Γιώργος και Καλή Βοϊκλή, «Dalybor, ο νεαρός Σέρβος φίλος», Υπερόριος 2004
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14.
Μετά τη «Λαμπερούλα», ο «Dalybor» είναι το δεύτερο βιβλίο που ο Γιώργος Βοϊκλής γράφει μαζί με την κόρη του την Καλή (Εκδόσεις Υπερόριος, διάθεση από το βιβλιοπωλείο Παρασκήνιο). Τότε η Καλή ήταν ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών, ενώ όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ήταν ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών (Τώρα σπουδάζει ψυχολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο).
Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Νεαρός Λαμπράκης πριν τη δικτατορία, γίνεται από τα ηγετικά στελέχη μιας μικρής αντιστασιακής οργάνωσης στη διάρκειά της. Της δίνει τον οικολογικό της προσανατολισμό αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αργότερα μετεξελίχτηκε στη γνωστή ΕΚΠΟΙΖΩ.
Στην δημοσιογραφική του καριέρα τον απασχόλησαν έντονα, εκτός από τα οικολογικά προβλήματα, και τα προβλήματα διατροφής. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στη δήμο της Ηλιούπολης.
O Dalybor είναι ένα βιβλίο μαρτυρία, μια μαρτυρία μοναδική στο είδος της θα λέγαμε, που αφορά τον απόηχο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Όλοι θυμόμαστε την υπέροχη πρωτοβουλία των δήμων και της εκκλησίας, τότε που δοκιμαζόταν ο Σερβικός λαός, να φιλοξενηθούν στην Ελλάδα κάποια από τα ορφανά που άφησε ο πόλεμος. Ο Dalybor ήταν ένα από αυτά.
Το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά το 1999 με χορηγία των ζαχαροπλαστείων Δεμίρης και με την αιγίδα του δήμου Ηλιούπολης, στα σχολεία του οποίου μοιράστηκε δωρεάν, περίπου σε 6000 μαθητές. Ακολούθησε η δεύτερη έκδοση σε μετάφραση στα Σέρβικα από την Νίκη και την Ιφιγένεια Ραδούλοβιτς, στο Νόβι Σαντ (ή Νεάπολη, επί το ελληνικότερο) το 2002. Αυτή είναι η τρίτη έκδοση, δίγλωσση, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν reader για αυτόν που μαθαίνει Σέρβικα. Εγώ διάβασα μερικές σειρές της μετάφρασης, μπόρεσα όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να συνεχίσω, φρεσκάροντας τα Σέρβικα που μάθαινα κάποτε, πριν 25 χρόνια, και τα οποία παράτησα, για χάρη άλλων γλωσσών.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι σύντομες ημερολογιακές σημειώσεις της Καλής από τη μετάβαση και την επιστροφή στη Βοσνία, που στη συνέχεια πλουτίζονται με τις αναμνήσεις εκείνου του ταξιδιού. Το δεύτερο είναι ένα βιωματικό κείμενο, η εμπειρία αυτής της φιλοξενίας. Εικονογραφείται η σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο Γιώργο και τον Dalybor κατά τη διάρκειά της, και δίνεται ένα πορτραίτο του παιδιού, που ο Γιώργος το εννοεί περίπου ως μια μεταφορά της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας και του δυναμισμού του Σερβικού λαού.
Το κείμενο της Καλής χωρίζεται σε μικρά κειμενάκια δυο τριών παραγράφων, καθένα με τον ξεχωριστό του τίτλο. Η «διάβαση των συνόρων», «τα σημάδια του πολέμου» και τα «εγκλήματα των μουσουλμάνων» είναι αρκετά αποκαλυπτικές εμπειρίες, ιδιαίτερα πειστικές μια και δίνονται από την πένα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού.
