Nίκος Καζαντζάκης, “Φασγά”
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Δεκέμβρης 1997
Το “Φασγά” είναι το δεύτερο θεατρικό έργο που υπέβαλλε o Νίκος Καζαντζάκης στον Παντελίδειο διαγωνισμό το 1908, δεκατέσσερις μόλις μέρες αφού έστειλε το “Έως πότε”.
Το έργο αυτό αποτελεί την αντίθεση του “Τελευταίου πειρασμού”, που θα γράψει ο παγκόσμια γνωστός τότε συγγραφέας σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα. Η προβληματική και στα δυο έργα είναι η ίδια: Η φύση και η μοίρα του ξεχωριστού ανθρώπου, και το δίλημμα της επιλογής που έχει να κάνει. Όμως ο Καζαντζάκης δίνει εδώ διαμετρικά αντίθετη απάντηση απ’ αυτή που έδωσε στον “Τελευταίο πειρασμό”.
Στο “Φασγά” ο “ξεχωριστός άνθρωπος”, ο Λώρης, θεατρικός συγγραφέας και άθεος, που εμφορείται από πρωτοποριακές ιδέες, εγκαταλείπει τη γήινη ευτυχία που του προσφέρει η απλή, θρησκευόμενη γυναίκα του Μαρία, ακολουθώντας την Ελένη, μια ελληνική εκδοχή της Έντα Γκάμπλερ, που τον σπρώχνει στην κορυφή της συγγραφικής δόξας και της προσφοράς προς την ανθρωπότητα.
Το αποτέλεσμα, στο δεύτερο μέρος του έργου, είναι η δυστυχία. Η ζωή που κάνει δεν φαίνεται να τον ικανοποιεί. Και παρά την αγάπη που εκφράζει στα έργα του για τον άνθρωπο, οι εργάτες τον αντιμετωπίζουν εχθρικά. Περνώντας έξω από το σπίτι του μια ομάδα εργατών που μόλις σκολούν από τη δουλειά τους, την ώρα που ετοιμαζόταν να πάει στα εγκαίνια ενός θεάτρου, πετροβολούν το παράθυρο. Γίνεται ένας “εχθρός του λαού”, όπως ο αντίστοιχος ήρωας του Ίψεν. Όμως αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει αυτή τη ζωή επιστρέφοντας στην πρώτη του γυναίκα και στο ετοιμοθάνατο παιδί του.
Εδώ βλέπουμε την αποσύνθεση εκείνης της ιδιόμορφης σύνθεσης του σοσιαλισμού με τον νιτσεϊσμό, του λαϊκού αγωνιστή με τον υπεράνθρωπο, δυο δρώσες δυνάμεις σε ένα πρόσωπο, που εισάγει ο Γιάννης Καμπύσης για πρώτη φορά στο έργο του “Κούρδοι”(1897) και θα ακολουθήσουν και άλλοι δραματουργοί, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα του αστικού δράματος που καθιερώνονται στην Ελλάδα από τον ίδιο και τους άλλους συγγραφείς του είδους (Δ. Ταγκόπουλος, Σπ. Μελάς, κ.ά), για να εγκαταλειφθεί στη συνέχεια. Το έργο αυτό του Καζαντζάκη δείχνει αυτή τη μετάβαση, αλλά και τη στροφή που έχει κάνει ο ίδιος ακολουθώντας το όραμα του υπεράνθρωπου, με τα χαρακτηριστικά του οποίου θα ντύσει όλους τους μεταγενέστερους ήρωές του, Κολόμβο, Χριστό, Βούδα, κ.λπ., ακόμα και τον Λένιν.
Στο τρίτο μέρος βλέπουμε την πτώση και την καταστροφή. Ο Λώρης έχει γίνει αλκοολικός, περίγελος των ανθρώπων της ταβέρνας. Η Μαρία έρχεται να του συμπαρασταθεί αλλά είναι αργά. Ο Λώρης πεθαίνει.
Το «Φασγά» δεν αποτελεί αντίθεση μόνο στον «Τελευταίο Πειρασμό», αλλά και στο «Ξημερώνει», έργο που υποβλήθηκε την προηγούμενη χρονιά στον ίδιο διαγωνισμό, και παρά το ότι επαινέθηκε, αντιμετωπίσθηκε κριτικά από την επιτροπή.
Ενώ το «Ξημερώνει» με τον τίτλο του υποδηλώνει την ανατολή μιας νέας εποχής που οι άνθρωποι θα έχουν ξεπεράσει τις τετριμμένες προκαταλήψεις και αξίες, το «Φασγά», ως διακείμενο, παραπέμπει στις υψηλές, απάτητες κορφές που στοχεύει ο ξεχωριστός άνθρωπος, όπως ο βιβλικός Μωυσής.
Υπάρχει αντίθεση και ως προς τα πρόσωπα. Ο φορέας του νέου στο «Ξημερώνει» είναι γυναίκα, ενώ στο «Φασγά» άντρας.
Υπάρχει όμως μια πιο ουσιαστική διαφορά. Η ιδέα που προβάλλεται στο «Ξημερώνει» αξιώνεται, ενώ η ιδέα που προβάλλεται στο «Φασγά» απαξιώνεται. Ο Καζαντζάκης υποβάλλει αυτή την προτιθέμενη προοπτική πρόσληψης με το να παρουσιάζει αρνητικά τους ήρωες φορείς της. Υπερβολικά ειρωνική η Ελένη, υπερβολικά σκληρός απέναντι στη Μαρία, και προ παντός απέναντι στα παιδιά του, ο Λώρης.
Κατά τα άλλα, και τα δυο έργα τοποθετούνται στην απαρχή του αστικού δράματος που αρχίζει να αναπτύσσεται στην Ελλάδα στις αρχές του αιώνα, κάτω από την επίδραση του Ίψεν, του Στρίνμπεργκ και άλλων βόρειων συγγραφέων, χρωματισμένο όμως, ως θέατρο ιδεών, με τις πνευματικές αναζητήσεις της εποχής, επηρεασμένες από την Νιτσεϊκή κοσμοθεωρία και από την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος.
Το θέατρο, λόγω των ειδολογικών του περιορισμών, είναι αρκετά σχηματικό στην αναπαράσταση του περιβάλλοντος και στη διαγραφή των χαρακτήρων σε σχέση με το μυθιστόρημα, και οι διάλογοί του είναι λιγότερο ρεαλιστικοί. Αναπόφευκτα το “θέατρο ιδεών” της εποχής εκείνης γίνεται ακόμη σχηματικότερο. Ο Καζαντζάκης για να εικονογραφήσει πιο πλέρια την ιδέα του οδηγείται στην υπερβολή των γεγονότων (π.χ. ο Λώρης πηγαίνει στο νοσοκομείο για να δει τον πόνο των ανθρώπων και να τον αποτυπώσει καλύτερα στα έργα του). Ο διάλογος επίσης σε αρκετά μέρη φαίνεται αφύσικος.
Ένα τμήμα από το τρίτο μέρος αποτελεί ένα ονειρόδραμα, ανάλογο με αυτό που βλέπουμε στο “Δαχτυλίδι της μάνας” του πρώτου διδάξαντος Γιάννη Καμπύση, μια δραματοποίηση παραισθήσεων που έχει ο αλκοολικός ήρωας. Ο “χορός των παραισθήσεων”, ένας χορός γυναικών, αρθρώνει το ιδεολογικό στίγμα του έργου: “Η με τα μωβ: Όλες οι σκέψεις των σοφών δεν αξίζουνε την ανεμώνη του βουνού που δίνει τη γύμνια της στον ήλιο και παραδίνεται στον αγέρα τη νύχτα κάτω από το φεγγάρι - και κλει τα μπράτσα της το μεσημέρι να μην αφήσει τη μέλισσα να βγει. Η με τα κόκκινα: Όλες οι σκέψεις των σοφών δεν αξίζουν ένα φιλί πάνω στο στόμα” (σελ. 254).
Ο Καζαντζάκης είναι σαν να αναλογίζεται με φρίκη το δικό του δρόμο. Το έργο του αυτό λες και αποτελεί ένα ξόρκι στην ασκητική ζωή του πνευματικού ανθρώπου και του διανοητή που τον περιμένει. Ο Καζαντζάκης, όπως ο Χριστός στον “Τελευταίο πειρασμό”, ταλανίζεται από το δίλημμα. Την απάντηση που έχει δώσει την ξέρουμε ήδη από το μεταγενέστερο έργο του και τη ζωή του. Εδώ δίνει την απάντηση εκείνη που θα ικανοποιούσε την κριτική επιτροπή του Παντελίδειου διαγωνισμού, όπου υπέβαλλε το έργο. Έτσι κι αλλιώς, ένα βραβείο ή ένας έπαινος για μια δεύτερη συνεχή χρονιά (την προηγούμενη είχε επαινεθεί με το “Ξημερώνει”) θα πήγαινε πολύ.
No comments:
Post a Comment