Μουρατχάν Μουνγκάν, Τσαντόρ (μετ. Πέτρου Μάρκαρη), Καστανιώτης 2010, σελ. 103
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μέσα από τον γυρισμό ενός ξενιτεμένου ο συγγραφέας εκφράζει τους φόβους του για μια τραγική μοίρα που επικρέμεται σαν απειλή στην πατρίδα του.
«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις, χρόνια ξενιτεμένος ήσουν…». Το ποίημα αυτό του Σεφέρη δόθηκε στις τελευταίες εξετάσεις του ΑΣΕΠ, πριν τρία χρόνια, στη διδακτική της λογοτεχνίας στους φιλόλογους. Ήμουν από τους διορθωτές, και επί τη ευκαιρία έκανα ένα post στο blog μου για το ποίημα, παραθέτοντας τους στίχους και τη μουσική του Μαρκόπουλου. Το ποίημα αναφέρεται σε ένα ξενιτεμένο, που γυρνώντας στον τόπο του δεν τον αναγνωρίζει πια.
Το μυθιστόρημα του Μουνγκάν δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ποίημα του Σεφέρη σε πεζό. Ο ήρωας επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται, και την οποία δεν αναγνωρίζει. Έχει περάσει πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στη σελίδα 41 διαβάζουμε: «Η ζέστη στην Καρμπάλα…». Όμως, με δεδομένη την εικόνα ότι την εξουσία στη χώρα αυτή την έχουν οι ισλαμιστές, μάλλον η κατά τα άλλα μη κατονομαζόμενη χώρα ταιριάζει περισσότερο με το Αφγανιστάν παρά με το Ιράκ, τότε που βρίσκονταν στην εξουσία οι Ταλιμπάν. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2004, πιθανόν όμως να άρχισε να γράφεται πριν την ανατροπή των Ταλιμπάν με την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Η γενέθλια πόλη του ήρωα είναι ερειπωμένη. Μάταια ψάχνει να βρει τους δικούς του, καθώς και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, και αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: «Μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…» (σελ. 42).
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα (συν) αισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει, και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του.
Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύεται στο τέλος. Ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του που έχει ξαναπαντρευτεί, και ζει σε μια πόλη στο βορά. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά αυτή προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα, είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσουν αυτές. Μάταια όμως. Κανένα από αυτά τα «χελιδόνια», όπως ονοματίζει τις γυναίκες με τη μαύρη μπούργκα η Γιασμίνα Χαντρά στο μυθιστόρημά της «Τα χελιδόνια της Καμπούλ», δεν τον αναγνωρίζει.
Η μπούργκα φαίνεται να είναι ο δεύτερος ήρωας του μυθιστορήματος. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. «Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους» (σελ. 49).
Τότε γιατί το μυθιστόρημα τιτλοφορείται «Τσαντόρ»;
Το διαβάζουμε πιο κάτω:
«Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’» (σελ. 74).
Πάλι θα αναφερθώ στις «ρίζες της σύμπτωσης».
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση ανοίγω τα email μου και πέφτω πάνω στο παρακάτω άρθρο από το newsletter των Νέων, σήμερα, Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 με τίτλο «Τρέμουν τον τούρκο Χομεϊνί». Η πρώτη παράγραφος του άρθρου είναι η εξής.
«Τρόµο προκαλεί στους κεµαλιστές η νέα δήλωση του ηγέτη του µεγαλύτερου θρησκευτικού τάγµατος της Τουρκίας Φετουλάχ Γκιουλέν ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στη χώρα. Οι κεµαλιστές χαρακτηρίζουν τον Γκιουλέν «Χοµεϊνί της Τουρκίας» και πιστεύουν ότι θα επιστρέψει για να εφαρµόσει τη σαρία». Ολόκληρο το άρθρο βρίσκεται εδώ http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=4599613&ml=1
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για βιογραφικά του συγγραφέα, βρήκα ότι έχει ένα παραπάνω λόγο να ανησυχεί: Είναι ομοφυλόφιλος, και δεν το κρύβει. Πρόπερσι, σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Τζεμίλ Τουράν, άκουσα ότι η Ελλάδα έδωσε πολιτικό άσυλο σε έναν ιρανό ομοφυλόφιλο που είχε βασανιστεί άγρια από το ιρανικό καθεστώς εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Ο Μουνγκάν, με έναν τούρκο Χομεϊνί, μάλλον κινδυνεύει.
Θα σχολιάσω, όπως συνηθίζω, κάποια κομμάτια από το βιβλίο:
«Θυμήθηκε ένα παλιό, πολύ γνωστό ρητό: ‘Το γέλιο της γυναίκας είναι μια πρόσκληση στον σατανά’» (σελ. 76).
Είπα ότι θα σχολιάσω, αλλά αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο.
«Έστω κι αν δεν μπορούσε να το εκφράσει με λέξεις, κάπου μέσα στην καρδιά του ήξερε πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη λαμπρή ευτυχία πατέρα και γιου που γελάνε την ίδια στιγμή» (σελ. 33).
Κι εγώ, σαν πατέρας, το νιώθω, όταν βλέπω μαζί με το γιο μου κωμωδίες. Φαντάζομαι και ο γιος μου.
Μίλησα περισσότερο για το θέμα, ως πιο ενδιαφέρον, παρά για τη λογοτεχνικότητα της γραφής του Μουνγκάν. Είναι δεξιοτέχνης στην αφήγηση, έστω και με υποτυπώδη πλοκή, και γλαφυρός στην περιγραφή. Δίκαια θεωρείται εφάμιλλος του Παμούκ, του οποίου είναι μόλις τρία χρόνια νεώτερος.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment