ερωτόκριτο. Σε μια συζήτηση με τη Φωφώ λέει χαρακτηριστικά: "Ω! αν είναι αυτή η αγάπη, είναι μαρτύριο του κορμιού, είναι αποσύνθεση του οργανισμού μας όλου, άγρια εξέγερση των ενστίκτων και των φυσικών νόμων από το ένα μέρος, όλων των κοινωνικών νόμων από το άλλο.... Πού είναι η αλήθεια;" αναρωτιέται σαν τον Τεύκρο στην "Ελένη" του Σεφέρη. Για τον ποιητή όμως είναι ξεκάθαρο που είναι η αλήθεια. Όπως οι σοφιστές, όπως οι Λοκ, Χόμπς και Ρουσσώ, όπως, διστακτικά, ο Φρόιντ και πιο απερίφραστα οι φιλόσοφοι της σχολής της Φρανκφούρτης, Ράιχ, Μαρκούζε κλπ, προκρίνει τους φυσικούς νόμους, τους νόμους των ενστίκτων.
Στο δίλημμα της Λαλώς έχουν βρεθεί πολλές ηρωίδες, πραγματικές και μυθιστορηματικές (Μαντάμ Μποβαρύ, Άννα Καρένινα, Άννα στο "Χρονικό μιας μοιχείας" της Μάρως Βαμβουνάκη), όμως, από τις μυθιστορηματικές τουλάχιστον, μόνο η Λαλώ θα αυτοκτονήσει πριν προχωρήσει στην ολοκλήρωση των σχέσεών της με εκείνον που αγαπά, για να ξεφύγει από ένα ηθικό δίλημμα, και όχι από τον σπαραγμό της εγκατάλειψης. Τελικά ο αμοραλισμός του έργου βρίσκεται μόνο στο επίπεδο των ιδεών, και προφανώς των προθέσεων του Καζαντζάκη, ενώ από την άποψη του μύθου, που αποκαλύπτει ένα ισχυρά ανθιστάμενο υπερεγώ στο υποσυνείδητο του συγγραφέα, το έργο είναι ολότελα μοραλιστικό' όχι μόνο, όπως επισημαίνει ο Ξενόπουλος, επειδή ο γιατρός συμβουλεύει τη Λαλώ να ομολογήσει τίμια την κατάσταση στον άντρα της και να ζητήσει διαζύγιο, αλλά κυρίως γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η αυτοκτονία της Λαλώς δικαιώνει την κυρίαρχη ηθική, αναδεικνύοντας τη δύναμή της.
Η αυτοκτονία της Λαλώς θα μπορούσε να διαβαστεί και με άλλους τρόπους πέρα από τον ψυχαναλυτικό, π.χ. κοινωνιολογικό. Έχει ειπωθεί ήδη ότι η αυτοκτονία της Λαλώς εκφράζει ότι το κοινό της εποχής εκείνης δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί τέτοιες καταστάσεις. Ακόμη μπορεί να οφείλεται σε μια καθαρά δραματική σύμβαση, ένας ήρωας να πεθαίνει, και ο Καζαντζάκης διάλεξε αυτή σαν πιο κατάλληλη. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι συμπλέκονται και οι τρεις αυτοί παράγοντες.
Το έργο, αφού απορρίφθηκε από το θίασο του Συντάγματος, γιατί ο Καζαντζάκης αρνήθηκε να κάνει κάποιες τροποποιήσεις, ανεβάστηκε τελικά στο θέατρο Αθήναιο, σε σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου, σε τέσσερις παραστάσεις 7, 8, 9 και 10 Ιουλίου 1907, αριθμός που πλησιάζει το μέσο όρο των παραστάσεων εκείνης της εποχής. (Παρεμπιπτόντως, το ρόλο του Σταύρου, του άντρα της Φωφώς, τον έπαιζε ένας Ν. Βαρβέρης, μάλλον μακρινός πρόγονος του εκδότη των Κρητικών Επικαίρων).
Το έργο επικρίθηκε για τις σκηνικές του αδυναμίες, αν και αναγνωρίστηκε το ποιητικό - λογοτεχνικό ταλέντο του συγγραφέα. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο Εμπρός της 9ης Ιουλίου 1907 γράφει ότι το Ξημερώνει έχει όλες τις αδυναμίες των έργων των οποίων ο συγγραφέας, στη λαχτάρα του να υποστηρίξει νέες ιδέες, ξεχνά ότι παίζεται στη σκηνή.
Παρολαυτά, πιστεύω, το τρίτο μέρος του έργου είναι έξοχα θεατρικό. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας μια τεχνική απόκρυψης και δισημίας, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο τραγικό αίσθημα. Η Λαλώ, αποφασισμένη να αυτοκτονήσει, μιλάει για αναχώρηση, την οποία ο Φίλιππος παρερμηνεύει σαν απόφαση να φύγει επί τέλους μαζί του. Επίσης μιλάει στους δικούς της για την προφητεία μιας τσιγγάνας, ότι θα πέθαινε το ίδιο βράδυ, και παίζει τάχα το παιχνίδι ενός ψεύτικου αποχαιρετισμού για χάρη της συγκίνησης. Κανείς δεν υποψιάζεται ότι πρόκειται για ένα αληθινό αποχαιρετιστήριο.... Ξημερώνοντας, η Λαλώ ξεψυχά στην αγκαλιά του Φιλίππου.
Το έργο δεν είναι γραμμένο σε μια καθαρή δημοτική. Παρεισφρέουν αρκετά λόγια στοιχεία. Ο Νουμάς θα κατηγορήσει τον Κάρμα Νιρβαμή (το ψευδώνυμο του Νίκου Καζαντζάκη) ότι κρατείται μακριά από τον αγώνα των καθαρολόγων ενάντια στους καθαρευουσιάνους. Όμως ο Καζαντζάκης δεν θεωρεί τη γλώσσα σαν αντικείμενο πολεμικής, αλλά σαν εργαλείο. Εργαλείο για να εκφράσει τις αντιλήψεις του, αντιλήψεις πρωτοπόρες για την εποχή του.
No comments:
Post a Comment