Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Γλωσσαλγήματα, Αθήνα 1997, έκδοση Γενναδείου Σχολής, σελ. 367.
Φιλολογική, τ. 60, Ιούλ.-Σεπτ. 1997
Τα Γλωσσαλγήματα είναι ο δεύτερος συγκεντρωτικός τόμος με μελέτες του καθηγητή γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, δημοσιευμένες σε διάφορα έντυπα, οι περισσότερες από τις οποίες αποτελούν ανακοινώσεις σε διάφορα συνέδρια.
Ο θεματικός πλούτος και μόνο αποδεικνύει την ευρυμάθεια του συγγραφέα, ο οποίος κινείται με άνεση, χάρη στην επιστημονική του υπερεπάρκεια, σε μια σειρά χώρους.
Στο «γλωσσολογικές θεωρίες για τη γλώσσα», παρόλο που αποτελεί μια σύντομη εισαγωγή σε ένα θέμα που χρειάζονται τόμοι για να εξαντληθεί, όχι μόνο δίνει με σαφήνεια και ακρίβεια την κάθε γλωσσολογική θεωρία, αλλά προβαίνει και σε ουσιαστικότατες παρατηρήσεις και κρίσεις.
Το ίδιο οξυδερκείς είναι και οι παρατηρήσεις του για τους γλωσσικούς άτλαντες, τις οποίες αναπτύσσει παρουσιάζοντας τον γλωσσικό άτλαντα του Νικολάου Κοντοσόπουλου, που αναφέρεται στην Κρήτη. Παρά τις ανεπάρκειες που εντοπίζει, δεν παραλείπει να επαινέσει την αξιόλογη αυτή προσπάθεια.
Το θέμα της γλωσσικής παρακμής είναι από τα πιο συζητημένα στα media τις μέρες μας. Ο κ. Χαραλαμπάκης δεν συμμερίζεται την απαισιοδοξία των όσων δυσανασχετούν για την ξενική γλωσσική εισβολή, και μας αναφέρει ότι η μεμψιμοιρία για τη γλωσσική παρακμή δεν είναι σημερινό φαινόμενο, προϊόν της περιθωριοποίησης της γλώσσας μας και θύμα της εισβολής της αγγλικής (η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει αλώσει το 10% της ιαπωνικής), αλλά και όταν η ελληνική ήταν παγκόσμια γλώσσα στην αρχαιότητα. Τότε ο κίνδυνος προερχόταν από τους βαρβαρισμούς ανθρώπων που την χειρίζονταν ανεπιτυχώς ως δεύτερη γλώσσα.
Η σημασιολογική ανάλυση των ρημάτων κίνησης και η συνθετική μεγέθυνση στην ελληνική γλώσσα αποτελούν από τις πιο εμβριθείς μελέτες της συλλογής.
Μιλώντας για τη διδασκαλία και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η λογοτεχνία διδάσκεται για λόγους αισθητικής και όχι γλωσσικής διδασκαλίας. Όντως πολλά λογοτεχνικά κείμενα, αξιόλογων συγγραφέων, δεν ενδείκνυνται για γλωσσική διδασκαλία. Υπάρχουν όμως πολλά άλλα που ενδείκνυνται, και αυτά θα πρέπει να προτιμούν οι ανθολόγοι, ώστε να επιτυγχάνονται και οι δυο στόχοι ταυτόχρονα.
Το πιο ιδιάζον χαρακτηριστικό της υπερρεαλιστικής ποίησης είναι η γλώσσα, και στη γλώσσα αυτή ο Χαραλαμπάκης αφιερώνει μια εκτενή μελέτη, όπως επίσης και στη γλώσσα του παιδικού βιβλίου. Η συλλογή κλίνει με τα πορτραίτα τριών διακεκριμένων ελλήνων γλωσσολόγων, του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, του Νικολάου Τωμαδάκη και του Δημήτρη Γεωργακά, ο οποίος υπήρξε καθηγητής γλωσσολογίας σε διάφορα αμερικάνικα πανεπιστήμια.
Σίγουρα το πιο πρωτότυπο κείμενο της συλλογής είναι τα σχόλια σε μια μαθητική έκθεση, όπου επισημαίνεται το πρόβλημα μιας υποσυνείδητης συμμόρφωσης τόσο των μαθητών όσο και των βαθμολογητών σε μια νόρμα, την οποία ελάχιστοι τολμούν να παραβιάσουν. Οι συνέπειες βέβαια σε περίπτωση παραβίασής της είναι πολύ
μεγαλύτερες για το μαθητή, όπως σ’ εκείνη της σχολιαζόμενης έκθεσης. Για τους
εκπαιδευτικούς ουσιαστικά καμιά. Αφού λοιπόν δεν χρειάζεται «αρετή και τόλμη», γιατί τόση στενότητα αντίληψης από τους εκπαιδευτικούς; Εγώ, όντας κριτικός λογοτεχνίας, χαιρόμουν, ως διορθωτής σε βαθμολογικό κέντρο, να συναντώ τέτοιες «ανοίκειες» λογοτεχνικές ανάσες, και τις βαθμολογούσα ανάλογα, αδιαφορώντας για τον μπαμπούλα της διαφοράς βαθμολογίας με τον άλλο βαθμολογητή, που πιθανότατα θα ήταν πιστός στη νόρμα.
Συμμερίζομαι τη μη απαισιόδοξη στάση απέναντι στο μέλλον της ελληνικής
γλώσσας που έχει ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τις καταστροφολογικές προβλέψεις, μεταξύ άλλων και του Νίκου Καζαντζάκη, που πίστευε ότι σε 500 χρόνια η ελληνική γλώσσα θα έχει εξαφανιστεί (να πιέστηκε άραγε να ανεβάσει την ποιότητα του έργου του από αυτή τη ζοφερή πρόβλεψη, ώστε να σωθεί τουλάχιστον σε μετάφραση;).
Διαφωνώ όμως σε μια επί μέρους πρόβλεψη:
«Κάποιοι ρομαντικοί λογοτέχνες που αποτολμούν σήμερα τη συγγραφή έργων τους (κυρίως ποίηση και θέατρο) σε αμιγή διάλεκτο θα αποτελούν σε λίγες δεκαετίες μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος». (σελ. 211).
Ως βιβλιοκριτικός στα «Κρητικά Επίκαιρα» τολμώ να διατυπώσω μια αντίθετη άποψη, τουλάχιστον όσον αφορά την κρητική διάλεκτο. Πολλοί Κρήτες λογοτέχνες, και μάλιστα πεζογράφοι, βλέποντας την κρητική διάλεκτο να αλώνεται από την νεοελληνική κοινή, γράφουν πεισματικά στο πιο αμιγές κρητικό ιδίωμα, κόντρα στη φόρα των εξελίξεων, σε μια ανέλπιδα και καταδικασμένη προσπάθεια διάσωσης της κρητικής διαλέκτου. Η τάση αυτή είναι υπεύθυνη για μια αναγεννώμενη κρητική νεοηθογραφία. Και δεν υπάρχουν μόνο λογοτέχνες που ακολουθούν αυτή την τάση, αλλά και θεωρητικοί, όπως ο Μιχάλης Καυκαλάς, ο οποίος από τη θέση του ως κριτού μαντινάδας κατεύθυνε επί χρόνια τους μαντιναδολόγους στα «Κρητικά Επίκαιρα». Το μόνο που δεν μπορώ να προβλέψω είναι μέχρι πού φτάνει το μέλλον αυτής της αναζωπυρωμένης τάσης.
No comments:
Post a Comment