Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Κέδρος 2004
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14 και Κρητικά Επίκαιρα Ιούλ-Αύγ.2005.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει διάφορες εντάσεις και υφέσεις. Μετά τα Ίμια ήλθαν οι σεισμοί, και η παροχή βοήθειας από την Ελλάδα δημιούργησε μια ατμόσφαιρα φιλίας (για πόσο καιρό αλήθεια;) ανάμεσα στους δυο λαούς. Μετά ήλθε ο Οτσαλάν. Και μετά;
Μετά είχαμε την μεγάλη επιτυχία της «Πολίτικης κουζίνας». Καιρό είχε ο ελληνικός κινηματογράφος να μας παρουσιάσει τέτοιο έργο. Θέμα του η τρυφερή, σχεδόν ερωτική, σχέση, ανάμεσα σε έναν έλληνα που αναγκάστηκε να εκπατριστεί μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το ’58 και σε μια τουρκοπούλα γειτονοπούλα του.
Το μήνυμα είναι σαφές: Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις υποδαυλίζονται από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Τη θεματική αυτή την επεκτείνει η Μάρω Δούκα με το τελευταίο έργο της «Αθώοι και φταίχτες». Όπως και η Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», τοποθετεί επίσης την πλοκή στον γενέθλιο τόπο της, και μάλιστα με την πιο στενή έννοια, τα Χανιά.
Πρωταγωνιστής στο βιβλίο της είναι ένας απόγονος τουρκοκρητικών που έρχεται ως απεσταλμένος του ΒΒC για να κάνει μια έρευνα για τα μουσουλμανικά μνημεία που έχουν απομείνει στο νησί.
Με τον ήρωά της είχα μια επαφή, πρέπει να συνέβη κάπου πριν πέντε χρόνια. Πήρα ένα e-mail από κάποιον τούρκο, που είχε βρει την ιστοσελίδα μου στο διαδίκτυο. Ήθελε να επισκεφτεί την Κρήτη για αυτήν ακριβώς την έρευνα. Ήταν αρκετά επιφυλακτικός στο γράμμα του. Δεν ήξερε αν είχα διάθεση να τον βοηθήσω. «Μπορεί να μην αγαπάς τους τούρκους», θυμάμαι ότι μου έγραψε χαρακτηριστικά.
Του απάντησα με ένα γράμμα ειλικρινές.
Δεν μου απάντησε. Από τα γραφόμενά μου έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν αγαπώ τους τούρκους – τουλάχιστον όχι τόσο, όσο θα ήθελε αυτός.
Ο ήρωας της Μάρως Δούκα έχει κρητικούς συγγενείς, μια και η αδελφή του παππού του αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί ένα χριστιανό που αγαπούσε, λίγες μέρες πριν την ανταλλαγή. Με αυτούς τους συγγενείς του έχει τακτικές επαφές.
Η Μάρω Δούκα είναι μια από τους κρήτες συγγραφείς που παρακολουθώ το έργο τους, όχι μόνο για λόγους πατριωτισμού, αλλά και γιατί είναι από τις πιο αξιόλογες φωνές της πεζογραφίας μας σήμερα. Έχουμε παρουσιάσει από τα κρητικά επίκαιρα το «Εις τον πάτο της εικόνας» και την «Ουράνια μηχανική». Το ενδιάμεσο μυθιστόρημα, το «Ένας σκούφος από πορφύρα» δεν το διάβασα όταν κυκλοφόρησε για δυο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν ότι δεν μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα. Ο άλλος το ότι την εποχή που δημοσιεύτηκε έγραφα το διδακτορικό μου, και είχα βάλει πείσμα να το τελειώσω στα τρία χρόνια, έτσι δεν ασχολήθηκα με άλλα διαβάσματα. Το πήρα όμως τώρα στην Κρήτη, για τις καλοκαιρινές μου διακοπές, να το διαβάσω πριν διαβάσω το «Αθώοι και φταίχτες».
Τελικά δεν ήταν ιστορικό μυθιστόρημα, όπως νόμιζα, αλλά Ιστορία γραμμένη λογοτεχνικά, η ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού. Αυτή η σχεδόν σκόρπια παράθεση επεισοδίων, με αφηγηματικό ιστό τη βιογραφία του αυτοκράτορα, δεν είναι ότι καλύτερο για να κρατήσει το αφηγηματικό ενδιαφέρον. Αυτό ίσως το κατάλαβε η συγγραφέας, και γι αυτό το επόμενο έργο της, η «Ουράνια μηχανική», έχει μια συναρπαστική πλοκή (Παρεμπιπτόντως, για τη Μάρω Δούκα αν ποτέ διαβάσει αυτές τις γραμμές, «Βογόμιλος» σημαίνει ο αγαπημένος του θεού και όχι ο δούλος του θεού. Και δεν ξέρω αν η πληροφορία της για το Χαμιντιέ είναι σωστή, ότι ιδρύθηκε από Τουρκοκρητικούς στο 1838. Είχα διαβάσει, νομίζω στα Κρητικά Επίκαιρα, ότι μεταφέρθηκαν στη Συρία από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ – εξ ου και Χαμιντιέ- το 1898).
