Thursday, October 14, 2010

Γιώργος Παπαδάκης, Ακατονόμαστες εξομολογήσεις

Γιώργος Παπαδάκης, Ακατονόμαστες εξομολογήσεις, Οξύ 2007

Κρητικά Επίκαιρα, Μάρτης 2008 και Μεθόριος του Αιγαίου, τ. 28, Απρ-Ιούν. 2008

(Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη με τίτλο «Ακατονόμαστες εξομολογήσεις» στην αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, την Δευτέρα 30 Απριλίου 2007)

Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι.
Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω το φίλο μου το Γιώργο Παπαδάκη για την τιμή που μου έκανε να με εμπιστευτεί για αυτή την παρουσίαση, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών με την ακάματη πρόεδρό της Ελευθερία Τζαβάρα-Αναγνωστάκη, η οποία φιλοξενεί την παρουσίαση αυτή στον τόσο ωραίο και φιλόξενο χώρο της, και τέλος όλους εσάς που θυσιάσατε το απόγευμά σας για να έλθετε να μας ακούσετε. Και αν εμείς σας απογοητεύσουμε, σας διαβεβαιώνω ότι τα διηγήματα του Γιώργου Παπαδάκη, αν τα αγοράσετε και τα διαβάσετε, δεν θα σας απογοητεύσουν.
«Ακατονόμαστες εξομολογήσεις» είναι ο τίτλος τους, με υπότιτλο «Διηγήματα φανταστικής λογοτεχνίας». Διηγήματα όντως φανταστικά, και με τις δυο σημασίες της λέξης.
Ας ξεκινήσουμε με τον υπότιτλο: Τι σημαίνει «φανταστική λογοτεχνία»;
Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας, Βούλγαρος την καταγωγή, Τσβετάν Τοντόροφ, ορίζει το φανταστικό ως το είδος εκείνο της λογοτεχνίας όπου υπάρχει μια ταλάντευση μεταξύ πραγματικού και εξωπραγματικού, όπου τα γεγονότα τοποθετούνται σε ένα no man’s land, και είναι δύσκολο να προσδιορίσεις αν συμβαίνουν περισσότερο στην από εδώ πλευρά ή στην από εκεί. Όμως, έτσι όπως χρησιμοποιείται γενικά ο όρος, καλύπτει και όλα τα αφηγήματα που ανήκουν στην εκεί περιοχή, στην περιοχή του μη πραγματικού.
Δεν ανήκουν όλα τα διηγήματα της συλλογής σ’ αυτή την κατηγορία. Υπάρχουν δύο, πιστεύω από τα πιο εξαίρετα, που ξεφεύγουν του είδους. Αλλά για αυτά θα μιλήσω στο τέλος πιο ειδικά.
Όπως υποδηλώνεται και από τον τίτλο, «εξομολογήσεις», έχουμε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Οι ήρωες αφηγούνται προσωπικές ιστορίες οι οποίες τους συγκλόνισαν. Προσωπογραφούνται ελάχιστα, μόλις στα αναγκαία χαρακτηριστικά τους που έχουν να κάνουν με τα γεγονότα της αφήγησης.
«Ήμουν πάντοτε ένας μοναχικός άνθρωπος… Αποφάσισα να γράψω δυο λόγια, περισσότερο για να ανακουφίσω τον εαυτό μου. Η κατάστασή μου, σύμφωνα με τους γιατρούς, είναι μια μορφή παράνοιας
θεραπεύσιμη, αν ακολουθηθεί η κατάλληλη αγωγή». Έτσι ξεκινάει ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα, «Το σπίτι», αυτοσυστηνόμενος. Το πιοτό ήταν η εύκολη λύση για να αντιμετωπίσω τα προβλήματά μου, λέει ο αφηγητής στο «Έκτακτο παράρτημα». Η παράνοια και το πιοτό είναι γνωστό ότι δημιουργούν παραισθήσεις. Έτσι εύκολα υποπτεύεται κανείς ότι τα γεγονότα που αφηγούνται είναι αποκυήματα της φαντασίας τους, τοποθετώντας έτσι το διήγημα στην κατηγορία του φανταστικού σύμφωνα με τον ορισμό του Τοντόρωφ.
Ο χώρος είναι εξωελλαδικός. Όλα τα διηγήματα τοποθετούνται σε αγγλοσαξωνικές χώρες, Αγγλία και Αμερική, με εξαίρεση δύο που τοποθετούνται στα Καρπάθια, την χώρα του Δράκουλα. Η Αγγλία είναι η χώρα των φαντασμάτων, ενώ η Αμερική είναι η πατρίδα του μεγάλου Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του οποίου ο Παπαδάκης είναι θαυμαστής, και μιμητής με την πιο καλή έννοια του όρου. Όταν ο Παπαδάκης γράφει ποιήματα, τα τελευταία από τα οποία βρίσκονται στην πρόσφατα εκδομένη συλλογή «Το Λυκόφως των καιρών», δεν το κάνει φυσικά επειδή έγραψε ποιήματα και ο Πόε.
