Μανόλης Πρατικάκης, Αφημένα ήσυχα στη χλόη, Γαβριηλίδης 1999, σελ. 72
Κρητικά Επίκαιρα Μάης 2000 και Αντί, τ. 718-719, 21 Ιουλ-6 Σεπτ., Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ. 35, Ιούλιος 2000
Με την ποιητική συλλογή «Αφημένα ήσυχα στη χλόη» ο Πρατικάκης συμπληρώνει, μέσα σε 25 χρόνια, 13 ποιητικές συλλογές. Πολυγραφότατος για τα ποιητικά δεδομένα, χωρίς να είναι αφθονογραφότατος, αποτελεί μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές όχι μόνο της γενιάς του αλλά και ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης.
Ο τίτλος της συλλογής, παρόλο που είναι τμήμα τίτλου ενός από τα ποιήματά της, μετωνυμικά χαρακτηρίζει όχι μόνο την ίδια, αλλά και το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής, μιας παραγωγής που ακολουθεί την πορεία που διαγράφει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία «από το μέγιστο στο ελάχιστο», όπως επισημαίνει μιλώντας για τη λογοτεχνία ένας άνθρωπος του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρο, ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο ομότιτλο έργο του (εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία, 1993). Η έκπτωση των «μεγάλων αφηγήσεων» στη μεταμοντέρνα εποχή δεν είναι δείγμα παρακμής αλλά μιας ευτυχισμένης αυτάρκειας με το καθημερινό, το «ελάχιστο». «…λατρεύοντας το ελάχιστο, ο παράδεισος κατεβαίνει στη γη κι αφαιρεί απ’ την πλάση όλα εκείνα τα περιττά που την κάνουν αβίωτη», παραθέτει ο Καραμπελιάς από το «Τέλος του χρυσού φεγγαριού» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη (σελ. 101). «Η μαγεία της μη διεκδίκησης», τίτλος μιας άλλης ποιητικής συλλογής του Μανόλη Πρατικάκη (1990) δίνει επίσης το στίγμα της ποίησής του. Ο ποιητής δεν έχει ανάγκη να διεκδικήσει αυτό που ήδη κατέχει, αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα, όπως θα ’λεγε ο Ελύτης, την παράδοση του οποίου φαίνεται να ακολουθεί. Ο ευτυχισμένος λυρισμός του αγκαλιάζει το κυμάτισμα του Λυβικού και μια πυρπολημένη από ένα πάμφωτο ήλιο ύπαιθρο («Η ζέστη έτρωγε τα χόρτα σαν ένα κοπάδι αόρατων προβάτων», σελ. 62), που όσοι ζούνε στα νότια παράλια της Κρήτης γνωρίζουν πολύ καλά.
Όμως ο Πρατικάκης δεν είναι τοπιογράφος, αρκαδιστής της ποίησης. Το βλέμμα του εστιάζεται σε συγκεκριμένα αντικείμενα, απομονώνοντάς τα από το γύρω χώρο, τα οποία εικονογραφεί σε μια ποιητική «οντοφάνεια» (άλλος τίτλος συλλογής του ποιητή, 1988), που όμως δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό. Τα όντα φανερώνονται όχι σπάζοντας την κρούστα του φαίνεσθαι για να φανεί το όντως ον, αλλά αναδεικνύοντας το πυκνό πλέγμα των σχέσεών τους απ’ όπου αντλούν ένα βαθύτερο νόημα. «Κάθε σκαλί», γράφει για τη σκάλα ο ποιητής, «είναι ένας αναβαθμός, είναι μια κάθετη κίνηση του Είναι προς τους άγνωστους ζόφους του, δηλαδή τη νιότη του… Ενώνει το αύριο με τον μεσαίωνα… Κυρίως τα σκαλιά προς τα κάτω είναι ένας χθόνιος στρόβιλος καταγωγής» (σελ. 52).
Το λαγήνι, τα τζιτζίκια, το χορτάρι, το άρρητο ζώο (αποφεύγει την κακοφωνία του σκαντζόχοιρου ο ποιητής) είναι αντικείμενα της γενέθλιας γης. «Ο τόπος μου» μπαίνει άλλωστε ως πρώτο ποίημα της συλλογής, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την φόρτιση που δίνει στην ψυχή του ποιητή ως πηγή έμπνευσης (αποτέλεσε μάλιστα και το θέμα της εισήγησής μου σε τιμητική βραδιά για τον ποιητή στη γενέτειρά του, στην γενέτειρά μας, την Ιεράπετρα, το καλοκαίρι του 1999).
Όμως δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Τον μαγεύει η παρθένα φύση που δεν την άγγιξε ακόμα ο πολιτισμός, όπως είναι η αφρικανική ζούγκλα. «Οι ακόμα άπαιχτες σονάτες της Κένυας» «Η αντιλόπη», «Η καμήλα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ» είναι χαρακτηριστικά ποιήματα της συλλογής.
«Κάποτε η φύση συμπληρώνει. Σκεπάζει με μεγάλα φύλλα χλωροφύλλης τα ερείπια» γράφει στον «Βιότοπο» (σελ. 13). Τις μείζονες επεμβάσεις του ανθρώπου στη φύση ο ποιητής φαίνεται ελάχιστα να τις επικροτεί. «Μέσα στην εξέλιξη οι δρόμοι αισθάνονται την πίσσα σαν το κατάμαυρο σκέπασμα της κόλασης. Αλλά οι χωματόδρομοι είναι αληθινές νωπογραφίες. Τι λέω, αυγοτέμπερες, με το ιθαγενές πινέλο της μεγαλοφυΐας σε μαγικό μεροκάματο. Με ορατά επάνω τα πατήματα των αγριμιών και των ανθρώπων» γράφει στο ποίημα «Οι λακκούβες» (σελ. 25-26).