Το «Αθώοι και φταίχτες» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναίρεση του Σκούφου και της Μηχανικής. Η Δούκα ξεκινάει όπως στον Σκούφο, με αφηγήσεις σκόρπιων επεισοδίων από την πρόσφατη κρητική ιστορία, με μόνη τη διαφορά ότι δίπλα στην αφήγηση εμφιλοχωρεί με περισσότερες αξιώσεις ίσως η γεωγραφία. Πώς ήταν τότε τα Χανιά; Τι βρισκόταν στη θέση αυτών που βρίσκονται σήμερα;
Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η «ιστορική γεωγραφία» μπορεί να έχει ένα ενδιαφέρον για τους χανιώτες, όπως και για τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη που υπηρέτησε στα Χανιά - διαβάζαμε το έργο ταυτόχρονα ανταλλάσσοντας απόψεις - όχι όμως και για κάποιο μη χανιώτη. Όμως, ας μην είμαι άδικος, χάρηκα που έμαθα επιτέλους ποιος ήταν ο Αλί Κογκό, που η φήμη του είχε δρασκελίσει δυο νομούς για να φτάσει και στο Λασίθι. Τη φράση «σαν τον Αλί Κογκό» την άκουγα συχνά όταν ήμουν μικρός.
Προσπαθώ να σας πω ότι το έργο στην αρχή μου φάνηκε κουραστικό. Παρόλο που υποπτευόμαστε μια συναρπαστική πλοκή, μια και υπάρχει μια ανεξιχνίαστη δολοφονία, το σπασπένς δεν ενισχύεται, αλλά απεναντίας αποδυναμώνεται με τις γεωγραφικές και απομνημονευματικές παρεμβολές (ο εγγονός διαβάζει ένα ημερολόγιο του παππού του, και απευθύνεται στην φίλη του αρχικά, και στη συνέχεια στο γιο του, που αποτελεί και τον τελικό αποδέκτη του cd στο οποίο γράφει το κείμενό του). Ακόμη και τα εγκιβωτισμένα ιστορικά επεισόδια διασπώνται σε τμήματα που απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους μέσα στο κείμενο, που φοβάμαι ότι ο αναγνώστης χάνει τη συνέχειά τους ή το αφηγηματικό τους ενδιαφέρον. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με την επανάσταση του Πέτρου Καντανολέοντος, και πως καταλήγει ο γάμος του γιου του με τη Σοφία ντα Μολίν; Το μαθαίνουμε εκατοντάδες σελίδες αργότερα (το έργο έχει 586 σελίδες). Ο Πέτρος έπεσε σε παγίδα, ο γιος του σκοτώθηκε με τη γυναίκα του, ενώ ο μετανιωμένος πατέρας της, μισοτρελαμένος από τις ενοχές, θα περιφέρεται σε όλη του τη ζωή στα χαλάσματα του πύργου του. Αυτά μας τα λέει ο Ζαμπέλιους στους «Κρητικούς γάμους». Είχαμε διαβάσει το έργο, και μάλιστα κάναμε μια συγκριτολογική μελέτη με το «Έως πότε», πρώιμο θεατρικό έργο του Καζαντζάκη που αποτελεί δραματοποίησή του. Έτσι ξέραμε την τραγική κατάληξη.
Αργότερα εγκαταλείπεται ο Σκούφος και περνάμε στη Μηχανική, εγκαταλείπεται η ιστορικο-γεωγραφία και περνάμε στη συναρπαστική αφήγηση ενός οικογενειακού δράματος.
Βρίσκομαι στην προτελευταία μέρα των διακοπών μου στο Κάτω Χωριό, έχω γράψει σε έξι εβδομάδες οκτώ βιβλιοκριτικές, αυτή είναι η ένατη, πρέπει να πάω για μπάνιο στην Ιεράπετρα και μετά με έχουν καλέσει για φαγητό, βιάζομαι. Έτσι σκέφτηκα να παραθέσω δυο αποσπάσματα από την προηγούμενη βιβλιοκριτική μου (Απρίλης 2000) που κολλάνε και γι αυτό το βιβλίο, κάνοντας κάποιες αναγκαίες τροποποιήσεις. Το πρώτο αφορά την πλοκή.