Ο χρόνος των διηγημάτων είναι επίσης παρελθοντικός. Θα ’λεγε κανείς ότι τα φώτα του ηλεκτρισμού έδιωξαν τα φαντάσματα, τα οποία ως γνωστό αρέσκονται στο σκοτάδι. Και όσο λιγότερο οι άνθρωποι της εποχής μας πιστεύουν σ’ αυτά, τόσο περισσότερο τους αρέσει να ακούν τις ιστορίες τους, ή παρόμοιες ιστορίες.
Αφού μιλήσαμε για τα πρόσωπα, το χώρο και το χρόνο, να μιλήσουμε και για τα επεισόδια.
Τα επεισόδια είναι καθ’ αυτά συναρπαστικά, όμως το πιο συναρπαστικό είναι η αφήγησή τους, η οποία τα κάνει ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά. Είναι όπως τα ανέκδοτα, που δεν έχει σημασία μόνο το ανέκδοτο, αλλά και πως θα το αφηγηθεί κανείς. Και ο Παπαδάκης αφηγείται υπέροχα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αγωνίας και τρόμου, χρησιμοποιώντας εξαίσια τόσο τα συναισθήματα του αφηγητή του, όσο και την περιγραφή του εξωτερικού χώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν περιορίζεται μόνο σε οπτικές και ακουστικές «εικόνες», αλλά και οσφρητικές.
«Το πιο παράξενο όμως απ’ όλα ήταν εκείνη η έντονη μυρωδιά από φρεσκοφτιαγμένη σούπα λαχανικών, που γιόμισε την ατμόσφαιρα και τα ρουθούνια των παρευρισκομένων στην κηδεία του σκληρού Άρθουρ Μπλάστερ». Έτσι τελειώνει το διήγημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η κατάρα της γεύσης», το ένα από τα δυο διηγήματα της συλλογής με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Για «απαίσια μυρουδιά» και «φοβερή οσμή» μιλάει στο «Είδωλο του θανάτου». Αλλού μιλάει για την απαίσια μυρωδιά του λύκου.
Ο λύκος, ένα ζώο που φιγουράρει σταθερά σε θρύλους και σε θρίλερ, από το θρύλο του λυκάνθρωπου μέχρι τον «Λύκο» με τον Τζακ Νίκολσον και την Μισέλ Πφάιφερ, πρωταγωνιστεί σε δυο από τα διηγήματα του Παπαδάκη. Με μοτίβο την καταδίωξη στο «Σταυρό» και την πολιορκία στο «Τρόμος στα Καρπάθια», έχουν έντονο σασπένς. Το σταυρουδάκι στο στήθος του αφηγητή στο ένα, το φως της αυγής στο άλλο, διώχνουν τους διώκτες-λύκους.
Άλλα τυπικά μοτίβα που συναντάμε στα διηγήματα του Παπαδάκη είναι ο καταραμένος θησαυρός στο «Το είδωλο του θανάτου», το εκδικητικό φάντασμα στο «Η κατάρα της γεύσης», ενώ υπάρχει και το φάντασμα που σώζει στο «Εκείνος στο νοτιοδυτικό κελί». Τέλος έχουμε το μοτίβο του στοιχειωμένου σπιτιού στο διήγημα με τίτλο «Το Σπίτι», που συνειρμικά παραπέμπει στο περίφημο «Η πτώση του σπιτιού την Άσερ» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ο «Καταχθόνιος γέρος» παραπέμπει συνειρμικά επίσης στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ. Εκεί, γερνάει το πορτρέτο σύμφωνα με την επιθυμία του Ντόριαν Γκρέι και όχι ο ίδιος. Εδώ, ένας σατανικός γέρος κλέβει τη νιότη του αφηγητή, ο οποίος γερνάει με μια καταπληκτική ταχύτητα.
Στο «Είδωλο του θανάτου» το τέλος είναι εντυπωσιακό, με τον ήρωα να σταματάει την αφήγηση τη στιγμή του θανάτου του. Και μου έφερε στο νου το μυθιστόρημα της Γιασμίνα Χαντρά «Τρομοκρατικό κτύπημα», όπου, εντελώς φανταστικά για ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, ο ήρωας αφηγείται και μετά το θάνατό του, τον οποίο δυσκολεύεται να πιστέψει. Αντίθετα στο φανταστικό διήγημα του Παπαδάκη, ο ήρωας καταγράφει τις τελευταίες του στιγμές πριν ξεψυχήσει στο ημερολόγιό του, σύμφωνα με τις συμβάσεις του ρεαλισμού.
