Μίμης Ανδρουλάκης, Η γυναίκα της όγδοης μέρας, Καστανιώτης, 2001
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 2002
Η γυναίκα της όγδοης μέρας είναι το έκτο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν απ’ αυτές τις εκδόσεις ανήκουν στην «μεταπολιτική» περίοδο του συγγραφέα, μετά την αποτυχία της κάθαρσης και παραπέρα την αποτυχία της άρσης του δικομματισμού, που τον οδήγησε στην αποχώρηση από την ενεργό πολιτική. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, όμως και εδώ, όπως και στο «Mν», το προηγούμενο έργο του που προκάλεσε τόσο σάλο, ο αφηγηματικός ιστός είναι υποτυπώδης και αποτελεί απλά το πρόσχημα για να αναπτύξει ο συγγραφέας τις ανατρεπτικές ιδέες του και να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας, αυτές που παραλείπονται στα σχολικά εγχειρίδια.
Η ιστορία τοποθετείται στο 300 περίπου μ.χ. Ο ήρωας, του οποίου ο συγγραφέας θεωρεί (μυθιστορηματικά βέβαια) τον εαυτό του μετενσάρκωση, είναι ένας κρητικός που γεννήθηκε στη Λατώ, αρχαία πόλη κοντά στον άγιο Νικόλαο, όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Μέσα από την περιπλάνησή του μαθαίνουμε για ένα σωρό πρόσωπα και γεγονότα της ιστορίας, και πολλά «άπλυτα» για ιστορικά πρόσωπα βγαίνουν στα φόρα, όπως για τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, τα οποία ανατρέπουν, λίγο πολύ, την εικόνα που είχαμε γι αυτά. Θαυμάζει κανείς την πολυμάθεια του Ανδρουλάκη, και το εύρος των ενδιαφερόντων του.
Η γυναίκα, που βρίσκεται και στον τίτλο του έργου, αποτελεί κι εδώ την κύρια θεματική. Η γυναίκα η απελευθερωμένη σεξουαλικά, που χαίρεται την ηδονή και την προσφέρει αφιλόκερδα στον άντρα. Έτσι στο έργο παρελαύνουν ένα σωρό γυναίκες που έμειναν στην ιστορία, και που είχαν μια πολυτάραχη σεξουαλική ζωή.
Ο σωσίας, ή μάλλον η προηγούμενη μετενσάρκωση του Ανδρουλάκη, η persona που επιλέγει σ’ αυτό το έργο, εγκαταλείπεται στο τέλος του βιβλίου και ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Μας αφηγείται για το όραμα που είδε όταν ήταν παιδί, της Μαριγιάς της τουρκάλας, που μαζί με τον άντρα της ανήκαν στην αίρεση του μπεχτατσισμού, τα μέλη της οποίας, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους προέβαιναν σε τελετουργικό σεξ με εναλλαγές συντρόφων. Τα παιδιά που γεννιόνταν μετά από αυτές τις συνευρέσεις ήταν ευλογημένα, παιδιά της αγάπης. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια εκτεταμένη σύγκριση χριστιανισμού και ισλαμισμού.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η μυστική αλχημίστρια με το βιτριόλι» ο Ανδρουλάκης αποδεικνύεται φοβερός ψυχαναλυτής, μπαίνοντας στα άδυτα των νευρώσεων μιας γυναίκας που προσπάθησε να του ρίξει βιτριόλι. Το τελευταίο κεφάλαιο, «on line αποκρυφισμός και ισλαμισμός», αποτελεί ένα ελεύθερο δοκίμιο πάνω στο σύγχρονο κόσμο. Εδώ συζητιέται πλατιά το φαινόμενο του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
Το έργο χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα» στο εξώφυλλο. Όμως το πραγματικό περιστατικό, όπως είπαμε, είναι εκείνο που κυριαρχεί, όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και ως προσωπική εμπειρία, ως συμβάν που συνέβη πραγματικά στον ίδιο το συγγραφέα. Θυμάται τα γυρίσματα του «Χριστού ξανασταυρώνεται» του Ζυλ Ντασέν, που έγιναν στην Κριτσά το 1956. Πιτσιρίκος, γνώρισε τότε τη Μελίνα Μερκούρη, που του δώρισε μάλιστα το βιβλίο αυτό του Καζαντζάκη και τον «Τελευταίο πειρασμό». Γι αυτό το τελευταίο γράφει σχετικά:
«Διάβαζα κι έτρεχαν τα δάκρυά μου. Έβλεπα τον Χριστό να γέρνει πάνω στον Σταυρό και να ονειρεύεται πως ζει μια διαφορετική ζωή. Να βρίσκει τον Θεό στην Ένωση με τη γυναίκα, τη μία με τα αναρίθμητα πρόσωπα. Να παντρεύεται την πόρνη, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, να συζεί με τις δύο αδελφάδες, τη Μαρία και τη Μάρθα - που συναγωνίζονται ποια θα του γεννήσει τα πιο πολλά παιδιά -...»