«Ενώ η λατινοαμερικάνικη πεζογραφία έχει εγκολπωθεί τον μαγικό ρεαλισμό και τα σήριαλ έχουν υιοθετήσει την απιθανότητα των συμπτώσεων, η Μάρω Δούκα μένει δέσμια του ρεαλισμού, παγιδευμένη στην μαρξιστική εξίσωση του ρεαλισμού με την υψηλή λογοτεχνία, ή μάλλον με το μαρξιστικό αξίωμα, τουλάχιστον στην κατά Λούκατς εκδοχή του, ότι μόνο ο ρεαλισμός μπορεί να δώσει υψηλή λογοτεχνία. Το γκροτέσκ, ως απίθανο, δεν υπάρχει στην αφήγησή της, και η ιστορία με τις υπερβολικές σηριαλ-ικές συμπτώσεις της παρουσιάζεται στο τέλος ως εγκιβωτισμένες φαντασιώσεις του νεαρού ήρωα στο δρόμο του με το τρένο προς την Αθήνα. Το εφέ του απροσδόκητου αμέσως φθίνει μπροστά στην απογοήτευση που νιώθει ο αναγνώστης μαθαίνοντας ότι η προηγούμενη αφήγηση ήταν απλώς ονειροπολήσεις του ήρωα».
Η πρόοδος σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι οι απίθανες συμπτώσεις τοποθετούνται ως πραγματικά γεγονότα και όχι ως προϊόντα φαντασίωσης ή ονείρου. Για παράδειγμα η ομοιότητα της νεκρής ουκρανής με την Βιργινία οφείλεται στο ότι έχουν κοινό προπάππου. Ο αδελφός του παππού της νεκρής το έσκασε το 1919 από το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Σοβιετική Ένωση και πέρασε στους μπολσεβίκους. Όσο για την αναγνώριση, η οποία στην Μηχανική, όπως γράψαμε, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, εδώ βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο τη βρήκαμε, παρεμπιπτόντως, όταν βλέπαμε τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ για να κάνουμε εξάσκηση στη γλώσσα - τότε δεν ήταν μεταγλωττισμένα όπως σήμερα («Κοινοί τόποι σε δέκα λατινοαμερικάνικα σήριαλ», Διαβάζω, τ. 310), και την βρήκαμε κυρίαρχη επίσης σε ένα κινέζικο σήριαλ, το «Οικογενειακό μας δένδρο». Το έβλεπα αυτό το καλοκαίρι από τη δορυφορική μου για τον ίδιο λόγο, εξάσκηση της γλώσσας.
Και προχωράμε στο ύφος:
«Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος κυριαρχεί, εναλλασσόμενος με τον ευθύ των ηρώων και τον λόγο του αφηγητή σε ένα συνεχές κείμενο μεγάλων παραγράφων, που μάλλον κουράζει τον αναγνώστη. Το εφέ της μακροπεριόδου δίνει συχνά ένα ασθματικό τόνο στην αφήγηση, εκφράζοντας υφολογικά την ψυχολογική ένταση των ηρώων. Ο λόγος είναι καταδηλωτικός με ελάχιστη χρήση μεταφορών και παρομοιώσεων, ελάχιστα αυτοαναφορικός, παραπέμποντας συνεχώς στο αντικείμενο της αφήγησης».
Ότι γράψαμε τότε για την «Ουράνια μηχανική» ισχύει και για το «Αθώοι και φταίχτες».
Δίπλα από τη θεματική του τίτλου, υπάρχει και μια άλλη θεματική, η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες. Η Δούκα γράφει για τη νοσταλγία των Τουρκοκρητικών για τη χαμένη Κρήτη τους. Γράφει κάπου «… έχουν αρχίσει τελευταία να καταφτάνουν απόγονοι Τουρκοκρητικών με οργανωμένα γκρούπ» (σελ. 523). Τότε που διάβαζα αυτές τις γραμμές είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον ξάδελφό μου τον Γιάννη το Ζωγραφάκη, που μου είπε ότι πήγε εκδρομή στην Τουρκία με «οργανωμένο γκρουπ» του συλλόγου Μικρασιατών. Τις βιντεοταινίες που τράβηξαν τις πρόβαλαν σε ειδική εκδήλωση στην Ιεράπετρα.
Είπα ότι βιάζομαι, και έγραψα την πιο μακροσκελή βιβλιοκριτική μου. Θα σας έλεγα καλό χειμώνα αν δεν ήξερα ότι όταν δημοσιευτεί αυτή η βιβλιοκρητική (στη στήλη «βιβλιοκρητικά» στα Κρητικά Επίκαιρα) μάλλον θα πλησιάζει το καλοκαίρι.
No comments:
Post a Comment