Το «Ο σκύλος Τζακ» είναι ένα καθαρά ατμοσφαιρικό διήγημα. Ο αφηγητής είναι συναισθηματικά πολύ δεμένος με τον σκύλο του, και όταν αυτός πεθαίνει του λείπει πολύ.
Το διήγημα ανήκει στην κατηγορία του κυριολεκτικά φανταστικού. Κάποια νύκτα βλέπει ένα σκύλο που μοιάζει καταπληκτικά με τον πεθαμένο σκύλο του να παίζει με τα άλλα δυο σκυλιά του. Αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο να ήταν το φάντασμά του, ή μάλλον να μην ήταν το φάντασμά του.
Στο «Πηγάδι των επιθυμιών» έχουμε το μοτίβο της εκπλήρωσης επιθυμίας και του φαντάσματος. Ο ήρωας εκφράζει την επιθυμία, πάνω από ένα μαγικό πηγάδι, να επανέλθει στη ζωή ο πεθαμένος αδελφός του τον οποίο υπεραγαπά. Η επιθυμία εκπληρώνεται εν μέρει, αφού έρχεται το φάντασμά του αφήνοντας τη βούλα από το δακτυλίδι που του δώρισε πάνω στην πόρτα.
Πρέπει να παραδεχθώ πως δεν είμαι ιδιαίτερα φίλος του φανταστικού, αλλά καθώς τα διηγήματα του Παπαδάκη ήταν πραγματικά φανταστικά, μου άρεσαν πάρα πολύ. Πιο πολύ όμως μου άρεσαν δύο, τα οποία δεν εντάσσονται στην κατηγορία του φανταστικού, αλλά στη ρεαλιστική πεζογραφία. Τα διηγήματα αυτά είναι το «Έγκλημα χωρίς κίνητρο» και το «Εγώ, ο Τζακ».
Το πρώτο μου άρεσε για την αφηγηματική τεχνική του και το πρωτότυπο θέμα του. Ο αφηγητής αποφασίζει να διαπράξει το τέλειο έγκλημα, έτσι, προκλητικά. Όλα τα εγκλήματα έχουν κάποιο κίνητρο, και με βάσει το κίνητρο η αστυνομία ανιχνεύει τον δολοφόνο. Τι μπορεί όμως να κάνει όταν το έγκλημα είναι χωρίς κίνητρο;
Ο Παπαδάκης, με αριστοτεχνικό σασπένς, αφηγείται τον φόνο που διαπράττει ο αφηγητής. Όπως όμως ο αφηγητής αιτιολογεί το φόνο του, να διαπράξει το τέλειο έγκλημα, έτσι και ο Παπαδάκης πρέπει να αιτιολογήσει την πράξη του ήρωά του. Πλούσιος, έχοντας γευθεί όλες τις απολαύσεις, έχοντας ζήσει όλες τις συγκινήσεις, με κατεβασμένο πολύ χαμηλά το κατώφλι ερεθισμού, ψάχνει για πιο έντονες συγκινήσεις. Και η διάπραξη ενός εγκλήματος προσφέρει μια τέλεια συγκίνηση.
Του άρεσε. Και από τότε μετατρέπεται σε serial killer, διαπράττοντας μια σειρά άλλων δολοφονιών. Καθώς όμως σιγά σιγά πέφτει η συγκίνηση, για να την ανεβάσει αυξάνει τον ρίσκο. Παίρνει λιγότερες προφυλάξεις, παίζοντας με την πιθανότητα να συλληφθεί. Όμως και πάλι έχει πέσει η συγκίνηση καθώς δεν καταφέρνουν να τον συλλάβουν, και έτσι αποφασίζει να σταματήσει. Ένας τελευταίος φόνος, και μετά στοπ.
Διαβάζω την τελευταία σελίδα, όπου η τελευταία πρόταση, με ένα εφέ απροσδόκητου, δίνει ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους:
«Έπεσε σαν κεραυνοβολημένο. Κα¬νείς δεν ακολουθούσε, κατά συνέπεια δεν υπήρχε και λόγος να ανησυχήσω άμεσα. Από ένα σημείο και έπειτα είχα σταματήσει να παρατηρώ τα θύματα και πολλά απ' αυτά δεν τα θυμόμουν καθόλου στο πρόσωπο. Κάτι όμως με ώθησε, στο να κοιτάξω το θύμα αυτό, στο πρόσωπο. Ίσως επειδή ήταν το τελευταίο.
Πιστεύω, τελειώνοντας αυτή την επιστολή, ότι αυτή ήταν η καθοριστική στιγμή που μ' έκανε να ξεπεράσω τα όρια της σχι-ζοφρένειας (όπως πιστεύουν οι γιατροί εδώ στο άσυλο του Λον¬δίνου που βρίσκομαι τώρα).
Μιλώ, όπως αντιλαμβάνεστε, για τη στιγμή που κοίταξα το θύμα στο πρόσωπο...
