Ντόρις Λέσσινγκ, Το χρυσό σημειωματάριο (μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου), Καστανιώτης 2010, σελ. 734
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα αφηγηματικά πρωτότυπο έργο, που αναφέρεται κυρίως στα προβλήματα της (αγγλικής) αριστεράς και στις σχέσεις των δύο φύλων
734 σελίδες, δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα, έτσι είπα να το πιάσω μονορούφι πριν παγώσει το ενδιαφέρον μου. Νομίζω το κατάφερα, μέσα σε μια βδομάδα.
Θα ξεκινήσω τη βιβλιοκριτική μου χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το βιβλίο. Διαβάζω: «…Τόμας Μαν, τον τελευταίο μεγάλο συγγραφέα με την παλιά έννοια, ο οποίος χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα για να κάνει φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή. Το θέμα είναι πως η λειτουργία του μυθιστορήματος φαίνεται να αλλάζει. Έχει γίνει ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της δημοσιογραφίας» (σελ. 90).
Με την παλιά, αλλά όχι με την πιο παλιά έννοια. Ούτε ο Σταντάλ, ούτε ο Φλωμπέρ, ούτε ο Μπαλζάκ, ούτε ο Ντοστογιέφσκι, ούτε ο Τολστόι έκαναν φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή, παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Ο Τόμας Μαν ήταν ο αντίποδας του μοντερνισμού η αντεστραμμένη εικόνα του. Δεν έχει εμμονή με τη γλώσσα όπως οι μοντερνιστές, για αυτόν η γλώσσα ήταν απλώς το όχημα μέσω του οποίου έκανε τις φιλοσοφικές δηλώσεις του. Η Ντόρις Λέσσινγκ ακολουθεί τα χνάρια του Τόμας Μαν, κάνοντας στο έργο της αυτό φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή.
Παίρνω μια φράση από το βιβλίο: «ψυχρή αναλυτική ευφυΐα» (σελ. 626). Αν το «ψυχρή» το αντικαταστήσουμε με το «θερμή», χαρακτηρίζουμε τη συγγραφέα, τουλάχιστον όπως μας παρουσιάζεται σε αυτό το έργο της.
Μια δήλωση για τη λογοτεχνία: «Λογοτεχνία είναι η εκ των υστέρων ανάλυση των γεγονότων» (σελ. 268). Αυτό κάνει η Λέσσινγκ, αναλύει γεγονότα, πολλά από τα οποία είναι αυτοβιογραφικά – οι ενδείξεις είναι άφθονες. Και τα αναλύει πολύ επιδέξια. Είναι όντως μια αναλυτική ευφυΐα. Είναι όμως θερμή, γιατί εμπλέκεται σ’ αυτά, ως περίπου αυτοβιογραφούμενη.
Είναι όμως η λογοτεχνία πράγματι αυτό;
Ο Μπροντέλ είχε πει: Η ιστορία είναι μια συναρπαστική αφήγηση. Ή μήπως είπε «πρέπει να είναι»; Ένα εγχειρίδιο ιστορίας πρέπει να είναι μια συναρπαστική αφήγηση, και όχι μόνο για την απόλαυση του κειμένου. Το ίδιο και μια λογοτεχνική ιστορία. Όμως η λογοτεχνική ιστορία στο βιβλίο της Λέσσινγκ πνίγεται κυριολεκτικά μέσα στην ανάλυση.
Η Λέσσινγκ θέλει να τα πει όλα, και όλα δεν μπορούνε να λεχθούνε σε μια ιστορία με συγκεκριμένους ήρωες. Κάποιες από τις ιστορίες, με κύρια τις «Ελεύθερες γυναίκες», τις εγκιβωτίζει. Επίσης τις τεμαχίζει, σε μια πρωτότυπη αφηγηματική δομή. Παραπονιέται σε ένα πρόλογο που έγραψε κοντά δέκα χρόνια αργότερα (το βιβλίο εκδόθηκε το 1962) ότι οι κριτικοί δεν έδωσαν σημασία στην αφηγηματική δομή του βιβλίου.
