Μάρω Βαμβουνάκη, «Έρωτας: Το γελοίο και το δέος», Φιλιππότης 2002
Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2003
Μετά το μυθιστόρημά της «Ο Ντάνκαν ζητεί το θεό», η Μάρω Βαμβουνάκη επιστρέφει στη γνώριμη θεματική της, που την έχει καταξιώσει σε ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, τον έρωτα. Όμως αυτή τη φορά επιστρέφει με ένα διαφορετικό τρόπο.
Κατ’ αρχήν, ο χρόνος της ιστορίας διαφέρει από το χρόνο της αφήγησης, και μάλιστα αρκετά. Η αφηγήτρια αφηγείται μια ερωτική της ιστορία που συνέβη χρόνια πριν (σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες της λογοτεχνίας ο αφηγητής δεν είναι αναγκαστικά ο συγγραφέας, από τον οποίο μάλιστα μπορεί να διαφέρει πολύ, για παράδειγμα στο φύλο, όπως π.χ. στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, που η αφηγήτρια είναι γυναίκα)
Η ιστορία αυτή είναι μια ιστορία ερωτικού πάθους. Αταίριαστοι από κάθε άποψη οι δυο εραστές, θα ταλανιστούν σε μια σχέση που οδηγεί στο αδιέξοδο. Παρολαυτά το αταίριαστο της σχέσης τους είναι που, όπως φαίνεται, τροφοδοτεί το ισχυρότατο ερωτικό τους πάθος. Ένα ερωτικό πάθος του οποίου η κύρια διάσταση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη ζήλια. Ο άντρας ζηλεύει τη γυναίκα, που τον ξεπερνάει σε κουλτούρα, και κάποιες στιγμές της φέρεται με αληθινή σκληρότητα. Και οι ακραίες συνέπειες της ζήλιας, όπως ξέρουμε, είναι ή ο φόνος του/της άπιστου/ης, ή η αυτοκτονία. Και τα δυο θα τα επιχειρήσει ο παθιασμένος εραστής, χωρίς αποτέλεσμα. Η Βαμβουνάκη, θα γίνω βαρετός επαναλαμβάνοντάς το μια και έχω γράψει για όλα τα έργα της, παίρνει συνηθισμένες ιστορίες χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις, με ακραία γεγονότα δηλαδή όπως τα παραπάνω, για να υφάνει εξαίσιες δοκιμιακές σελίδες για τον έρωτα, αστείρευτες, πάντα πρωτότυπες.
Ποιο είναι το επιμύθιο;
Η ηρωίδα, μετά από χρόνια, έχοντας κάνει μια ευτυχισμένη, δηλαδή μια συμβατική, οικογένεια, αναρωτιέται πού βρίσκεται η ευτυχία, στον κοινωνικό συμβιβασμό με ένα γάμο που με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στη φθορά, ή στο ερωτικό πάθος μιας αδιέξοδης σχέσης.
«…δεν ξέρει πότε ζούσε αληθινά. Τώρα ή τότε;» (σελ. 253).
Η ευτυχία είναι ποιότητα, ή διάρκεια; Θυμάμαι εδώ ένα έργο που δεν το είδα ολόκληρο, έχασα την αρχή του, και που με εντυπωσίασε: «Ο εραστής της κομμώτριας». Ο άνδρας ή η γυναίκα, δεν θυμάμαι πια, και δεν έχει ίσως σημασία, αυτοκτονεί αφού κάνει έρωτα με τον σύντροφό του, πέφτοντας σε ένα ποτάμι, γιατί ξέρει ότι δεν θα νιώσει ποτέ πια τόσο ευτυχισμένος, όσο ένιωσε στη διάρκεια των ερωτικών στιγμών που έζησε λίγο πριν.
Στη διδακτορική μας διατριβή εντοπίσαμε ως μια από τις κύριες θεματικές της νεοελληνικής πεζογραφίας το δίπολο συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός. Εκεί διαπιστώσαμε ότι στα περισσότερα έργα οι ήρωες αναζητούν τον μη συμβιβασμό, τον οποίο στο τέλος πληρώνουν ακριβά. Αντίθετα η ηρωίδα εδώ της Βαμβουνάκη, συμβιβασμένη, αναπολεί τις στιγμές του μη συμβιβασμού, τότε που έζησε την ευτυχία του έρωτα κρυφά από φίλους και γνωστούς, που την προειδοποιούσαν γι αυτή τη σχέση της.
