Wednesday, December 1, 2010

Μαξίμ Γκόρκι, Πρώτη αγάπη

Μαξίμ Γκόρκι, Πρώτη αγάπη, μετ. Γιώργου Σημηριώτη, Κοροντζή 1980, σελ.104.

Πριν λίγα χρόνια έγραψα μια μελέτη με τίτλο «Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη Κονδυλάκη». Η σλοβένικη μετάφραση Prva ljubezen Ivana Turgenjeva in grskega pisatelja Ioannisa Kondilakisa σε μετάφραση από τα αγγλικά από τη Vera Troha δημοσιεύτηκε στο Primerjalna Knjizevnost, (Comparative Literature), volume 28, Nr 1, Liubljana, June 2005, σ. 91-97. Από τότε κάνω συλλογή αφηγημάτων με τίτλο ή θέμα «Η πρώτη αγάπη». Μετά τα δύο διηγήματα του Τουργκένιεφ και του Κονδυλάκη ανακάλυψα ένα με τον ίδιο τίτλο του Αργύρη Εφταλιώτη. Ακόμη το τριακοστό πέμπτο κεφάλαιο της «Ισταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ τιτλοφορείται επίσης «Πρώτη αγάπη». Ένα από τα διηγήματα που περιέχονται στον τόμο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010» με τίτλο «Το μνημόσυνο» του Λάζαρου Αντωνού έχει επίσης ως θέμα την πρώτη αγάπη.
Προ ημερών, γυρνώντας από τη Ροζαλία με τον εκδότη μου τον Αλέξανδρο Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ) και τη γραμματέα του Χριστίνα Καμπά, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σειρά βιβλία που είχε απλώσει ένας νεαρός σε ένα πεζοδρόμιο. Καθώς είναι γραμμένο μέσα στα γονίδιά μου να χαζεύω βιβλία, όπως είναι γραμμένο μέσα στα γονίδια της γυναίκας να χαζεύει βιτρίνες με ρούχα, παπούτσια και κοσμήματα, σταμάτησα να ρίξω μια ματιά. Τα περισσότερα ήσαν θεατρικά έργα. Κοιτάζοντας διαδοχικά τους τίτλους έπεσα πάνω στο διήγημα του Γκόρκι. Ρώτησα πόσο κάνει, πέντε ευρώ μου απαντάει ο νεαρός. Το αγόρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Το έχω ξαναγράψει, ο έρωτας αναδεικνύεται περισσότερο στη ματαίωσή του. Η ματαίωση θεριεύει το συναίσθημα, ενώ η πλήρωση το αποδυναμώνει. «Ένας χρόνος το περισσότερο» τραγουδάει ο Καρβέλας. Και στο διήγημα αυτό του Γκόρκι υπάρχει η πλήρωση, με το αναπόφευκτο τέλος.
Όχι όμως από την αρχή. Ο δεκαεπτάχρονος νομίζω τότε Γκόρκι (ο μεταφραστής παραθέτει έξι στοιχεία για να αποδείξει ότι το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό) ερωτεύεται μια μεγαλύτερή του κατά δέκα χρόνια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή είναι όπως η γυναίκα στο διήγημα του Τουργκένιεφ: με μια ιστορία πίσω της γεμάτη έρωτες. Καρπός ενός από αυτούς τους έρωτες είναι μια μικρή κόρη. Συζεί με έναν άνδρα τον οποίο, όπως και ο Κονδυλάκης στο δικό του διήγημα, ο νεαρός Γκόρκι ζηλεύει αφάνταστα, και συνεχώς μιλάει γι' αυτόν ειρωνικά. Της εξομολογείται τον έρωτά του αλλά αυτή, ενώ τον διαβεβαιώνει ότι και αυτή τον αγαπά, δεν τολμά να προχωρήσει σε σχέση μαζί του.
Αν το διήγημα τέλειωνε εδώ, τότε θα ήταν όπως και τα διηγήματα του Τουργκένιεφ, του Κονδυλάκη, του Εφταλιώτη και του Αντωνού: διηγήματα μιας ανολοκλήρωτης πρώτης αγάπης. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Μετά από λίγα χρόνια συναντιούνται, και συζούν. Και φυσικά η σχέση αυτή κάποια στιγμή θα τελειώσει. «Αυτό συνέβηκε εδώ και τριάντα χρόνια», μας τοποθετείται ο χρόνος της αφήγησης, αν και, πιθανόν, και παραδόξως ταυτόχρονα, το διήγημα να γράφηκε λίγο χρόνο αφότου διαδραματίστηκε η ιστορία (όσο και να έψαξα στο διαδίκτυο δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία για το διήγημα).
Παρεμπιπτόντως, και η ιστορία του Παμούκ κάποια στιγμή τέλειωσε. Η κοπέλα του έφυγε για την Ελβετία. Της έστειλε πέντε γράμματα, δεν έλαβε καμιά απάντηση. Όλες οι πρώτες αγάπες δεν είναι και οι τελευταίες. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω διαβάσει για καμιά αγάπη «πρώτη και τελευταία». Ούτε και ξέρω δηλαδή.
Και το δεύτερο διήγημα, όπως μας λέει ο μεταφραστής, είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε σε μια άλλη κατηγορία αφηγημάτων, όπου υπάρχει μια κοινωνική διαφορά ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους. Επικεφαλής στη συγγραφή τέτοιων αφηγημάτων θα βάζαμε τον Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, και πρότυπο έργο τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», που δεν είναι άλλος από τον κηπουρό της. «Η παρθένα και ο τσιγγάνος», το λέει ο τίτλος, είναι ένα διήγημα του ίδιου συγγραφέα που εντάσσεται στην ίδια κατηγορία. Στο διήγημά μας το αφύσικο ζευγάρι είναι ο καλλιεργημένος Γκόρκι και μια «γυναίκα του δρόμου» (και αυτό το διήγημα, κατά τον μεταφραστή, είναι αυτοβιογραφικό). Όμως εκείνα τα πρώτα φιλιά που του έδωσε εκείνη η γυναίκα «ήταν τα καλύτερα, γιατί εκείνα που πήρα μετά μου στοίχισαν πολύ και δεν μου έφεραν τίποτε καλό» (σελ. 64). Όσο για το τρίτο και τελευταίο διήγημα της συλλογής που έχει τίτλο «Ο ερημίτης», αναφέρεται σε κάποιον που κατηγορήθηκε άδικα για αιμομιξία, για να καταλήξει στην ερημιά. Τον επισκέπτονται όλοι οι ταλαιπωρημένοι για συμβουλές και παρηγοριά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα ναρκωτικά, και για να γλιτώσει κανείς από τις ψυχικές εντάσεις έφευγε στην ερημιά ή στα μοναστήρια. Το «όπιο του λαού», ακόμη και σήμερα που τα ναρκωτικά έχουν τόση διάδοση, κοστίζει λιγότερο-ή μήπως περισσότερο;

No comments:

Post a Comment