Μανώλης Πρατικάκης, Το αόρατο πλήθος, Καστανιώτης 2007, σελ. 67
Δημοσιεύτηκε στην «Ιεράπετρα 21», στις 3-1-2008
Θεματική εμμονή και ειδολογική στροφή χαρακτηρίζουν αντιθετικά την τελευταία ποιητική συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη που έχει τον τίτλο «Το αόρατο πλήθος». Θεματική εμμονή αποτελεί η Μυρτώα πατρίδα, ο γενέθλιος τόπος στις ακτές του Λιβυκού, 15 χιλιόμετρα δυτικά της Ιεράπετρας, καθώς και η ηλικία της αθωότητας, η παιδική ηλικία. Για πρώτη φορά ενσωματώνει ο ποιητής σε ποιητική του συλλογή ποιήματα από προηγούμενες συλλογές του, θέλοντας να περιλάβει σε ένα τόμο δυο από τις κυρίαρχες θεματικές της ποίησής του.
Η ειδολογική στροφή γίνεται με την εγκατάλειψη της ακραιφνούς ποιητικής φόρμας. Αρκετές σελίδες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πεζοτράγουδα, αφού οι στίχοι βρίσκονται στη συνεχή ροή κειμένου που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο. Θα διακινδυνεύαμε την υπόθεση ότι ο Πρατικάκης κάνει δοκιμές στην πεζογραφία, με ένα άλμα πιο διστακτικό από ότι η Γαλανάκη στο «Βίο και την Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ πασά». Να μας προετοιμάζει άραγε για μια πρώτη συλλογή διηγημάτων;
Στα «πεζά» αυτά διακρίνουμε επίσης ένα αφηγηματικό πλούτο. Την affective fallacy του Ράσκιν την συναντούμε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο «πηγάδι-κάτοπτρο», όπου αφηγητής είναι αυτό το ίδιο. Θέμα της αφήγησης, ο πνιγμός ενός κοριτσιού, μια άτη στην ύβρη μιας εσπευσμένης ενηλικίωσης.
Το «Μικρό αφήγημα» χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος, δισέλιδο, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής προσωπογραφεί, με εφέ αποστροφής, μια εξηντάρα γυναίκα που τη χαρακτηρίζει «μια άρνηση πολιτογράφησης στα αρχεία των ενηλίκων» (σελ. 32). Στο δεύτερο μέρος, επίσης δισέλιδο, περνάμε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση: «Μα τι λέω; Πού βρίσκομαι; Γιατί με κυνηγάει τόσο επίμονα το παρελθόν; Όλες εκείνες οι προσπάθειες να επιστρέψω: μια ανεξήγητη παραίσθηση. Σαν κάποιος να παίζει μαζί μου ένα συντριπτικό, ακατανόητο παιχνίδι. Όσο πλησιάζω προς τα εκεί (από πείσμα; από ενοχή; από νοσταλγία;), τόσο αυτό, αν και ασάλευτο, απομακρύνεται» (σελ. 34).
Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας στοιχειώνουν τον ποιητή. Στο «Υποχθόνιο άγριο» περιγράφει πιθανόν μια προσωπική εμπειρία, κοινή σε μας τα παιδιά της εποχής εκείνης: το ξεσμήνιασμα μιας σφηκιάς. «Θυμωμένες σφήκες κυκλικά γύρω από το στόμα και τα βλέφαρα (πώς είναι το χρώμα της κραυγής πριν πάρει σχήμα)» (σελ. 24). Και όμως, ενήλικος πια, «Σκύβει, αναζητά τον εφιάλτη του» (σελ. 25).
Ο μύθος του απωλεσθέντος παραδείσου, του χρυσού αιώνα, ανανεώνεται με τη μυθολογία της παιδικής ηλικίας που προβάλλει τόσο έντονα ο Πρατικάκης σε όλα τα έργα του, και κυρίως σ’ αυτό το τελευταίο:
«Είσαι εκείνο που ένα ρυμουλκό έχει αποσπάσει νύχτα από την παιδική μας ήπειρο. Και ήπειρος πια δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει το παιδί παρά μόνο μέσα στα ερείπια του ενήλικα» (σελ. 15).