Πέρασα μια ανάλογη εμπειρία, βλέποντας την ομώνυμη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, που προκάλεσε αρκετό σκάνδαλο όταν προβλήθηκε εδώ, πριν 10 τόσα χρόνια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ από το αμέσως επόμενο επεισόδιο, στο οποίο δεν αναφέρεται ο Ανδρουλάκης, όταν ο Χριστός συνέρχεται στο σταυρό και νιώθει ανακουφισμένος που δεν πρόδωσε τη θεία του αποστολή, πως όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο.
Την επομένη πήρα το βιβλίο και διάβασα το σχετικό απόσπασμα, που είναι οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στους μαθητές μου. Ένιωθα τη φωνή μου να πνίγεται από τη συγκίνηση, λίγο ακόμη και θα ξέσπαγα σε λυγμούς. Με το γλαφυρό ύφος του ο Καζαντζάκης μπόρεσε να με κάνει να νιώσω το μαρτύριο του Χριστού όπως δεν τον είχα νιώσει μέχρι τότε, να τον αγαπήσω όπως δεν τον είχα αγαπήσει μέχρι τότε. Για να αγαπήσεις το Χριστό πρέπει να τον αισθανθείς σαν άνθρωπο. Το ίδιο και την Παναγία. Κάτι ήξεραν οι αναγεννησιακοί ζωγράφοι, Ραφαήλος κλπ, που την παρουσίαζαν σαν στρουμπουλή χωριατοπούλα να θηλάζει ένα καλοθρεμμένο μωρό, και όχι σαν αποπνευματοποιημένη, δισδιάστατη φιγούρα όπως την παρουσιάζει η βυζαντινή ζωγραφική. Αλλά εμείς οι έλληνες βρισκόμαστε κοντύτερα στον ανατολικό μυστικισμό και αποκρυφισμό, ήδη από την αρχαιότητα, με τις βακχικές γιορτές και τα ελευσίνια μυστήρια, στα οποία εκτενώς αναφέρεται ο Ανδρουλάκης. «Μυστικός έρως - απόκρυφος έρως» είναι άλλωστε ο υπότιτλος του βιβλίου του. Οι εικονομάχοι στο βυζάντιο, από μια σύμπτωση δεν νίκησαν.
Ο Ανδρουλάκης με τα βιβλία του εισάγει ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος, γιατί, με εξαίρεση το «Μυστικό Νοέμβρη» και το «Χαμένο μπλουζ», μόνο μυθιστορήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Όπως είπαμε, ο μύθος είναι προσχηματικός, ο αφηγηματικός ιστός υποτυπώδης, για να υφανθούν πάνω του δοκιμιακά αποσπάσματα, χωρίς την απαίτηση ενός πιο οργανωμένου και συστηματικού λόγου που απαιτεί το καθαυτό δοκίμιο. Και η Μάρω Βαμβουνάκη χρησιμοποιεί το στόρι προσχηματικά. Όμως εδώ υπάρχουν κάποιες υποτυπώδεις αφηγηματικές αναμονές, και τα δοκιμιακά τμήματα, όλα σχετικά με τον έρωτα, έχουν άμεση σχέση με τις ηρωίδες της, και εικονογραφούν την τρικυμία που δέρνει τις ψυχές τους. Στα έργα του Ανδρουλάκη δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Επειδή προεξέχουν από το προκρούστειο κρεβάτι του μυθιστορήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλά έργα. Απλά πρόκειται για άλλο λογοτεχνικό είδος. Αρέσουν περισσότερο σ’ αυτούς που αναζητούν τη γνώση που προσφέρει ο δοκιμιακός λόγος, και λιγότερο σ’ αυτούς που επιδιώκουν την τέρψη της αφήγησης. Αρέσει περισσότερο σε μας, άτομα της γενιάς του, που με θλίψη είδαμε μαζί με την κατάρρευση των επαναστατικών οραμάτων μας να αποσύρονται από τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων δοκιμιακά, κυρίως πολιτικά, έργα, και να αντικαθίστανται με λογοτεχνικά. Ίσως κουβαλάμε μια χριστιανική ενοχή της απόλαυσης, που απαλύνεται με την ενασχόληση με τη γνώση. Κι εγώ θα είχα διαβάσει πολύ λιγότερα μυθιστορήματα, αν δεν είχα το κίνητρο να τα γνωρίσω, να τα αναλύσω, και μέσω βιβλιοκριτικών να τα παρουσιάσω στους αναγνώστες. Ίσως ο Ανδρουλάκης, γράφοντας δοκίμια για τον έρωτα και όχι ερωτικά μυθιστορήματα, να ταλανίζεται από ανάλογες ενοχές.
No comments:
Post a Comment