Κώστας Καλατζής, Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκη, Αθήνα 2007, Ηλέκτρα
Μεθόριος του Αιγαίου, τ. 28, Απρίλιος Ιούνιος 2008
Με το έργο του Κώστα Καλατζή έχουμε ασχοληθεί δυο φορές. Η πρώτη ήταν με το μυθιστόρημά του «Η ασημόπετρα», σε ένα συνέδριο που έγινε στη Σάμο με θέμα «Η Σάμος στη νεότερη λογοτεχνία». Τίτλος της εισήγησής μας ήταν «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία: Δύο σάμιοι πεζογράφοι». Η δεύτερη ήταν με τη νουβέλα του «Η οδοιπορία του Ιουλίου Καίσαρος». Ο Κώστας Καλατζής μας παρουσιάζει τώρα τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του (η πρώτη ήταν «Τα ταμπάκικα» που τιμήθηκε με πρώτο κρατικό βραβείο) με τίτλο «Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκη».
Ο Καλατζής, ένας συγγραφέας του πραγματικού όπως τον χαρακτηρίσαμε στην εισήγησή μας, στη συλλογή αυτή διηγημάτων διηγείται πραγματικές ιστορίες. Ιστορίες συναρπαστικές, που γίνονται ακόμη πιο συναρπαστικές με τη γλαφυρή πένα του. Ιστορίες που ξεκινάνε από τα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου, όπου περιγράφει τη φρίκη του πολέμου αλλά και στιγμές ανθρωπιάς, και φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή, με οδοιπορικά στη γενέθλια γη του και σκέψεις για τη μοίρα και την προοπτική της. Μια προοπτική, που δεν είναι ειδικά σαμιώτικη, αλλά θα έλεγε κανείς πανελλαδική: Οι Γερμανοί, που δεν κατάφεραν τότε να μας κατακτήσουν, τώρα μας αγοράζουν: αγοράζουν τη γη μας, και κυρίως παλιά σπίτια στα χωριά μας, που η κρατική εγκατάλειψη έχει διώξει τους κατοίκους τους.
Ο Καλατζής, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, εξομολογείται σε μια επιστολή του που παραθέτει με τίτλο «Omaha beach»: Θέλγομαι εγώ, ο αντιμιλιταριστής λογοτέχνης, να μιλάω για τον πόλεμο» (σελ. 326). Θέλγεται, γι αυτό και είναι ασύλληπτος στις περιγραφές πολεμικών σκηνών, όπως θα θυμάται ο αναγνώστης της «Ασημόπετρας». Ο αντιμιλιταρισμός του εκφράζεται με μια νατουραλιστική απεικόνιση της φρίκης του πολέμου.
«Οι νεκροί και οι τραυματισμένοι σωρός.
Τα ουρλιαχτά και οι οιμωγές ως τον ουρανό. Χάος! Κορ¬μιά να λιανίζονται, κοιλιές να ανοίγουν, άντερα να ξετυ¬λίγονται βίαια σαν κορδέλες, γλιστερά συκώτια μέσα στη χολή, απευθυσμένα να κόβονται και να πνίγονται στις ακα¬θαρσίες τους, κεφάλια να θρυμματίζονται, μυαλά να χύ¬νονται, χέρια και πόδια να πελεκίζονται, μεδούλια να κρέ¬μονται σαν μελανές σκουληκαντέρες από τσακισμένα μη¬ριαία, κοψίδια κρέατα να τινάζονται ψηλά... και αίμα να ραντίζει τα πάντα και να κοκκινίζει τη θάλασσα και την άμμο» (σελ. 221).
Στο βιβλίο του αυτό ο Καλατζής διαλύει τα στερεότυπα, τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι Γερμανοί και οι σύμμαχοι. «Δείχνανε καλά και ήρεμα παιδιά, μπαρουτοκαπνισμένα… Δεν μοιάζανε με τους άγριους που είδαμε αργότερα στον κινηματογράφο. Δεν τους είδα ούτε μια φορά να σηκώνουνε ναζιστικά το χέρι, ούτε τους άκουσα με το παραμικρό να γαυγίζουν ‘Χάιλ Χίτλερ’» (σελ. 160-161). Όσο για τους συμμάχους, γράφει στις σημειώσεις στο εκτενέστατο διήγημα «Τα ρεβίθια της Αγίας Τριάδος»: (από τα ημερολόγια των πλοίων) «… εφιστάται η προσοχή επί του σήματος S/ONE 28085 /6/7/44 το οποίο ορίζει ότι ιστιοφόρα άτινα φέρουν την σημαίαν του Ερυθρού Σταυρού δέον να βυθίζονται οποτεδήποτε συναντώνται. Τα ιστιοφόρα ταύτα πρέπει να βυθίζονται πάραυτα…» (σελ. 359). Δεν ήταν λοιπόν σεβαστό το σήμα του Ερυθρού Σταυρού από τους συμμάχους. Ο κυβερνήτης ενός υποβρυχίου, ο Κωνσταντίνος Λούνδρας, ο σύζυγος της Ελένης Βλάχου και συνιδιοκτήτης της Καθημερινής, βύθισε ένα γερμανικό αντιτορπιλικό, και παρασημοφορήθηκε από τους Έλληνες, όχι όμως και από τους Άγγλους όπως θα έπρεπε, γιατί δεν βύθισε λίγο πριν το «Αγία Τριάς» στο οποίο επέβαινε μια νέα γυναίκα, η Κρινώ, με το μωρό της.