Ποια είναι αυτή η δομή;
Η αφηγήτρια, η Άννα Βουλφ, περσόνα της συγγραφέως, γράφει μια νουβέλα, τις «Ελεύθερες γυναίκες», ενώ ταυτόχρονα κρατάει τέσσερα σημειωματάρια, όπου καταγράφει θεματικά εμπειρίες και γεγονότα: το μαύρο, το κόκκινο (εδώ γράφει για την πολιτική), το κίτρινο και το μπλε. Υπάρχει και το χρυσό, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, που εμφανίζεται στο τέλος, στο οποίο βρίσκονται ενωμένες οι θεματικές των προηγούμενων. Και όλα αυτά σπάζουν σε τέσσερα μέρη, με εξαίρεση τις «Ελεύθερες γυναίκες», που είναι σε πέντε μέρη, που ανοίγουν και κλείνουν το βιβλίο.
Στα έργα της Κρητικής Αναγέννησης, στα διαλείμματα, παιζόταν τα ιντερμέδια. Έπρεπε να ξεφύγει ο θεατής από την κύρια θεματική της τραγωδίας με κάτι άλλο, σαν εναλλαγή. Πιθανότατα η Λέσσινγκ σκέφτηκε με ανάλογο τρόπο, ότι θα ήταν κουραστικό για τον αναγνώστη να διαβάσει ξεχωριστά τη νουβέλα και ξεχωριστά τα σημειωματάρια, και γι αυτό προτίμησε να σπάσει την ανάγνωσή τους. Σαν να είναι ο αναγνώστης ένας τηλεθεατής που παρακολουθεί πέντε σήριαλ τη βδομάδα, και βλέπει κάθε εβδομάδα και μια συνέχεια.
Ο Αριστοτέλης, στον ορισμό της τραγωδίας, γράφει «μέγεθος εχούσης». Μ’ αυτό θέλει να πει ότι πρέπει να έχει ένα τέτοιο μέγεθος που να μπορεί να την παρακολουθήσει ο αναγνώστης. Όχι πάρα πολύ μεγάλη, αλλά ούτε και πάρα πολύ μικρή, γιατί τότε θα ήταν ασήμαντη. Εδώ όμως το μέγεθος είναι τεράστιο, 734 σελίδες. Οι αναγνώστες, τουλάχιστον όχι όλοι, δεν είναι αργόσχολοι συνταξιούχοι ώστε να ξεπετάξουν το βιβλίο σε δυο μέρες, για να μη χάσουν την υπόθεση. Εγώ, διαβάζοντας το «χρυσό σημειωματάριο», διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει πράγματα που είχα διαβάσει στα προηγούμενα σημειωματάρια και αναφερόντουσαν σ’ αυτό.
Η Λέσσινγκ παίζει σε ένα σημείο υπερβολικά με το σασπένς. Στη δεύτερη συνέχεια της νουβέλας μαθαίνουμε ότι ο Τόμι αυτοπυροβολήθηκε. Σκοτώθηκε τελικά; Η συγγραφέας, ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλει να διαβάσουμε πρώτα τις τέσσερις συνέχειες από τα σημειωματάρια, σχεδόν διακόσιες σελίδες, μέχρι για να μάθουμε τι έγινε.
Τελικά δεν πέθανε, αλλά έμεινε τυφλός.
Δεν της έκανα το χατίρι. Διάβασα πρώτα τη νουβέλα, και μετά ένα ένα τα σημειωματάρια, ξεχωριστά. Αν το μάθαινε θα αγανακτούσε, αλλά και εγώ διεκδικώ το δικαίωμά μου ως αναγνώστης, να κάνω το βιβλίο ό, τι θέλω. Αυτό δεν κάνουν άλλωστε όλοι οι αναγνώστες; Και το πιο συνηθισμένο: Αν δεν τους αρέσει ένα βιβλίο, το πετάνε.
