Abbas Kiarostami, copie conforme, γνήσιο αντίγραφο (2010)
Μια ακόμη ταινία του Abbas Kiarostami που όμως γιουχαΐστηκε στο φεστιβάλ Καννών. Και εμένα δεν μου πολυάρεσε, για άλλους λόγους όμως. Τη βρήκα πολύ «δυτική». Έψαξα να βρω κάποια κριτική στο ίντερνετ. Βρήκα την παρακάτω, μια παρουσίαση του Brad Prevet, που όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο. Παραθέτω το link.
Αυτό με το οποίο διαφώνησα ήταν αυτή η τάση γενίκευσης που δίνει ο Brad Prevet στο έργο. Παραθέτω την παράγραφο: Certified Copy takes its title literally. We are watching a couple play out the roles of any number of couples before them. This is to say they know each other and they don't know each other. It's a film examining relationships one moment at a time and once the moment passes we move on to the next. Binoche and Shimmel are playing any one couple as much as they are playing all couples, in what amounts to Kiarostami's attempt at a wholly universal love story in every sense of the phrase.
Εδώ μπαίνει βέβαια ένα γενικότερο πρόβλημα, που έχει μάλλον τις ρίζες του στον ρεαλισμό, τόσο στον κριτικό όσο και στον σοσιαλιστικό, το να θεωρείται ένα αφηγηματικό έργο μια μικρογραφία μιας πλευράς της πραγματικότητας, κάτι σαν τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Αυτό συχνά οδηγεί σε επιπόλαιες γενικεύσεις, όπως στην παραπάνω, ότι ο Κιαροστάμι θέλει να δώσει μια –ας μη μεταφράσω καλύτερα, a wholly universal love story in every sense of the phrase. Η καθολικότητα δεν βρίσκεται στην ερωτική ιστορία, που κάθε άλλο παρά γενική είναι, αλλά θα έλεγα εντελώς μοναδική, αλλά στην ψυχολογία μιας γυναίκας που υπήρξε παντρεμένη, μεγαλώνει μόνη της ένα γιο και λαχταρά μια ερωτική σχέση.
Ξεναγώντας τον άνδρα, τον πηγαίνει σε ένα μουσείο όπου υπάρχει ο πίνακας του εξώφυλλου του βιβλίου του, στην παρουσίαση του οποίου τον γνώρισε. Του είπε ότι για διακόσια χρόνια θεωρήθηκε αληθινός, αλλά κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι ήταν αντίγραφο. Ήταν όμως ένα τόσο πιστό αντίγραφο ώστε κράτησε τη θέση του στο μουσείο.
Αυτό το γεγονός που δίνει και τον τίτλο στην ταινία αποτελεί και το κλειδί της κατανόησης της ταινίας. Η σερβιτόρα στο καφενείο όπου πηγαίνουν νομίζει ότι ο άνδρας είναι σύζυγός της. Η γυναίκα (Juliette Binoche) δεν την διαψεύδει. Στη συνέχεια του ζητάει να ποζάρουν σε μια εκκλησία σε δήθεν αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους, όπως κάνουν πολλά ζευγάρια. Αυτός αρνείται αρχικά, αλλά στη συνέχεια υποχωρεί, για να παρασυρθεί τελικά στο παιχνίδι ότι είναι πράγματι ζευγάρι με δεκαπέντε χρόνια γάμου πίσω τους. Η γυναίκα τον καλεί να επισκεφτούν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που πέρασαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ξαπλώνει στον κρεβάτι και τον καλεί. Ο άντρας της υπενθυμίζει ότι στις 9 η ώρα θα πρέπει να πάρει το τραίνο. Βγαίνει στο μπαλκόνι ενώ ακούγονται οι καμπάνες μιας εκκλησίας.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα λίγα αφηγηματικά έργα που έχω δει με ανοιχτό τέλος. Τελικά μένει; Φεύγει; Όμως παρόλο που το τέλος είναι πρωτότυπα ανοιχτό, παραβιάζει παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, όπως αυτή του να θέλει ο θεατής να ξέρει το τέλος της ιστορίας. Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο. Ναι, αυτό πράγματι είναι κάτι γενικό.
(Όσο και να προσπαθώ, εδώ και χρόνια, δεν κατάφερα να βρω την ταινία, από τις πρώτες που είδα σε dvd, όπου οι ήρωες, απομονωμένοι σε ένα νησί, βλέπουν ένα αεροπλάνο να έρχεται, και δεν ξέρουν αν κουβαλά φίλους ή τους διώχτες τους. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει το έργο. Παρεμπιπτόντως ανοιχτό τέλος έχει και το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν).
Μια εγχείρηση καταρράκτη που έκανα χθες μου επιτρέπει να βλέπω ταινίες αλλά όχι να διαβάζω, πριν περάσουν δεκαπέντε μέρες και αλλάξω φακό στα γυαλιά. Περιέργως τα γυαλιά που έχω για τον υπολογιστή δεν με δυσκολεύουν, γι αυτό μπορώ και γράφω αυτές τις γραμμές.
Μια ακόμη ταινία του Abbas Kiarostami που όμως γιουχαΐστηκε στο φεστιβάλ Καννών. Και εμένα δεν μου πολυάρεσε, για άλλους λόγους όμως. Τη βρήκα πολύ «δυτική». Έψαξα να βρω κάποια κριτική στο ίντερνετ. Βρήκα την παρακάτω, μια παρουσίαση του Brad Prevet, που όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο. Παραθέτω το link.
Αυτό με το οποίο διαφώνησα ήταν αυτή η τάση γενίκευσης που δίνει ο Brad Prevet στο έργο. Παραθέτω την παράγραφο: Certified Copy takes its title literally. We are watching a couple play out the roles of any number of couples before them. This is to say they know each other and they don't know each other. It's a film examining relationships one moment at a time and once the moment passes we move on to the next. Binoche and Shimmel are playing any one couple as much as they are playing all couples, in what amounts to Kiarostami's attempt at a wholly universal love story in every sense of the phrase.
Εδώ μπαίνει βέβαια ένα γενικότερο πρόβλημα, που έχει μάλλον τις ρίζες του στον ρεαλισμό, τόσο στον κριτικό όσο και στον σοσιαλιστικό, το να θεωρείται ένα αφηγηματικό έργο μια μικρογραφία μιας πλευράς της πραγματικότητας, κάτι σαν τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Αυτό συχνά οδηγεί σε επιπόλαιες γενικεύσεις, όπως στην παραπάνω, ότι ο Κιαροστάμι θέλει να δώσει μια –ας μη μεταφράσω καλύτερα, a wholly universal love story in every sense of the phrase. Η καθολικότητα δεν βρίσκεται στην ερωτική ιστορία, που κάθε άλλο παρά γενική είναι, αλλά θα έλεγα εντελώς μοναδική, αλλά στην ψυχολογία μιας γυναίκας που υπήρξε παντρεμένη, μεγαλώνει μόνη της ένα γιο και λαχταρά μια ερωτική σχέση.
Ξεναγώντας τον άνδρα, τον πηγαίνει σε ένα μουσείο όπου υπάρχει ο πίνακας του εξώφυλλου του βιβλίου του, στην παρουσίαση του οποίου τον γνώρισε. Του είπε ότι για διακόσια χρόνια θεωρήθηκε αληθινός, αλλά κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι ήταν αντίγραφο. Ήταν όμως ένα τόσο πιστό αντίγραφο ώστε κράτησε τη θέση του στο μουσείο.
Αυτό το γεγονός που δίνει και τον τίτλο στην ταινία αποτελεί και το κλειδί της κατανόησης της ταινίας. Η σερβιτόρα στο καφενείο όπου πηγαίνουν νομίζει ότι ο άνδρας είναι σύζυγός της. Η γυναίκα (Juliette Binoche) δεν την διαψεύδει. Στη συνέχεια του ζητάει να ποζάρουν σε μια εκκλησία σε δήθεν αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους, όπως κάνουν πολλά ζευγάρια. Αυτός αρνείται αρχικά, αλλά στη συνέχεια υποχωρεί, για να παρασυρθεί τελικά στο παιχνίδι ότι είναι πράγματι ζευγάρι με δεκαπέντε χρόνια γάμου πίσω τους. Η γυναίκα τον καλεί να επισκεφτούν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που πέρασαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ξαπλώνει στον κρεβάτι και τον καλεί. Ο άντρας της υπενθυμίζει ότι στις 9 η ώρα θα πρέπει να πάρει το τραίνο. Βγαίνει στο μπαλκόνι ενώ ακούγονται οι καμπάνες μιας εκκλησίας.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα λίγα αφηγηματικά έργα που έχω δει με ανοιχτό τέλος. Τελικά μένει; Φεύγει; Όμως παρόλο που το τέλος είναι πρωτότυπα ανοιχτό, παραβιάζει παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, όπως αυτή του να θέλει ο θεατής να ξέρει το τέλος της ιστορίας. Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο. Ναι, αυτό πράγματι είναι κάτι γενικό.
(Όσο και να προσπαθώ, εδώ και χρόνια, δεν κατάφερα να βρω την ταινία, από τις πρώτες που είδα σε dvd, όπου οι ήρωες, απομονωμένοι σε ένα νησί, βλέπουν ένα αεροπλάνο να έρχεται, και δεν ξέρουν αν κουβαλά φίλους ή τους διώχτες τους. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει το έργο. Παρεμπιπτόντως ανοιχτό τέλος έχει και το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν).
Μια εγχείρηση καταρράκτη που έκανα χθες μου επιτρέπει να βλέπω ταινίες αλλά όχι να διαβάζω, πριν περάσουν δεκαπέντε μέρες και αλλάξω φακό στα γυαλιά. Περιέργως τα γυαλιά που έχω για τον υπολογιστή δεν με δυσκολεύουν, γι αυτό μπορώ και γράφω αυτές τις γραμμές.
No comments:
Post a Comment