Ο Καλατζής, αν και γιατρός, είναι γνώστης πολλών λεπτομερειών που αφορούν τα πλοία, και στα σχετικά διηγήματα υπάρχουν ένα σωρό τεχνικοί όροι που δίνουν ένα πρόσθετο ρεαλισμό στην αφήγησή του. Έτσι συναντούμε λέξεις όπως τουρέλο, ματσόλα,, ταμπούκο, κ.ά.
Όπως και οι συμπατριώτες μου οι Κρητικοί διακατέχεται και αυτός από την αγωνία της διατήρησης της γλώσσας. Στα τελευταία διηγήματά του ιδιαίτερα κυριαρχεί το τοπικό ιδίωμα στους διαλόγους, με τις ξεχωριστές σαμιώτικες λέξεις. Να σημειώσουμε ακόμη ότι είναι ιδιαίτερα επινοητικός στην απόδοση της προφοράς, βάζοντας τα κοφτά φωνήεντα κάτω από τη νοητή γραμμή που τοποθετείται η λέξη, όπως η υπογεγραμμένη.
Ένα από τα πιο συναρπαστικά διηγήματα του βιβλίου είναι «Η διήγηση του Ιωάννη», όπου καταγράφει την μαγνητοφωνημένη αφήγηση του πατέρα του για το ταξίδι του σαν μετανάστης στην Αμερική. «Αμέρικα αμέρικα», ή καλύτερα «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», με μόνη τη γλωσσική εξομάλυνση από το γιο.
Ενδιαφέρον είναι και το διήγημα «Ο Μαστρογιάννης». Ο Μαστρογιάννης, ένα περίπου διπλότυπο του Αλέξη Ζορμπά, συνεταιρίστηκε με έναν χωριανό του να φτιάξουν ένα νεροπρίονο, για να πριονίζονται τα δένδρα απευθείας στο ορεινό δάσος και να μεταφέρεται έτσι η ξυλεία και όχι οι κορμοί. Αυτός θα έβαζε την τέχνη, ο χωριανός του τα λεφτά. Ήλθε η ημέρα των εγκαινίων, όμως τα πράγματα πήγαν στραβά. Ένα λάθος στο χειρισμό και το νεροπρίονο είχε τη μοίρα που είχε και ο εναέριος που έφτιαξε ο Ζορμπάς.
Τα διηγήματα, καθώς στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα, έχουν συχνά παρεκβάσεις που ξεστρατίζουν από την κυρίως αφήγηση. Όμως καθώς οι παρεκβάσεις αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα δεν ενοχλούν αλλά διαβάζονται με την ίδια ευχαρίστηση.
Σ’ αυτά τα εξαιρετικά διηγήματα μόνο ένα λάθος εντοπίσαμε, στο παρακάτω απόσπασμα: «Ντι ντι ντι ντααα… Ντι ντι ντι νταααα…
Ήτανε τρεις τελείες και μια μεγάλη νικητήρια παύλα. Οι πρώτες νότες από την Ηρωική συμφωνία του Μπετόβεν. Το γράμμα V. Victory» (σελ. 40).
Οι νότες αυτές δεν είναι από την Ηρωική, αλλά από την Πέμπτη, του πεπρωμένου. Όμως μόνο ένας γνώστης της μουσικής μπορεί να το αντιληφθεί, και από άποψη ουσίας δεν έχει σημασία.
Θα τελειώσουμε με ένα από τα κεντρικά θέματα της συλλογής: τον αλλησπαραγμό του εμφύλιου. Ο Καλατζής θλίβεται αφάνταστα γι αυτή τη θλιβερή αιματοχυσία, που αποδείχτηκε περιττή. Στα «Ρεβύθια της ‘Αγίας Τριάδος’», σε μια αναδρομή, μιλάει για τον Χρόνη, τον πατέρα του μωρού της Κρινώς. «Ο Χρόνης ήταν φοιτητής της Χημείας. Οργανωμένος με τους αποδώ, κτυπιόταν με τους αποκεί» (σελ. 64). Ποιοι ήταν οι αποδώ, ποιοι οι αποκεί, δεν μας λέει. Ούτε μας λέει με ποιους ήταν αυτοί που μπούκαραν στο σπίτι της Κρινώς. Με αυτό τον ευρηματικό τρόπο ο Καλατζής θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει σημασία σε ποια μεριά ήταν τα θύματα, ήταν όλοι τους Έλληνες.
No comments:
Post a Comment