Ο ευτυχισμένος λυρισμός του ποιητή φαίνεται ίσως πιο εντυπωσιακά στα ερωτικά ποιήματα της συλλογής, μοναδικά στην νεοελληνική γραμματεία. «Το τελευταίο σου ρούχο/ είναι η καλύπτρα του φανταστικού./ Το αφήνεις ρόδινο να πέσει σαν δεύτερο δέρμα στο παρκέ. Ακούγεται/ Μάλερ• παλαιοί άνεμοι τρέμουν. Τα μακριά/ μαλλιά σου μεταφράζουν το αειθαλές. Τα ωραία σου στήθη συμπυκνώνουν/ του πυθμένα το πλαγκτόν./ Μέσα στη λάμψη τους απορροφούν όλο το μαύρο.» (σελ. 37).
Ο Πρατικάκης δεν μένει απαθής στον διάχυτο ερωτισμό των σημερινών θηλυκών αμαζόνων, πάνω σε μηχανές μεγάλου κυβισμού. Στο ποίημα «Και όμως, οι αθάνατοι μαγνήτες του μύθου» γράφει: «Κι εκεί πάνω λάμπει με το βαθύ μενεξεδί/ της τζάκετ. Με τα μακριά αστροφώτιστα/ μαλλιά της στον αέρα. Με το ζουμερό κορμί της/ σφηνωμένο στου εύοσμου κινδύνου/ τα εξαβάλβιδα λαγόνια…. /Ακούει μάγισσας τραγούδι, μαρσάροντας/ Χάρλεϋ» (σελ. 45).
Θα άξιζε μια συγκριτολογική προσέγγιση αυτού του ποιήματος με το διήγημα «Ροζ βέσπα με παρμπρίζ» από τη συλλογή «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (Καστανιώτης, 1992). Εμείς θα παραθέσουμε απλά το παρακάτω απόσπασμα: «Όμως η βέσπα συνεχίσει την πορεία της, ένδοξη και ευπαθής και αποφασισμένη και άνετη, μια βέσπα θηλυκή όπως και η αναβάτις, περήφανη προβαίνει… συνεχίζει, έχοντας εξασφαλισμένη την αλληλεγγύη των ποιητών…» (σελ. 59-60). Του Μανόλη Πρατικάκη σίγουρα.
Νεολογισμοί επιθέτων όπως «το χόρτο χόρτινα μιλούσε» (σελ. 24), «οι χήνες μ’ ένα χήνειο πέταγμα» (σελ. 9), που ανιχνεύονται και σε προηγούμενες συλλογές, προσωπικό υφολογικό γνώρισμα της ποίησής του, αναδεικνύουν θεματολογικά τα όντα στη μοναδικότητά τους, σ’ αυτή την ταυτολογική περιγραφή.
Ένα άλλο υφολογικό χαρακτηριστικό του Πρατικάκη είναι η απότιση φόρου τιμής στην παράδοση. Το ποίημα το αφιερωμένο στο Σολωμό είναι σε παραδοσιακές στιχουργικές φόρμες: «Τέτοιο ανάστημα δεν είδα, μοναχός του μια πατρίδα./ Συντριμμένος στα χαλίκια προχωράει/ για την αιωνιότητα που μόλις τον χωράει.» (σελ. 57).
Στο «Χωρίς έστω ένα μπλάνκο για τα έναστρα λάθη» εισχωρούν καβαφικοί στίχοι: «Για τούτο θαρρώ η ζωή ταπεινά του απονέμει/ τον έπαινο των άστρων και των σοφιστών./ Τα δύσκολα και τα ανεκτίμητα εύγε.» (σελ. 67). Στο ίδιο ποίημα βλέπουμε δυο κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, παλιά πυκνότεροι στην ποίησή του. Ο πρώτος κορνάρειας προέλευσης («τα ’κρυβε ξεχωστήκανε, τα σκέπαζε φανήκαν») και το δεύτερο σολωμικής («Το βρέφος ψάχνει το βυζί κι η μάνα το κατέχει»).
Ένα ζευγάρι παλιά χωριάτικα παπούτσια «αφημένα ήσυχα στη χλόη» εμπλουτίζουν την οντολογία του ποιητή. Ο πίνακας του Βαν Γκογκ αποτελεί την πηγή έμπνευσης, όμως αφετηρία είναι γνώριμες εικόνες από γνώριμα παπούτσια: Του πατέρα; Της μάνας;
Η συλλογή κλείνει με το «Ως πέρα το δέντρο της οικογένειας». Η λατρεία του γενέθλιου τόπου είναι άρρηκτα δεμένη με μια οικογενειολατρεία, μια πιο περιορισμένη δηλαδή προγονολατρεία. Στην μητέρα και τον πατέρα έχει αφιερώσει ξεχωριστά ποιήματα σε προηγούμενες συλλογές του. Εδώ ποζάρει όλη η οικογένεια, σ’ ένα φόντο από κοκκινόχωμα που «έφεγγε αποδιαφώτιστα»!
Πόσο φυσικά και άνετα ταιριάζει αυτή η αθησαύριστη κρητική λέξη στο στίχο, χωρίς εκείνη την εξεζητημένη λεξιλαγνεία που παρατηρούμε συχνά στον Καζαντζάκη.
Η ποίηση του Πρατικάκη, απαλλαγμένη από υπαρξιακά άγχη και πολιτικές εμμονές, χαρακτηρίζει ίσως καλύτερα από κάθε άλλη το πνεύμα της εποχής μας. Ψάλλει το τραγούδι της ευτυχισμένη και αισιόδοξη, μαγεμένη από την άχρονη παρουσία των όντων.
No comments:
Post a Comment