Και στην επόμενη σελίδα μονολογεί με θλίψη: «Τι γρήγορα, τι γρήγορα μας φώναξαν απ’ τον παράδεισο». Και πρώτα απ’ όλα τους ποιητές: «Ο ποιητής: ένα παιδί διωγμένο βίαια από την παιδική του ηλικία» (σελ. 17).
Αντίθετα το Σοφάκι στο ομώνυμο αφηγηματικό, βρισκόταν «σε μια πλήρη αναστολή ενηλικίωσης». Ήταν «μια εντελώς άλλου είδους ύπαρξη που δεν παγίδεψε ποτέ τις φυσικές προτεραιότητες, ζώντας μονάχα τη θεία ευχαριστία των στιγμών» (σελ. 22).
Υπάρχει μια ακόμη εμμονή: η υφολογική. Ο Πρατικάκης απλώνεται στο τεράστιο χαλί της γλώσσας και της ποιητικής παράδοσης. Ξένες λέξεις όπως μπλακ άουτ, ζόμπι, γρέζια, μπότοξ, λίφτινγκ, αβαντάζ, φλοτέρ, περμανάντ στέκουν σε μεταμοντέρνα αρμονία με τις «μυρτιές βαθυχαιτήοις ύπνοις» αλλά και με το τσαπράζι, μια πρωτότυπη μεταφορά του λειριού του τσαλαπετεινού, και το τσέρκι, το κατεξοχήν παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων που το φτιάχναμε μόνοι μας, καίγοντας παλιά λάστιχα αυτοκινήτων. Και σ’ αυτό το κομμάτι της μισής σελίδας για τον τσαλαπετεινό που «Πίνει με απροσδόκητες βουτιές της ερημιάς του τις εκτάσεις, ξεροσφύρι» χωράνε τρεις ολόκληροι δεκαπεντασύλλαβοι, που έλκουν την καταγωγή τους τόσο από τη μαντινάδα και τον Ερωτόκριτο όσο και από το Σωλομό: Του ονείρου διαβατάρικο, του ανέμου καντηλέρι…. Σαν μεθυσμένο ξωτικό στο πένθος της αυγούλας. (Μην είν’ ο πρίγκιψ-σαρκαστής; Μην είν’ ο Χατζατζάρης;) (σελ. 10).
Να παραθέσουμε και αυτή την εξαίσια σολωμική μαντινάδα:
Η φύση με τα μάτια της μέσα στα σωθικά μας
δεν ξεχωρίζει τ’ άφρακτα, τα ξένα απ’ τα δικά μας (σελ. 11).
Και ενώ ο Πρατικάκης μας έχει συνηθίσει στους ζευγαρωτούς δεκαπεντασύλλαβους, η τετράστιχη στροφή με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, από τα πιο συνηθισμένα στροφικά σχήματα της παραδοσιακής μας ποίησης, απαντιέται, αν δεν κάνω λάθος, πρώτη φορά στην ποίησή του:
«Της φρίκης γόνιμα φτερά, είσαστε τα παιδιά μου
Φως απ’ το σώμα μου άστραψε η κάθε σας φυγή
Αυτό που με θανάτωνε μετρά το ανάστημά μου
Και μ’ ένα βέλος μου ’δειχνε τη θέση μου στη γη» (σελ 63).
Γεννημένος παραδίπλα από το Μανώλη (Ιεράπετρα), ελάχιστα χρόνια πιο ύστερα, μοιράζομαι παρόμοιες αναμνήσεις. Θέλω να κλείσω την παρουσίαση αυτής της συλλογής που τόσο με συγκίνησε με μια προσωπική μου ανάμνηση, που μου ήλθε συνειρμικά διαβάζοντας: «Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο η φωνή ενός μικρού αμέριμνου παιδιού φωτίζει αυτούμενο κεράκι• το νυχτωμένο σύμπαν» (σελ. 14). Η μητέρα μου όταν ξεχείλιζε από αγανάκτηση για τις αταξίες μου μού έλεγε το παρακάτω δίστιχο: «Κι ας ήταξα η άμοιρη πως δεν σ’ είχα ποτέ μου/ κι ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβησέ μου». Φαντάρος βρήκα το δίστιχο αυτό στον Ερωτόκριτο, διαβάζοντάς τον στο φυλάκιο της σκοπιάς.
No comments:
Post a Comment