Με ανάλογο τρόπο χωρίζεται και το κείμενο του Γιώργου Βοϊκλή. Μικρές αφηγήσεις, επεισόδια μοναδικά αλλά και «θαμιστικά» που εικονογραφούν την προσωπικότητα του Dalybor και περιγράφονται οι αντιδράσεις του Γιώργου σ’ αυτά. Εικονογραφείται ο πλούτος των συναισθηματικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσά τους, σε ένα σύμπλεγμα ρόλων οικοδεσπότη-φιλοξενουμένου, παιδαγωγού-μαθητή, πατέρα-γιου. Οι τελευταίοι αυτοί ρόλοι ήταν αναπόφευκτο να παιχτούν, μια και ο Γιώργος δεν έχει γιο αλλά ένα μόνο κορίτσι, την Καλή, και ο Dalybor έχασε τον πατέρα του στη δίνη του πολέμου. Η απώλεια αυτή αποτέλεσε εξάλλου και τη φοβερή «προϋπόθεση» της φιλοξενίας του στην Ελλάδα.
Θα συνοψίσουμε την πλούσια εικονογράφηση που κάνει ο Γιώργος του Dalybor στην αξιοπρέπειά του, στο ισχυρό συναισθηματικό του δέσιμο με την οικογένεια που τον φιλοξενούσε, το επίσης ισχυρό δέσιμο με τους συντρόφους του, τα άλλα 23 παιδιά που φιλοξενήθηκαν σε ισάριθμες οικογένειες, τη χαρά του από τα «αγαθά» που απόλαυσε στην Ελλάδα, τη γενναιοδωρία του (δώρισε το ρουχισμό του σε πιο ταλαιπωρημένα παιδιά κατά την παραμονή του στο Λουτράκι τις τρεις τελευταίες εβδομάδες της παραμονής του στην Ελλάδα), και τέλος τον ατίθασο και ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του. Αρκετές φορές λαχτάρησε το Γιώργο. Είναι όμως γνωστό ότι τα δυναμικά παιδιά μεγαλώνουν πάντα με ρίσκο. Τον θυμάμαι κι εγώ, που τον φιλοξενήσαμε μαζί με την οικογένεια του Γιώργου το επόμενο καλοκαίρι στο πατρικό μου στην Κρήτη, να έρχεται μια μέρα αλαφιασμένος στο σπίτι. Είχε πειράξει κάποια σκυλιά που ήταν σε ένα κοντινό περιβόλι, και αυτά έλυσαν και τον πήραν στο κυνήγι. Η ταχύτητα των ποδιών του τον έσωσε.
Θα πρέπει να μνημονεύσω εδώ, εν είδει ευχαριστηρίου, τον οδοντίατρο της Ιεράπετρας (δεν θυμάμαι πια το όνομά του) που του σφράγισε ένα δόντι χωρίς να δεχτεί χρήματα. Δίπλα στις οικογένειες που φιλοξένησαν παιδιά υπήρξαν και άλλες που έδειξαν επίσης τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά τους. Οι προσφορές ρούχων ήταν το πιο συνηθισμένο. Να μνημονεύσω επίσης τον φούρναρη που αναφέρει το Γιώργος στο βιβλίο του, που φιλοδωρούσε τον Dalybor κάθε φορά με μια τυρόπιτα ή κάτι άλλο.
Η ακραία συνέπεια του ρεαλισμού είναι η αφήγηση όχι πια του ευλογοφανούς, «κατά το εικός και το αναγκαίον» που θα έλεγε ο Αριστοτέλης, αλλά του πραγματικού. Απομνημονεύματα, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, χρονικά, καταλαμβάνουν μια συνεχώς μεγαλύτερη μερίδα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Η μαρτυρία αυτή του Γιώργου και της Καλής Βοϊκλή αποτελεί μοναδική στο είδος της. Δεν είναι βέβαια η μοναδικότητα το κύριο προσόν της, αλλά τα έντονα συναισθήματα που ξεχειλίζουν απ’ τις σελίδες αυτού του τόσο καλογραμμένου βιβλίου, ενός βιβλίου που συγκινεί κάθε αναγνώστη.
No comments:
Post a Comment