Θέμος Κορνάρος-Γαλάτεια Καζαντζάκη, Το νησί των σημαδεμένων-Σπιναλόγκα: η άρρωστη πολιτεία, Καστανιώτης 2010, σελ. 209
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο μυθιστορήματα γεμάτα σκληρές μαρτυρίες για τη ζωή πάνω στο νησί
Μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε το «Νησί» της Βικτώρια Χίσλοπ, ένα μυθιστόρημα με φόντο την Σπιναλόγκα, αλλά και του σήριαλ που ακολούθησε, οι εκδόσεις Καστανιώτη προχώρησαν σε επανέκδοση των δύο μυθιστορημάτων του Θέμου Κορνάρου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που διαδραματίζονται επίσης στην Σπιναλόγκα.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με το «Νησί των σημαδεμένων» του Θέμου Κορνάρου (1906-1970). Ο Θέμος Κορνάρος το έγραψε το 1933. Στρατευμένος αριστερός, το γράφει σαν καταγγελία για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον βράχο αυτό απέναντι από την Ελούντα, όπου απομόνωναν τους λεπρούς μέχρι το 1957. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρότητας, από τα πιο σκληρά νατουραλιστικά μυθιστορήματα, όπου βλέπουμε φιγούρες που θα τις ζήλευε και ο Ιερώνυμος Μπος. Ο Κορνάρος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη φρικτή σωματική παραμόρφωση που υφίστανται σιγά σιγά οι περισσότεροι τρόφιμοι του νησιού. Όμως όχι μόνο. Αναφέρεται με πικρό σαρκασμό και στην ηθική εξαθλίωση στην οποία καταλήγουν οι τρόφιμοι αυτοί, περιγράφει τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και τη σκληρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι απ’ έξω, αυτοί με τους οποίους έρχονται αναγκαστικά σε επαφή, έμποροι και χωροφύλακες. Μπορεί να βοηθούν ό ένας τον άλλο, αλλά από ανάγκη. Αυτοί που αναγκάζονται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των άλλων το πληρώνουν ακριβά. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, δάσκαλος, δεν αποτελεί εξαίρεση. Με βαριά καρδιά εξυπηρετεί έναν γέρο αβοήθητο που μένει στο σπίτι που είναι λίγο πιο πάνω από το δικό του.
«Στην αρχή, τις πρώτες μέρες, τον λυπόμουνα το γείτονα. Γεροντάκος είναι, εξήντα χρονών (για φαντάσου, κι εγώ γεροντάκος είμαι, φέτος έκλεισα τα εξήντα). Μα και με λιγότερα χρόνια πάλι δεν μπορούσε να ’ναι παρά ένα κούτσουρο. Του ψώνιζα και τον τάιζα κάποτε κάποτε. Του ’φερνα και νερό. Μα τώρα… ας κάνει ό, τι του γουστάρει. Ας αγκομαχά κι ας λερώνεται, καθώς δεν μπορεί να μετακινηθεί. Καρφί δε μου καίγεται. Τι χρειάζονται όλα τούτα! Κι εγώ κάνω μέρες να ψωνίσω και να φάω. Κι αν θα φάω ταχτικά, τι προκοπή θα δω;» (σελ. 43-44).
Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του Κορνάρου στο αυτί του βιβλίου, «Στα πεζογραφήματά του συνδύαζε πολύ συχνά τη μαρτυρία με την καταγγελία, ακολουθώντας έτσι ένα υβριδικό είδος πεζογραφίας με έντονο στρατευμένο και πολεμικό χαρακτήρα». Είμαστε σίγουροι ότι, πέρα από την εικόνα της λέπρας που δείχνει παρουσιάζοντας τα σωματικά συμπτώματα αλλά και τον τύπο των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους λεπρούς, και τα επεισόδια που παραθέτει είναι μαρτυρίες, όπως για παράδειγμα το επεισόδιο με την κοπέλα που αυτοκτόνησε και με τη νεαρή μητέρα που της πήραν το μωρό. Ο γιατρός στον οποίο αναφέρεται, ο οποίος άφηνε τους ασθενείς του να κάνουν τη διάγνωση της όποιας αρρώστιας είχαν, πρέπει να ήταν πραγματικός γιατρός. Το ίδιο και η γυναίκα από την Κριτσά (χωρίο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο) που ακολούθησε τον άντρα της στο νησί. «Σαν πέθανε αυτή δεν έφυγε. Περιποιείται πότε τον έναν, πότε τον άλλο, πλένει, κάνει τον έμπορα. Ξαναπαντρεύτηκε εδώ με λεπρό! Τον έθαψε. Παντρεύτηκε και τρίτο, τον έθαψε κι αυτόν. Κι εξακολουθεί να μένει. Και θέλει, λέει, να κολλήσει λέπρα, για να παίρνει κι αυτή το εικοσιπεντάρικο που δίνει το κράτος στον λεπρό!... Κι αυτό το προτιμά γιατί ‘οι δουλειές στο χωριό της είναι… βαριές’» (σελ. 56). Παρεμπιπτόντως, ο Κορνάρος κάνει κατάχρηση αυτών των τριών τελειών, που μπαίνουν σαν να προετοιμάζουν ένα εφέ έκπληξης με μια μη αναμενόμενη λέξη. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κι έπρεπε να κρατώ το πιρούνι, σαν υπηρέτης του, μια ώρα μπροστά στο στόμα του… μωρού κι εκείνος να μη με προσέχει καθόλου» (σελ. 44). Το ...μωρό είναι ο γείτονάς του τον οποίο περιποιείται.
Παρά τη σκληρότητα της αφήγησης ο Κορνάρος προβάλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τη λαχτάρα για ζωή. Το επεισόδιο που αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας το έχει διηγηθεί πολλές φορές ο Ιάσωνας Ευαγγέλου στο φιλολογικό του καφενείο. Ο γείτονας αυτός, ετοιμοθάνατος πια, χωρίς να βλέπει, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, έχει σαν μόνο τρόπο επαφής με τον έξω κόσμο τη γλώσσα. Ο αφηγητής τού στύβει αρχικά μια λεμονόκουπα στη γλώσσα. Στη συνέχεια, μη έχοντας τίποτα άλλο πάνω του, ακουμπάει με το χέρι του στη γλώσσα του ένα χάπι κινίνου. Πικρό το κινίνο, όμως αυτός το γλύφει αδιάκοπα. Και το έργο τελειώνει ως εξής:
«Α, νερό! Καλά που το σκέφτηκα. Γεμίζω ένα τενεκάκι. Το ρουφά σιγά σιγά!
Δε μ’ αφήνει τώρα τον τενεκέ. Τονε σφίγγει με τα δόντια του, τονε δαγκώνει. Ένα τελευταίο σπαρτάρισμα και ξεψύχισε ο μπάρμπα-Μιχάλης, δαγκώνοντας τον τενεκέ. Πιπιλώντας, στραγγίζοντας τη ζωή από ’να σκουριασμένο παλιοτενεκέ!... Πιο πριν γράφει ο Κορνάρος.
«Έτσι γίνεται πάντα. Στην αρχή, παιδί μου, μόλις έρθεις, θέλεις να πεθάνεις. Αν είσαι λίγο αδύναμος, γκρεμίζεσαι στη θάλασσα αμέσως. Αν έχεις όμως μια σταλιά σεβασμό στη ζωή, ταλαντεύεσαι μια δυο μέρες κι ύστερα ρίχνεσαι με τα μούτρα, μ’ όλα σου τα δυνατά, να χαρείς τις υπόλοιπες στιγμές!» (σελ. 55). Ακόμη και την ύστατη, όπως αυτή ο μπάρμπα-Μιχάλης.
Και θα κλείσουμε πάλι με τις συνηθισμένες παρατηρήσεις σε επί μέρους.
Με συγκίνηση διάβασα μια φράση που έχω να την ακούσω δεκαετίες, αλλά που τη χρησιμοποιούσαν συχνά στην κουβέντα τους οι γονείς μου. «…έλα σου δα που κείνο το παντέρμο νομίζει πως είναι σπουδαίο!» (σελ. 44). Συνάντησα και άλλες λέξεις από καιρό ξεχασμένες στην Κρήτη. Μια μάλιστα ούτε καν την ήξερα: Μεσκίνης, που σημαίνει, όπως διαβάζουμε σε υποσημείωση που έβαλε ο επιμελητής, «λεπρός». Ώστε λοιπόν το επώνυμο της ιρανής σκηνοθέτιδας που έκανε την καταπληκτική ταινία «Τη μέρα που έγινα γυναίκα», της Μερζιγιέ Μεσκινί, σημαίνει λεπρή;
Αφού γράψαμε για το έργο του Κορνάρου διαβάσαμε και την «Άρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, καθώς και τα επιλεγόμενα του Μάνου Λουκάκη, γιου ενός γιατρού που επισκεπτόταν συχνά την Σπιναλόγκα. Από εκεί άντλησα πληροφορίες που αγνοούσα. Το νησί κατοικούνταν αρχικά από τουρκοκρητικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους το εγκατέλειψαν μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας το 1998. Όταν αποφασίστηκε η ίδρυση του λεπροκομείου το 1903 και απαλλοτριώθηκε η περιοχή, οι εναπομείναντες κάτοικοι, αγανακτισμένοι, έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους πριν φύγουν. Το τελευταίο αυτό μας το λέει η Γαλάτεια.
Και μια ακόμη πληροφορία: Το έργο της Γαλάτειας εκδόθηκε το 1914, έντεκα χρόνια μετά την ίδρυση του λεπροκομείου και δεκαεννιά χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου του Κορνάρου.
Ο Κορνάρος δεν αναφέρει πουθενά αν είχε υπόψη του το βιβλίο της Γαλάτειας. Πάντως και τα δυο βιβλία μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Υπάρχει η ίδια σκληρότητα στη νατουραλιστική περιγραφή των συμπτωμάτων της αρρώστιας, αλλά και της ηθικής έκπτωσης των λεπρών. Αυτό που γράφει η Καζαντζάκη και δεν γράφει ο Κορνάρος είναι πως το σεξ ήταν μια παρηγοριά γι αυτούς, και οι βιασμοί πάνω στο νησί ήταν συχνό φαινόμενο. Ακόμη, η ηρωίδα είναι δασκάλα, όπως δάσκαλος ήταν και ο ήρωας του Κορνάρου.
Στην αρχή θέλει να διδάξει τα παιδιά, όμως μετά την πιάνει η απογοήτευση και σε ένα μήνα κλείνει το σχολείο. Τα παιδιά την εκδικούνται σωρεύοντας στην πόρτα της ένα σωρό σκουπίδια. Ονειρεύεται να πείσει τους λεπρούς να προβούν σε ομαδική αυτοκτονία. Όμως δεν θα το τολμήσει. Αντίθετα θα αποφασίσει να παντρευτεί με το Λουκά, έναν δάσκαλο. Όμως έρωτας δεν υπάρχει. Η αισθησιακή λαχτάρα χάνεται βλέποντας το πληγιασμένο πρόσωπό του, που μια μύγα δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω του, όσο κι αν αυτός τη διώχνει. Στο τέλος όμως θα πάει να τον βρει στη σπηλιά όπου βρίσκει καταφύγιο τη μέρα διαβάζοντας. Θα περάσουν τη νύχτα εκεί μαζί.
Σχέση απελπισίας; Τελικός συμβιβασμός με το χτύπημα που της έδωσε η ζωή; Πάντως το έργο τελειώνει αισιόδοξα, όπως και το έργο του Κορνάρου. «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι», λέει ο σοφός λαός.
No comments:
Post a Comment