Η Βαμβουνάκη είναι πάντα αστείρευτη, εγώ ως βιβλιοκριτικός φοβάμαι ότι γίνομαι κουραστικός επαναλαμβάνοντας πράγματα που έχω ήδη πει, και για να φτάσει το βιβλιοκριτικό αυτό σημείωμα σε μια ανεκτή έκταση προτιμώ να δώσω το λόγο στην ίδια τη Βαμβουνάκη.
«Τίποτα πιο εξαντλητικό από την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτα πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στη σιωπή σου και στο ήρεμο σκοτάδι από το οποίο προέκυψες» (σελ. 12).
«…ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν. Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στη φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Τη σταύρωση» (σελ. 30).
«Η νιότη πονάει πολύ. Γνωρίζει τόσα λίγα και θέλει τόσα πολλά» (σελ. 52).
«Για την αγάπη μαθαίνεις πάντα δύσκολα, πολλές φορές καθόλου και ποτέ. Μονάχα όταν διαβάζεις μυθιστορήματα ή βλέπεις ταινίες για λίγο ταυτίζεσαι και νομίζεις πως κατάλαβες. Στην πράξη όλα γίνονται αλλιώς» (σελ. 53).
«Ο έρωτας είναι έτσι κι αλλιώς η πιο ανασφαλής κατάσταση της ζωής μας» (σελ. 128).
«Είναι απίστευτο πόση ενέργεια απαιτεί να σου καταναλώσει ένας έρωτας. Λέγεται πως σου χαρίζει σφρίγος, αλλά ταυτόχρονα απομυζεί σκέψη και αίμα. Δεν είναι ζηλιάρης κι αποκλειστικός μονάχα ως προς τα πρόσωπα, ανταγωνίζεται κάθε άλλη διάθεση, κάθε άλλη προτίμηση, κάθε ενδιαφέρον έξω απ’ αυτόν» (σελ. 137).
«Γιατί είναι η πίκρα που γεννάει το χιούμορ, γιατί ‘γελάς πολύ, παιδί μου, θα έχεις πονέσει», που γράφει κι ο Γκόρκι, γιατί το γέλιο είναι αντίδραση σε ελλοχεύουσα κατάθλιψη» (σελ. 196).
«Λένε πως το να συζητάς ένα βάσανό σου σε αποφορτίζει, σε βοηθάει, αλλά μπορεί να μην είναι πάντοτε έτσι. Χωρίς μάρτυρες υποφέρεις λιγότερο κάποιες φορές. Τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι, πληγώνεται λιγότερο ο εγωισμός σου χωρίς μάρτυρες» (σελ. 216).
«Πάντα είναι κανείς αθώος μπρος σε ένα τέτοιο πόνο. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι είμαστε από έρωτα σακατεμένοι. Ζητάμε το θαύμα, ζητάμε τον άγγελο. Δεν υπάρχει πιο πιθανός δρόμος απ’ αυτόν τον δρόμο, γιατί δεν υπάρχει πιο σκληρός, οξύς πόνος» (σελ. 260).
«Κατά κανόνα είμαστε προετοιμασμένοι, ακόμα και για όσα ισχυριζόμαστε πως μας αιφνιδίασαν. Ζούμε κάνοντας διαρκώς πρόβες» (σελ. 250).
Να παραθέσουμε και τέσσερα υπέροχα οξύμωρα, το αγαπημένο υφολογικό σχήμα και του Καζαντζάκη. Τα δυο βρίσκονται στην ίδια σελίδα, την 33:
«…οι αδυναμίες είναι ό,τι πιο δυνατό» και «Δεν εγκαταλείπεις εύκολα κάτι που μπορείς εύκολα να εγκαταλείψεις».
«Ο έρωτας κάνει σοφούς και τους πιο χαζούς. Κάνει χαζούς και τους πιο σοφούς. Ό,τι θέλει κάνει ο έρωτας» (σελ. 75).
«Είναι μεγάλη δύναμη να γνωρίζεις τις αδυναμίες σου» (σελ. 126).
No comments:
Post a Comment