Tuesday, August 9, 2011

Οράτιος Ουόλπολ, Το κάστρο του Οτράντο

Οράτιος Ουόλπολ, Το κάστρο του Οτράντο (μετ. Μάκης Πανώριος-Παναγιώτης Σκάγιαννης), Αίολος 1985, σελ. 136

Οι ρίζες της σύμπτωσης: Μόλις είχα τελειώσει την ανάγνωση του «Κάστρου του Οτράντο» και ψάχνοντας για τις καινούριες εκδόσεις στη biblionet (πρώτη φορά το έκανα) έπεσε το μάτι μου στην επανέκδοσή του που έγινε φέτος, όμως με περισσότερες σελίδες (176), και σε μεγάλο σχήμα.
Ακόμη: Το έργο το εμπνεύστηκε ο Ουόλπολ από ένα όνειρο. Απλώς το εμπνεύστηκε. Γιατί εμένα, ένα από τα διηγήματα της συλλογής μου «Το Φραγκιό» είναι το ίδιο το όνειρο. Αρχικά το εξέδωσε με ψευδώνυμο. Όταν όμως είδε την τεράστια απήχηση που είχε, δεν ήταν χαζός, στην επανέκδοση έβαλε το όνομά του.
Υπάρχουν βιβλία που είναι κλασικά, και βιβλία που είναι must για κάποιον που ασχολείται με τη λογοτεχνία. Κλασικός είναι ο «Δον Κιχώτης». Το καλύτερο δείγμα ιπποτικού μυθιστορήματος είναι αυτή η παρωδία του, με τον ήρωά του να μένει αθάνατος και να εμπνέει μουσικούς και ζωγράφους. Δεν άκουσα ποτέ να γίνεται λόγος για άλλο ιπποτικό μυθιστόρημα, και ούτε είδα ποτέ να κυκλοφορεί κανένα στο εμπόριο. Το «Κάστρο του Οτράντο» δεν θα το θεωρούσα έργο κλασικό, όμως με αυτό το έργο ο Walpole γίνεται ο εισηγητής του είδους «γοτθική λογοτεχνία» προσφέροντας ταυτόχρονα το καλύτερο δείγμα της. Αυτό το βιβλίο, αφού έμεινε για χρόνια στο «ράφι των τύψεων» (για την ακρίβεια κάπου ήταν καταχωνιασμένο και δεν το εύρισκα), το ξετρύπωσα και το διάβασα τελικά.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εκτενής κατατοπιστική εισαγωγή του Μάκη Πανώριου. Όμως εμείς για τους αναγνώστες αντιγράφουμε το λήμμα για την «Γοτθική λογοτεχνία» από την βικιπαίδεια. «Η γοτθική λογοτεχνία αποτελεί ένα είδος που συνδυάζει στοιχεία τρόμου και ρομαντισμού. Σαν είδος θεωρείται πως εφευρέθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Οράτιο Γουάλπολ, ο οποίος συνέγραψε το 1764 το μυθιστόρημα «Το Κάστρο του Οτράντο». Κυρίαρχα μοτίβα του είδους είναι ο τρόμος (φυσικός και ψυχολογικός), το μυστήριο, το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα σπίτια, η γοτθική αρχιτεκτονική, τα κάστρα, το σκότος, ο θάνατος, η τρέλα, τα μυστικά και οι κληρονομούμενες κατάρες».
Τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία τα έχει το «Κάστρο του Οτράντο» (που, για να θυμούμαστε τις ημερομηνίες μνημοτεχνικά, γράφηκε 200 χρόνια μετά τη γέννηση του Σαίξπηρ, το 1764).
Δεν μου αρέσουν τα έργα τρόμου. Βιβλία έχω διαβάσει ελάχιστα, ενώ έχω δει περισσότερες ταινίες. Αυτό που διαπίστωσα σ’ αυτές είναι ο περιορισμένος διάλογος. Περίμενα κάτι ανάλογο και στο «Κάστρο του Οτράντο», ότι το έργο θα ήταν ατμοσφαιρικό, με διεξοδικές περιγραφές για μαύρα σκοτάδια, τρομακτικές σκιές και περίεργους θυρύβους. Τίποτα απ’ αυτά, ή μάλλον ελάχιστα απ’ αυτά. Το έργο είναι θεατρικό στη σύλληψη (υποθέτω ότι θα έχει διασκευαστεί για τη σκηνή), με τους ήρωες να μιλάνε ακατάπαυστα.
Καθώς δεν μου αρέσει το είδος, διάβασα το έργο για να σχηματίσω μια εικόνα για τη γοτθική λογοτεχνία. Το διάβασα περίπου σαν ανάπαυλα, όπως σαν ανάπαυλα βλέπω και ταινίες που δεν είναι σινεφίλ, για να χαλαρώσω και να περάσω την ώρα μου όταν είμαι υπερβολικά κουρασμένος για να ασχοληθώ με κάτι σοβαρότερο. Το διάβασα ευχάριστα, χωρίς να με απογειώνει. Όμως δυο σημεία μέσα στο έργο τα βρήκα αριστουργηματικά. Το ένα είναι μια συζήτηση των δύο κοριτσιών, της Ματθίλδης και της Ισαβέλλας. Αγαπούν και οι δυο τον Θόδωρο, όμως, μεγαλόψυχα, «η καθεμιά τους υποστήριζε ότι αγαπούσε την άλλη» (σελ. 105). Το δεύτερο σημείο είναι ένας διάλογος ανάμεσα στον Μάνφρεντ, τον άρχοντα του Κάστρου και στην Μπιάνκα, την υπηρέτρια. Σπαρταριστός διάλογος. Ο Μάνφρεντ αγωνιά να της αποσπάσει κάποιες πληροφορίες, και αυτή του μιλάει για άσχετα πράγματα. Ανυπομονώντας της χαρίζει ένα δακτυλίδι. Αυτή εξακολουθεί να απεραντολογεί για διάφορα. Ο αναγνώστης ξεκαρδίζεται με τον εκνευρισμό του Μάνφρεντ. «Ελπίζω η υψηλότητά σας να ξέρει ότι παρ’ όλο που είμαι φτωχή, είμαι τίμια. Μάλιστα Κύριε!» (σελ. 119). Χρησιμοποιεί άραγε ο Walpole συνειδητά την παρωδία, ή είναι συμπτωματικό; Γιατί και κάπου αλλού διαβάζουμε: «Πηγαίνω εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε λύπη ούτε στεναγμός» (σελ. 132). Επίσης οι παρακάτω γραμμές μόνο παρωδιακά θα μπορούσαν να διαβαστούν το 1764 φαντάζομαι. «Ο Θόδωρος γονάτισε μπροστά της, άρπαξε το άσπρο της χέρι, το φίλησε, παρ’ όλο που εκείνη αντιστεκόταν, και ορκίστηκε πως με την πρώτη ευκαιρία θα γινόταν ιππότης• και τότε, την παρακάλεσε θερμά, να του επιτρέψει να ορκιστεί πως θα γινόταν ο ιππότης της» (σελ. 89).
Αυτή η σκηνή με την υπηρέτρια, που επαναλαμβάνεται πιο σύντομη και λίγο αργότερα, ολότελα σπαρταριστή, μου θύμισε ανάλογες σκηνές με μια άλλη υπηρέτρια, αυτή του Ρόμπερτ Μούσιλ στο «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» που παρουσιάσαμε πρόσφατα.
Ο Walpole πρέπει να αποκαταστήσει τον σκληρό φεουδάρχη. Στην «Αντιγόνη» ο Κρέοντας μετανοεί όταν ακούει τις φοβερές προφητείες του Τειρεσία, και συντρίβεται όταν αυτοκτονεί ο γιος του. Ο Μάνφρεντ σπαράζει μετανοημένος όταν βλέπει ότι εκείνη που μαχαίρωσε ήταν η κόρη του η Ματθίλδη. Έρχεται και ο από μηχανής θεός, το φάντασμα του Αλφόνσου, για να υπαγορεύσει τη θέλησή του. Ο Θόδωρος γίνεται ο καινούριος άρχοντας του Κάστρου. Ο Μάνφρεντ, μετά το θάνατο της κόρης του από το ίδιο του το χέρι, δεν έχει καμιά διάθεση να αμφισβητήσει τη θέληση του φαντάσματος. Όσο για τον Θόδωρο, αφού πέθανε η αγαπημένη του Ματθίλδη, τι να κάνει, αποφασίζει να βρει παρηγοριά στην Ισαβέλλα, που κι αυτή τον αγαπάει. Δεν είναι ακριβώς το ρομαντικό τέλος που θα περίμενε ο αναγνώστης, αλλά ο Walpole δεν μπορούσε να έχει και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Αφού χρησιμοποίησε την άμοιρη Ματθίλδη για την κάθαρση της ιστορίας, δεν μπορούσε να δώσει το τυπικό χάπι εντ της ευτυχούς ένωσης των ερωτευμένων.
Όσοι αγαπάτε το είδος, σας συνιστώ να το διαβάσετε, τώρα ειδικά που κυκλοφορεί σε επανέκδοση και είναι εύκολο να το βρείτε. Όσοι δεν το αγαπάτε, πάλι σας συμβουλεύω να το διαβάσετε. Εκτός του ότι έχει σελίδες που αποζημιώνουν, είναι καλό να έχετε διαβάσει το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του γοτθικού μυθιστορήματος.

No comments:

Post a Comment