Πιστεύω πως αυτό το όριο το είχα ξεπεράσει ήδη, χωρίς να μπορώ να καθορίσω το πότε ακριβώς. Πάντως το είχα ξεπερά¬σει.
Απλώς, κοιτάζοντας το θύμα, έσβησε κι αυτή η τελευταί¬α σπίθα που σιγοκαίει μέσα μας και μας κρατάει κοντά σ' αυτό που ονομάζουμε «παιδικότητα», όσο κι αν αυτή η λέξη βρίσκεται πολύ μακριά, από το να με χαρακτηρίσει.
Δεν χρειάστηκε να παραδοθώ, απλά έμεινα εκεί να τον κοι¬τάζω στο πρόσωπο. Όλη τη νύχτα. Εκείνο το πρόσωπο που θα με συντροφεύει από δω κι εμπρός όλες τις καταραμένες νύχτες του πόνου και της θλίψης. Το πρόσωπο του αγαπημένου μου πατέρα».
Το δεύτερο διήγημα, «Εγώ, το Τζακ», αναφέρεται στον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Εξαιρετικά πρωτότυπο κι αυτό στη σύλληψή του, θεματοποιεί το πρόβλημα του Ηρόστρατου, που αποτελεί και το θέμα του θαυμάσιου μυθιστορήματος του Μίλαν Κούντερα «Η Αθανασία». Για όσους δεν το ξέρουν, ο Ηρόστρατος έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, για να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Ο Κούντερα στο μυθιστόρημά του πραγματεύεται την αγωνία του ανθρώπου να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Ο Παπαδάκης υποθέτει ότι ο Τζακ θα ήθελε, μετά το θάνατό του να αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα, και γι αυτό γράφει ένα γράμμα, ελπίζοντας ότι μετά από χρόνια, αφού θα έχει πεθάνει, θα ανακαλυφθεί και θα διαβαστεί, ώστε να μάθει όλος ο κόσμος ποιος ήταν πραγματικά: ο διάσημος ζωγράφος Ουίλιαμ Σίκερτ.
Ο Ιζάια βρίσκει το γράμμα και το διαβάζει στον φίλο του τον Θέοντορ. Σ’ αυτό ο Τζακ εκθέτει το κίνητρο των πράξεών του, να καθαρίσει την κοινωνία από τις πόρνες.
Και γράφει ο Παπαδάκης:
«Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής με μια αποφασιστική κίνηση ο Ιζάια δίπλωσε το γράμμα στα δύο και το πέταξε στο τζάκι χωρίς να πει τίποτα. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, ο φίλος του δεν αντέδρασε. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι…Ας μη σπιλωθεί χωρίς λόγο ένα όνομα τόσο σημαντικό… Ή μήπως έτσι εκδικούνταν τον Αντεροβγάλτη; Άλλωστε εκείνος δεν άφησε το γράμμα για να επιδειχθεί; Να κοροϊδέψει την αστυνομία κι από τον τάφο του ακόμα… Ε, τότε δεν πέτυχε τον σκοπό του».
Ατμοσφαιρικός, επινοητικός, γλαφυρός, ο Παπαδάκης είναι ένας από τους μάστορες του φανταστικού διηγήματος, και όχι μόνο, όπως σας έδειξα με τα τελευταία δυο του διηγήματα.
Θα ήθελα να τελειώσω αυτή την παρουσίαση με ένα απόσπασμα δικό του, από το διήγημα «Η Κατάρα της γεύσης» που αναφέρεται στο περίφημο «κυνήγι των μαγισσών» στο οποίο είχαν αποδυθεί οι φονταμενταλιστές χριστιανοί τον Μεσαίωνα, παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα έχουμε μάγο και όχι μάγισσα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μεταφορά για κάποιους άλλους φονταμενταλιστές σήμερα, μιας άλλης θρησκείας:
«Στο όνομα του Χριστού είχαν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Η πίστη δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ψυχικού και σωματικού βιασμού. Όποιος θέλει πιστεύει και μάλιστα σε ό, τι θέλει. Είναι αδιανόητο να θεωρούν κάποιοι τους εαυτούς τους θεσμοθέτες της απολύτου αλήθειας και στο όνομα αυτής να εκβιάζουν συνειδήσεις και να καταστρέφουν ανθρώπους».
Ευχαριστώ.

No comments:

Post a Comment