Κώστα Θρασυβούλου, «Αγάπη χωρίς σύνορα», Υπερόριος 2005.
Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου «Αγάπη χωρίς σύνορα» στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2005
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Κώστα Θρασυβούλου. Έχει γράψει επίσης τέσσερα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων, έτοιμα προς έκδοση. Πέρυσι δημοσίευσε την μαρτυρία-χρονικό «Βουρκωμένα μάτια». Και τα δυο αυτά βιβλία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Υπερόριος».
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο ως μυθιστόρημα, πρόκειται όμως για μια αληθινή ιστορία. Ο συγγραφέας τη συνθέτει με βάση το ημερολόγιο μιας κοπέλας που ανακάλυψε τυχαία.
Πριν προχωρήσω στο σχολιασμό του έργου θα ήθελα να αναφέρω μια σύμπτωση. Πριν οκτώ χρόνια, σε συνέδριο στο Πυθαγόριο Σάμου, συμμετείχα με μια εισήγησή μου που είχε τίτλο «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία», όπου παρουσίαζα το «Τέλος της άνοιξης» του Γιώργου Βοϊκλή και την «Ασημόπετρα» του Κώστα Καλατζή. Και τα δύο αυτά έργα δομούνται πάνω σε πραγματικά γεγονότα. Δεν ξέρω αν είναι ιδιοτροπία μου ως αναγνώστη, αλλά πάντα με ενδιέφερε το πραγματικό γεγονός μέσα στη λογοτεχνία. Και όταν με μαγεύει ένα λογοτεχνικό έργο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι η ιστορία που παρουσιάζει είναι μια πραγματική ιστορία. Μόνιμη ερώτηση που κάνω σε φίλους λογοτέχνες είναι πόσα απ’ αυτά που γράφουν στο μυθιστόρημα που μου δώρισαν είναι πραγματικά γεγονότα και ποια. Έτσι με χαρά δέχτηκα την πρόταση του φίλου μου του Γιώργου Βοϊκλή να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο που αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία.
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των γρήγορων επικοινωνιών, είναι πια γεγονός. Από αυτή εδώ τη θέση μπορώ να ομολογήσω ότι την ξέρω από πρώτο χέρι. Μια γειτόνισσά μου παντρεύτηκε πέρυσι ένα Νορβηγό και ζει στην Νορβηγία. Από μια τυχαία επαφή στο Ίντερνετ μαθαίνω για μια άλλη σχέση, μιας ελληνίδας που όμως ζει στη Νορβηγία και ενός Έλληνα που ζει στη Θεσσαλονίκη. Να αναφέρουμε και τα δυο σήριαλ που παίχτηκαν, ή παίζονται ακόμη δεν ξέρω, που έχουν σαν θέμα τον έρωτα ενός έλληνα και μιας μουσουλμάνας ή αντίστροφα. Οι έρωτες μουσουλμάνων και χριστιανών απόκτησαν τόσο ενδιαφέρον ώστε απασχόλησαν και τον Κώστα Χαρδαβέλα στην εκπομπή του «Αθέατος κόσμος» στο Alter.
Η λέξη «σύνορα» έχει μια πολυσημία. Ας τη δούμε στο μυθιστόρημα του Θρασυβούλου. Κατ’ αρχήν σύνορα γεωγραφικά. Η ηρωίδα είναι ελληνίδα, ο ήρωας ιταλός. Στη συνέχεια σύνορα πολιτισμικά και κοινωνικά. Η ηρωίδα είναι ένα πανέμορφο και έξυπνο κορίτσι, γόνος πλούσιας οικογένειας, με το πιάνο της, αλλά τίποτα παρά πέρα. Ο ιταλός είναι γόνος μιας ακόμη πιο πλούσιας οικογένειας. Το σπίτι των γονιών του, διαβάζουμε στο τέλος, είναι σωστό παλάτι. Ο πατέρας του είναι καθηγητής πανεπιστημίου και ο ίδιος έχει όλες της περγαμηνές για να γίνει επίσης καθηγητής πανεπιστημίου. Στο τέλος τον βρίσκουμε πρύτανη στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Αν η κοπέλα είναι μια καλή μαθήτρια στο πιάνο, αυτός είναι βιρτουόζος. Τα γλωσσικά σύνορα ξεπερνιούνται. Αυτός μαθαίνει ελληνικά, και η κοπέλα επίσης αρκετά ιταλικά.
Υπάρχουν όμως και τα σύνορα του μίσους. Ο ιταλός ανήκει στους κατακτητές, η κοπέλα στους κατακτημένους. Ο πατέρας της μισεί τους ιταλούς, ο κόσμος μισεί τους ιταλούς, η ίδια η κοπέλα μισεί επίσης τους ιταλούς, και αυτό κάποιες φορές δημιουργεί αμφιταλάντευση στα αισθήματά της. Όμως ο έρωτας είναι παντοδύναμος. Τελικά ενδίδει, πρέπει να παίρνει όμως αφάνταστες προφυλάξεις για να μην το μάθουν οι δικοί της και προπαντός ο πατέρας της. Ο φίλος της θα συλληφθεί από τους γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τη μέρα που αποφασίζει να του πει ότι είναι έγκυος. Το καράβι όπου μεταφέρεται ως αιχμάλωτος βυθίζεται από τους συμμάχους. Δεν ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες, πρέπει να είναι νεκρός.
Η ομηρική Πηνελόπη περιμένει την επιστροφή ενός συζύγου και αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων. Η Ανθίππη αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων όχι όμως γιατί ελπίζει στην επιστροφή, αλλά γιατί θέλει να μείνει πιστή στη μνήμη του Τζουλιάνο.
Ο καλός θεός θα ανταμείψει την αγάπη της. Ο αγαπημένος της δεν σκοτώθηκε, απλά τραυματίστηκε βαριά, και γι αυτό δεν θέλησε να ψάξει να τη βρει. Δεν θέλει η κοπέλα που αγαπά να σπαταλήσει τη ζωή της δίπλα σε έναν ανάπηρο. Μετά από είκοσι χρόνια δοκιμασίας της αγάπης τους, και ύστερα από διάφορες συμπτώσεις, θα ξαναβρεθούν πάλι μαζί. Θα επισημοποιήσουν πια τον έρωτά τους, ο οποίος θα τους δώσει και ένα αγόρι, δίπλα στην κόρη που απέκτησαν στην κατοχή και η οποία στάθηκε η αιτία να ξαναβρεθούν και να ξανασμίξουν οι δυο ερωτευμένοι.
Η αγάπη που ξεπερνάει τα σύνορα του μίσους έχει θεματοποιηθεί και στον κινηματογράφο. Το αριστούργημα του Αλαίν Ρενέ, «Χιροσίμα αγάπη μου» αναφέρεται στη διαπόμπευση μιας γαλλίδας που αγάπησε ένα γερμανό στρατιώτη, ο οποίος σκοτώθηκε. Το έργο αυτό είναι από τους μεγαλύτερους ύμνους στον έρωτα. Όσο για το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», φαντάζομαι ότι θα το έχετε δει όλοι, είτε στον κινηματογράφο είτε στην τηλεόραση.
Τελευταία είδα ένα κινέζικο έργο με τίτλο «2046» (γυρίστηκε πέρυσι) του Kar Wai Long, όπου δίπλα στην κύρια ιστορία υπάρχει η παράλληλη ιστορία μιας νεαρής κινέζας που είναι ερωτευμένη με ένα γιαπωνέζο, όχι στα χρόνια της γιαπωνέζικης κατοχής αλλά σήμερα. Ο πατέρας δεν θέλει να ακούσει τίποτα γι αυτή τη σχέση, που φαίνεται να ματαιώνεται προσωρινά. Ο γιαπωνέζος θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς να πάψει να την αγαπά. Αλληλογραφούν. Ο σκηνοθέτης δείχνει με αξιοθαύμαστα τρόπο την αγάπη της ηρωίδας του για το γιαπωνέζο φίλο της. Μετά από πέντε χρόνια η κοπέλα θα διαβεί τα όρια του μίσους, θα εγκαταλείψει την οικογένειά της και θα πάει να τον συναντήσει. Ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος μένει σε δωμάτιο στο ξενοδοχείο τους, θα πληροφορηθεί από τον πατέρα της ότι ετοιμάζεται να πάει στο Τόκιο, να παρευρεθεί στους γάμους της κόρης του. Και αυτός επίσης διάβηκε τα σύνορα του μίσους.
Η διάβαση των συνόρων του μίσους σαν λογοτεχνικός τόπος δεν είναι φυσικά επινόηση της εποχής μας. Και βέβαια το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το αριστούργημα του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι δυο νεαροί ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους που χώριζαν τις οικογένειές τους. Δυστυχώς οι δυο οικογένειες θα τα διαβούν με τη σειρά τους μπροστά στα άψυχα σώματα των δυο νέων.
Η άλλη περίπτωση είναι λιγότερο γνωστή, αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον. Είναι το κρητικό δημοτικό τραγούδι «Το τραγούδι της Σούσας».
Η Σουσάνα ή Σούσα αγαπά τον τούρκο Σαλή Μπαχρί. Ο αδελφός της που δεν του αρέσει καθόλου ο έρωτας της αδελφής του τη μαχαιρώνει, και ο Σαλή Μπαχρή, απελπισμένος, αυτοκτονεί. Πιθανότατα πρόκειται για αληθινή ιστορία. Και στα δυο έργα οι ήρωες, διαβαίνοντας τα σύνορα του μίσους, έπεσαν πάνω σε ναρκοπέδιο.
Οι λογοτεχνικοί ήρωες περιβάλλονται πάντοτε με την αίγλη της μούσας. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν ευτύχησαν να πέσουν στην πένα ενός λογοτέχνη; Είναι μήπως ο έρωτάς τους μικρότερος από αυτόν των λογοτεχνικών ηρώων;
Το λέω αυτό γιατί η γενεολογία μου και η καταγωγή μου συνδέονται άρρηκτα με μια παρόμοια διάβαση των συνόρων του μίσους.
Την ιστορία την άκουσα από τον πατέρα ενός φίλου μου. Η καταγωγή μου, όπως και όλων των Δερμιτζάκηδων, είναι από τα Σφακιά. Ήταν εννιά αδέλφια, και είχαν μια πολύ όμορφη αδελφή. Η αδελφή τους αγαπήθηκε με ένα τούρκο. Τα αδέλφια το έφεραν βαρέως, και έσφαξαν τον τούρκο και τον έθαψαν κάτω από την κοπριά του στάβλου. Οι τούρκοι το έμαθαν και τους κυνήγησαν. Για να μην τους πιάσουν σκόρπισαν σε όλη την Κρήτη. Τρεις από αυτούς πήραν μια βάρκα και πλέοντας κοντά στην ακτή στα νότια παράλια αποβιβάστηκαν στην Ιεράπετρα. Ένας εγκαταστάθηκε σε ένα κοντινό χωριό, τη Βασιλική, από όπου κατάγεται ο προπάππος μου, ένας στο Καβούσι, χωριό λίγο πιο μακρινό, και ο τρίτος στη Σητεία, από όπου κατάγεται ο φημισμένος βιολάτορας και μαντιναδολόγος Δερμιτζογιάννης. Χωροφύλακας στο επάγγελμα, είναι εκείνος που συνέλαβε αυτούς που αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Βενιζέλο τον Ιούνιο του 1933.
Δεν σας ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες. Σας ενδιαφέρει το πώς ένιωσε η μακρινή μου πρόγονος όταν έμαθε ότι τα αδέλφια της σκότωσαν τον αγαπημένο της. Το ίδιο και μένα. Καταράστηκε άραγε τα αδέλφια της; Κλείστηκε σε μοναστήρι; Αυτοκτόνησε; Ή κατάφερε να ξεπεράσει τον πόνο της και να ξαναφτιάξει τη ζωή της; Πώς έμαθαν τα αδέλφια για τη σχέση τους; Διάβηκε το κατώφλι του μίσους του σπιτιού της και τη ζήτησε σε γάμο, αφελώς όπως ο πατέρας του Ερωτόκριτου για το γιο του; Πώς οι δυο ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους, πώς αγαπήθηκαν;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όπως ποτέ δεν θα μαθαίναμε για τον έρωτα της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, αν ο Θρασυβούλου δεν έσωζε την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά το ημερολόγιο της Ανθίππης, που ήταν σε μια σακούλα με άλλα αντικείμενα έτοιμο για τα σκουπίδια.
Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην περίπτωση. Μια λογοτεχνική τεχνική παλιότερων εποχών είναι η τεχνική της δήθεν ανεύρεσης χειρογράφων, και δη ημερολογίων. Ήταν ο τρόπος για να αποφύγουν οι συγγραφείς τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, που ήταν παντοδύναμος εκείνο τον καιρό. Την τεχνική αυτή χρησιμοποιεί και ο Καζαντζάκης στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Όφις και Κρίνος». Ο συγγραφέας υποτίθεται ότι βρίσκει τα χειρόγραφα, και απλώς φροντίζει για την επιμέλεια της έκδοσής τους. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιεί και ο Παναγιώτης Κουμεντάκης στο έργο του «Σιωπηλή άνοιξη, σιωπηλό καλοκαίρι», που κυκλοφόρησε πέρυσι.
Ο Θρασυβούλου όμως, ο οποίος βρίσκει αυθεντικό ημερολόγιο, δεν ακολουθεί αυτή την αφηγηματική τεχνική. Θα μπορούσε να τα εκδώσει, διανθίζοντάς τα λογοτεχνικά. Αυτός, αντίθετα, στηριγμένος στο ημερολόγιο, αναπλάθει λογοτεχνικά την αυθεντική ιστορία του ζευγαριού εν είδει μυθιστορήματος. Χρησιμοποιεί και τα ημερολόγια της κόρης της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, που χάρη σ’ αυτήν ξετυλίχτηκαν οι συμπτώσεις που ξανάσμιξαν το ζευγάρι.
Καταλαβαίνω το πρόβλημα του Θρασυβούλου. Μια πραγματική ιστορία δεν χωράει στον προκρούστη αυτής της τεχνικής, κάτι που είναι όμως εύκολο όταν η ιστορία είναι επινοημένη. Δεν θέλει πάλι να καταφύγει στην εύκολη λύση της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πιστεύει ότι είναι η πιο κατάλληλη για την περιγραφή αισθημάτων, και από ρεαλιστική άποψη φαίνεται πιο αυθεντική. Η κατηγορία που προσάπτουν στον τριτοπρόσωπο αφηγητή είναι πώς μπορεί να μπαίνει, σαν παντοδύναμος θεός, στα μύχια της ψυχής των ηρώων και να περιγράφει τα συναισθήματά τους. Όταν όμως το κάνει αυτό ο ίδιος ο ήρωας, η αφήγησή του είναι πιο πειστική, και καθώς έχει και τον εξομολογητικό χαρακτήρα που έχουν οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, συναρπάζει τον αναγνώστη περισσότερο.
Όμως η παρέμβαση του τριτοπρόσωπου αφηγητή, που εδώ ταυτίζεται απόλυτα με τον συγγραφέα, δεν μπόρεσε να αποφευχθεί. Στα αρχικά τμήματα του έργου ο συγγραφέας εμφανίζεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ελάχιστες φορές και ενδιάμεσα, με πλαγιαστά γράμματα, για να σχολιάσει και να διευκρινίσει. Θυμίζει τις συγγραφικές παρεμβάσεις του Ανδρέα Μήτσου στα μυθιστορήματά του, που και αυτός επεμβαίνει για να φωτίσει και να σχολιάσει. Όμως αυτό γίνεται μέσα στο σώμα του έργου, και καθώς η αφήγησή του είναι τριτοπρόσωπη ενσωματώνεται αρκετά εύκολα ο σχολιασμός του. Εδώ μοιάζει να έχει ένα κάπως τεχνικό χαρακτήρα, και διασπώντας την αφήγηση της ηρωίδας μάλλον αφαιρεί παρά προσθέτει. Ο συγγραφέας το συνειδητοποιεί αυτό, γι αυτό και στη συνέχεια παύει να παρεμβαίνει.
Ο Κώστας Θρασυβούλου, δίνοντάς μας μια πραγματική ιστορία «σπουδαία και τέλεια» κατά τον αριστοτελικό ορισμό, δεν νιώθει την ανάγκη της λογοτεχνικής εκζήτησης. Περιγράφει με λιτότητα την ιστορία του, και αυτό την κάνει ιδιαίτερα συναρπαστική, κυρίως στις στιγμές κορύφωσης:
«Σηκώθηκα το πρωί. Από την υπερένταση είχα πάθει τρέμουλο και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Τα σωθικά μου χόρευαν, κόντευαν να ξεκολλήσουν από το στέρνο. Για μια στιγμή άρχισαν να χτυπούν τα δόντια μου, σαν σε παγωνιά. Όλα βρίσκονταν σε υπερδιέγερση, γιατί πλησίαζε η ώρα της μεγάλης απόφασης. Κονταροκτυπιόμουν με τη συνείδησή μου και τις αξίες μου. Όμως η καρδιά, σαν αγαπήσει, ξεχνά κώδικες και ορμήνιες, ακολουθεί το δικό της δρόμο. Όλη τη νύχτα ψάχνω να βρω επιχειρήματα για να στηρίξω τον έρωτά μου. Οι σκέψεις βασανιστικές σαν Ερινύες δεν μ’ αφήνουν να βρω ησυχία, έχουν γίνει φονιάδες του ύπνου. Αλλά τελικά το αποφάσισα. Άρπαξα το κλειδί στα χέρια μου και είπα: ή τώρα ή ποτέ» (σελ. 57). Οι μικρές περίοδοι, σε υφολογικό επίπεδο, αποδίδουν την αγωνία της ηρωίδας.
Τα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, πολύτιμα για τον ερευνητή. Η Αγλαΐα μιλά για τα έθιμα της Μ. Ασίας, όταν χηρέψει η γυναίκα.
«Στα μέρη μας, όταν έχανε η γυναίκα τον άντρα της, για σαράντα μέρες ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, με ένα καντήλι αναμμένο στη μνήμη του. Επίσης παίρνει όλα τα χρυσά κοσμήματα και τα κοπανάει μέσα σ’ ένα μπρούτζινο γουδί. Επί σαράντα μέρες δεν θα πλυθεί, δεν θα μαγειρέψει, μόνο σιτάρι θα βράζει, για να έχει ο νεκρός κάτι να προσφέρει στον Παντοδύναμο…» (σελ. 181).
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω: Πάλι καλά, στην Ινδία τη γυναίκα την έκαιγαν ζωντανή. Και να διατυπώσω μια απορία: Ο άντρας, όταν πέθαινε η γυναίκα του, τι έκανε; Το έθιμο ξεκίνησε από μια γυναίκα, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να πενθήσει τον άντρα της που υπεραγαπούσε, ή επιβλήθηκε στη γυναίκα από την κοινωνία της εποχής, πιο πατριαρχική και πιο φαλλοκρατική από τη δική μας;
Άλλα λαογραφικά στοιχεία που συναντάμε στο έργο είναι οι παροιμίες, όπως: «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι» (σελ. 112), «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο ναν’ κορίτσι (σελ. 133) κ.ά.
Ο Θρασυβούλου χρησιμοποιεί την απλή νεοελληνική, όχι την ντοπιολαλιά όπως κάνουν πολλοί συμπατριώτες μου, που καμιά φορά και εμείς οι κρητικοί χρειαζόμαστε λεξικό για να τους διαβάσουμε. Παραθέτει όμως πού και πού λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του, που άλλες γίνονται κατανοητές από τα συμφραζόμενα, άλλες όμως όχι για τους μη σαμιώτες. Παραθέτω τις λέξεις που συνάντησα, κάποιες με το συμπεριέχον τους. «Που να κλαθούν τα χέρια τους» , «κονταρέψει», «τσαμαντάνια», «χαρχατούριζαν», «αναμινάλε», «νταμλάς», «ξεθραγκώσαμε», «γκακλίζει», «μουσκόμαγκας», «πορδόμαγκας», «τα πήρε μπλαστρά» και «θροφατά». Συνάντησα επίσης τη λέξη «κύρη», και τότε συνειδητοποίησα τη μεταφορική σημασία που έχει στην Κρήτη. Στην Κρήτη σημαίνει «πατέρας», εδώ «κύριος, αφεντικό».
Πάντα μου αρέσει να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους του δημοτικού τραγουδιού σε πεζά κείμενα, αλλά και σε ποιητικά που είναι σε ελεύθερο στίχο. Εδώ εντόπισα τον παρακάτω δεκαπεντασύλλαβο.
«Σφιχτόδεσες τη νιότη σου με την καταστροφή σου» (σελ.138)
Πολλές φορές σε μια ωραία λογοτεχνική έκφραση υποπτευόμαστε ένα λαϊκό εκφραστικό τρόπο. Η φράση «του στέλνω φιλιά με τα σύννεφα και χαιρετίσματα με τ’ άστρα» πιθανότατα είναι μια ποιητική λαϊκή έκφραση που χρησιμοποιούν στη Σάμο. Εσείς οι σαμιώτες μπορείτε να ξέρετε καλύτερα.
Διαβάζω τη φράση «Ταξίδευα κάθε βράδυ με τον Έσπερο, ένα λαμπρό αστέρι που το λένε και Αφροδίτη ή Αποσπερίτη…» (σελ. 48), εννοώντας ότι ταξίδευε με τη φαντασία της. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι ο τίτλος του έργου του Άγγελου Τερζάκη έχει μεταφορική σημασία, και ότι πρόκειται μάλλον για έναν άλλο λαϊκό εκφραστικό τρόπο, αν δεν είναι δάνειος από τον Τερζάκη..
Το έργο μας άρεσε πάρα πολύ, παρά τις κάποιες αμέλειες στην επιμέλεια, κυρίως στην ορθογραφία ιταλικών λέξεων που θα ενοχλήσουν τους ιταλομαθείς. Το διάβασα απνευστί, σε ένα 24ωρο. Μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία αγάπης, σε πρόσωπα γνωστά μου, που δεν είχε όμως τα τραγικά σκαμπανεβάσματα που είχε η ιστορία που μας διηγήθηκε ο Θρασυβούλου.
Η Καλλιόπη, μια όμορφη κοπέλα από ένα διπλανό χωριό από το δικό μου, αρρώστησε με φυματίωση στην κατοχή. Η φυματίωση εκείνη την εποχή ήταν όπως ο καρκίνος. Δύσκολο να γλιτώσεις. Την γιάτρεψε η ιταλός στρατιωτικός γιατρός και την ερωτεύτηκε. Αντιφασίστας, έδωσε μπόλικο ιατροφαρμακευτικό υλικό στο ΕΑΜ, στο οποίο ήταν στέλεχος και ο μελλοντικός μπατζανάκης του. Μετά την απελευθέρωση την κάλεσε στην πατρίδα του και παντρεύτηκαν.
Ο Αντώνιο και η Καλλιόπη έκαναν τρεις κόρες. Η μικρότερη, η Λορέτα με τον άντρα της τον Μαριάνο, είχαν παθολογική αγάπη για την Κρήτη και έρχονταν κάθε καλοκαίρι. Μαζί τους εξασκούσα τα ιταλικά μου, μέχρι που ο χάρος έβαλε τέρμα σε αυτά τα ταξίδια. Ο Μαριάνο πέθανε το καλοκαίρι του 1983 σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Η Λορέτα έκανε χρόνια να ξανακατεβεί στην Κρήτη. Ο Αντώνιο πέθανε πριν λίγα χρόνια και η Καλλιόπη, μετά το θάνατο της μικρής της αδελφής και μητέρας του φίλου μου του Μιχάλη, που συνέβη πριν ενάμιση χρόνο, δεν θέλει πια να κατέβει στην Κρήτη.
Αυτή την ιστορία αγάπης χωρίς σύνορα θέλησα να την κάνω γνωστή μέσα από την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου. Μια παρουσίαση που την αφιερώνω σε όλους αυτούς που έχουν ερωτευθεί αγνοώντας τα οποιαδήποτε σύνορα, ταξικά, φυλετικά, μίσους ή ό,τι άλλο, κι ας έχουν υποφέρει απ’ αυτό.
The beautiful country, 2004, Η ίδια ιστορία. Ο αμερικανός παντρεύεται τη βιετναμέζα, όμως τραυματίζεται, τυφλώνεται, γυρνάει στην Αμερική και δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του για να μην την παιδεύει με την αναπηρία του. Ο γιος του όμως τον ψάχνει και τον βρίσκει τελικά στην Αμερική, στο Χιούστον.
Hans Petter Moland
Writing credits (WGA)
Sabina Murray (story) and
Lingard Jervey (story) ...
(more
“The Princes and the Marine,”, based on the true love story between a Bahraini Princess and a U.S. Marine who risked everything to be together; ABC’s “King of the World: The Muhammad Ali Story,” based on the book by Pulitzer Prize winner
Ρεπορτάζ στον Αλτερ, για μια ιρακινή πριγκίπισσα και ένα έλληνα σφουγγαρά από τη Σύμη, τον Τάσο Χαραλάμπη. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν το 36, και έζησαν 4 χρόνια στη Σύμη. Αυτή έγινε χριστιανή και πήρε το όνομα Αναστασία. Στην κατοχή, οι ιταλοί πίεζαν το ζευγάρι να χωρίσει, για να διεκδικήσουν πετρελαιοπηγές της πριγκίπισσας. Μετά από επίμονη άρνηση δική της, πίεσαν τον Τάσο να γίνει ιταλός υπήκοος, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τότε τους κάλεσαν στη Ρώμη στην πρεσβεία για να τακτοποιήσουν δήθεν κληρονομικές εκκρεμότητες. Εκεί ο Τάσος συνελήφθη, και η πριγκίπισσα φυγαδεύθηκε στο Ιράκ. Ο Τάσος, αφού μάταια περίμενε κάποια χρόνια, παντρεύτηκε. Η πριγκίπισσα έμεινε φυλακισμένη στα ανάκτορα στο Ιράκ, και πέθανε το 1973, χωρίς να αλλάξει θρησκεία. Φαίνεται ότι είχαν διαύλους επικοινωνίας, γιατί ο Τάσος μια μέρα είπε κλαμένος στο γιο του ότι πέθανε η πριγκίπισσα. Το όνομά της Νάνσα ή Άντζα, δεν άκουσα καλά.
No comments:
Post a Comment