Μυθιστόρημα εσωτερικού χώρου- Inner space fiction- το χαρακτηρίζει, πολύ εύστοχα, η Margaret Drabble όπως διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια. Υπάρχουν εξωτερικά γεγονότα, όμως ταυτόχρονα με τα γεγονότα βλέπουμε και την αντανάκλασή τους στην ψυχή της αφηγήτριας, την ανάλυσή τους. Και κυριολεκτικά βέβαια είναι μυθιστόρημα εσωτερικού χώρου, αφού πάρα πολλά επεισόδια διαδραματίζονται στο δωμάτιό της, με τους εκάστοτε άνδρες της.
Ακόμη θέλει να πει πάρα πολλά. Η πολιτική και οι σχέσεις των δύο φύλων είναι τα κυρίαρχα θέματά της. Ακολουθούν οι φυλετικές διακρίσεις. Και βέβαια δεν είναι δυνατόν να ενδιαφέρουν τα δυο κύρια θέματα όλους τους αναγνώστες εξίσου. Όπως λέει η ίδια στην εισαγωγή, κάποιοι αναγνώστες εστιάζονται στο ένα θέμα και κάποιοι άλλοι στο άλλο.
Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων αποδίδονται καλύτερα με τον διάλογο. Το τελευταίο μέρος από τις ελεύθερες γυναίκες θα μπορούσε να μεταγραφεί σε θεατρικό. Όμως είναι εκτεταμένο για τη σκηνική οικονομία, και γι αυτό η συγγραφέας δεν μπαίνει στον κόπο να το παρουσιάσει σαν θεατρικό διάλογο, κάτι που κάνει όμως σε δυο σελίδες στην τρίτη συνέχεια από το μπλε σημειωματάριο (σελ. 553-555). Είναι κάτι σαν Play Strinberg (αναφέρομαι στο έργο του Ντύρενματ), αλλά στο πεζό.
Είπαμε, σ’ αυτό το βιβλίο θέλει η Λέσσινγκ να χωρέσει πολλά. Πιθανόν κάποια σχεδιάσματα διηγημάτων ή νουβελών που παρατίθενται να μη γράφηκαν με αφορμή το βιβλίο, αλλά να τα ενσωμάτωσε σ’ αυτό.
Τέλος, από τα κομμάτια του έργου που μας άρεσαν ιδιαίτερα είναι οι παρωδίες μαρξιστικών κριτικών για το βιβλίο της ηρωίδας της. Στο κόκκινο σημειωματάριο η Λέσσινγκ παραθέτει τις εμπειρίες της ως στρατευμένη επί χρόνια στην αριστερά, και μάλιστα στο αγγλικό κομμουνιστικό κόμμα.
Θα κλείσω παραθέτοντας δυο αποσπάσματα από την εισαγωγή.
«Γιατί να περάσεις μήνες και χρόνια γράφοντας χιλιάδες λέξεις για ένα βιβλίο, ή ακόμη και για ένα συγγραφέα, όταν υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία που περιμένουν να τα διαβάσεις;» (σελ. 19).
Η απάντηση είναι προφανής. Διαβάζοντας μόνο δεν μπορείς να κάνεις καριέρα, σαν πανεπιστημιακός για παράδειγμα, παρά μόνο γράφοντας.
Και το δεύτερο:
«…διάβασα πρόσφατα μια εργασία για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα από ένα αγόρι λίγο πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ξεχείλιζε από πρωτοτυπία και ενθουσιασμό για το θεατρικό, από το αίσθημα στο οποίο κάθε πραγματική διδασκαλία της λογοτεχνίας στοχεύει να προκαλέσει. Η εργασία επιστράφηκε από τον καθηγητή με την εξής δικαιολογία: δεν μπορώ να τη βαθμολογήσω, δεν υπάρχουν παραθέσεις πηγών. Ελάχιστοι δάσκαλοι θα το θεωρούσαν αυτό θλιβερό και γελοίο» (σελ. 22-23).
Είχα μια ανάλογη εμπειρία, γι αυτό το αναφέρω. Το κείμενό μου μπορεί να μην ήταν λαμπρό, όμως ήταν πρωτότυπο στις ιδέες. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε βιβλιογραφία.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment