Akira Kurosawa, Ikiru (Ο καταδικασμένος, 1952)
Από σήμερα (12-9-2019) σε επανέκδοση.
Στο κείμενο αυτό θα μπορούσα να βάλω σαν ετικέτα «βιβλία που διάβασα» αντί για «ταινίες που είδα». Για ποιο λόγο: στα πλαίσια της αυτομόρφωσής μου πάνω στον κινηματογράφο που ξεκίνησα τελευταία, και συγκεκριμένα θέλοντας να πάρω μια ιδέα πώς γράφεται ένα σενάριο, διάβαζα μια μια σκηνή από το σενάριο του έργου και στη συνέχεια την έβλεπα στην ταινία. (Ακίρα Κουροσάβα, Ο καταδικασμένος (μετ. Μάκης Μωραῒτης), Αιγόκερως 1990, σελ. 93).
Και μια σύμπτωση: Ενώ το να δω την ταινία με αυτό τον τρόπο ήταν ήδη στα σχέδιά μου, διάβασα γι’ αυτήν στον «Κήπο του Επίκουρου» του Ίρβιν Γιάλομ. Στο έργο του αυτό, το οποίο έχει ως θέμα την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου, ο οποίος είναι πιο έντονος στους καρκινοπαθείς, ο Γιάλομ αναφέρεται στην ταινία αυτή του Κουροσάβα (ή, για την ακρίβεια, Κουροσάουα, αλλά τώρα πια έχει πολιτογραφηθεί ως Κουροσάβα, καθώς το w στο όνομά του το διάβαζαν ως β, όπως στα γερμανικά).
Ο προϊστάμενος του τμήματος εξυπηρέτησης πολιτών σε ένα δήμο στην Ιαπωνία μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στο στομάχι, και δεν του μένει πάνω από ένας χρόνος ζωής. Πώς θα περάσει αυτό το διάστημα;
Υπάρχουν τρεις τρόποι. Ο πρώτος είναι η ξέφρενη διασκέδαση. Μ’ αυτήν ξεκινάει. Ο δεύτερος είναι ένα περίπου φλερτ με μια νεαρή υπάλληλό του. Την βγάζει έξω κάθε μέρα και την κερνάει (αυτό βέβαια δεν έγινε με κόλλημα, κάποιες συμπτώσεις οδήγησαν σ’ αυτό).
Και ο τρίτος; Εδώ έχει θέση η αντίληψη του Γιάλομ για τους «κυματισμούς», που σημαίνει χοντρικά τι αφήνουμε ως υποθήκη στους ανθρώπους γύρω μας.
Οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ζητούν να αποξηράνουν ένα λασπότοπο που βρίσκεται στην περιοχή, και να φτιάξουν στη θέση του μια παιδική χαρά. Το πράγμα όμως κολλάει στην γραφειοκρατία. Ο προϊστάμενος αυτός ξεκινάει έναν δύσκολο αγώνα με τους συναδέλφους του και τους από πάνω του, προκειμένου να τους πείσει να εκτελέσουν το έργο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να νικήσει τη δυσκίνητη γραφειοκρατία και την αδιαφορία, όμως τελικά τα καταφέρνει.
Αυτό είναι το δεύτερο θέμα του έργου, η καταγγελία της γραφειοκρατίας. Υπάρχει όμως και τρίτο. Τη «δόξα» του την κλέβει ο αντιδήμαρχος, ο οποίος παρουσιάζει το έργο ως αποτέλεσμα των δικών του προσπαθειών. Τον Βατανάμπε ούτε καν τον αναφέρει στα εγκαίνια του έργου. Τον έχουν βάλει μάλιστα και κάθεται στην τελευταία σειρά.
Δεν κερδίζει την επίσημη δόξα, κερδίζει όμως την καρδιά των ανθρώπων της γειτονιάς, οι οποίοι ξέρουν ποιον πραγματικά πρέπει να ευγνωμονούν για την εκτέλεση αυτού του έργου.
Ο Βατανάμπε κάθεται σε μια κούνια στην παιδική χαρά που έγινε χάρη σ’ αυτόν. Γύρω του χιονίζει. Εκεί τον βρίσκει ο θάνατος. Την επομένη, στο σπίτι του, στο μνημόσυνό του, ενώ οι συνάδελφοί του τον κουτσομπολεύουν – μόνο ένας τον υπερασπίζεται-μπουκάρουν οι κάτοικοι της γειτονιάς και με δάκρυα στα μάτια καίνε λιβάνι μπροστά στη φωτογραφία του.
Το έργο έχει πολλά φλας μπακ, στα οποία αναφέρεται εκτενώς ο Noël Burch σε ένα εισαγωγικό κείμενο στο σενάριο. Είναι μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού (καμιά σχέση με τον Καγκεμούσα και το Ραν), όμως μια από τις κορυφαίες του Κουροσάβα.
Για τον Κουροσάβα δεν θα γράψω πολλά πράγματα. Σχεδόν όλες τις ταινίες του τις έχω δει και ξαναδεί. Κορυφαία κατά τη γνώμη μου είναι τα «Όνειρα». Όμως κάποια στιγμή θα δω και κάποιες που δεν είδα, και θα γράψω γι’ αυτές. Δεν ξέρω όμως πότε, στα άμεσα σχέδιά μου βρίσκεται ο Yasujiro Ozu.
Από σήμερα (12-9-2019) σε επανέκδοση.
Στο κείμενο αυτό θα μπορούσα να βάλω σαν ετικέτα «βιβλία που διάβασα» αντί για «ταινίες που είδα». Για ποιο λόγο: στα πλαίσια της αυτομόρφωσής μου πάνω στον κινηματογράφο που ξεκίνησα τελευταία, και συγκεκριμένα θέλοντας να πάρω μια ιδέα πώς γράφεται ένα σενάριο, διάβαζα μια μια σκηνή από το σενάριο του έργου και στη συνέχεια την έβλεπα στην ταινία. (Ακίρα Κουροσάβα, Ο καταδικασμένος (μετ. Μάκης Μωραῒτης), Αιγόκερως 1990, σελ. 93).
Και μια σύμπτωση: Ενώ το να δω την ταινία με αυτό τον τρόπο ήταν ήδη στα σχέδιά μου, διάβασα γι’ αυτήν στον «Κήπο του Επίκουρου» του Ίρβιν Γιάλομ. Στο έργο του αυτό, το οποίο έχει ως θέμα την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου, ο οποίος είναι πιο έντονος στους καρκινοπαθείς, ο Γιάλομ αναφέρεται στην ταινία αυτή του Κουροσάβα (ή, για την ακρίβεια, Κουροσάουα, αλλά τώρα πια έχει πολιτογραφηθεί ως Κουροσάβα, καθώς το w στο όνομά του το διάβαζαν ως β, όπως στα γερμανικά).
Ο προϊστάμενος του τμήματος εξυπηρέτησης πολιτών σε ένα δήμο στην Ιαπωνία μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στο στομάχι, και δεν του μένει πάνω από ένας χρόνος ζωής. Πώς θα περάσει αυτό το διάστημα;
Υπάρχουν τρεις τρόποι. Ο πρώτος είναι η ξέφρενη διασκέδαση. Μ’ αυτήν ξεκινάει. Ο δεύτερος είναι ένα περίπου φλερτ με μια νεαρή υπάλληλό του. Την βγάζει έξω κάθε μέρα και την κερνάει (αυτό βέβαια δεν έγινε με κόλλημα, κάποιες συμπτώσεις οδήγησαν σ’ αυτό).
Και ο τρίτος; Εδώ έχει θέση η αντίληψη του Γιάλομ για τους «κυματισμούς», που σημαίνει χοντρικά τι αφήνουμε ως υποθήκη στους ανθρώπους γύρω μας.
Οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ζητούν να αποξηράνουν ένα λασπότοπο που βρίσκεται στην περιοχή, και να φτιάξουν στη θέση του μια παιδική χαρά. Το πράγμα όμως κολλάει στην γραφειοκρατία. Ο προϊστάμενος αυτός ξεκινάει έναν δύσκολο αγώνα με τους συναδέλφους του και τους από πάνω του, προκειμένου να τους πείσει να εκτελέσουν το έργο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να νικήσει τη δυσκίνητη γραφειοκρατία και την αδιαφορία, όμως τελικά τα καταφέρνει.
Αυτό είναι το δεύτερο θέμα του έργου, η καταγγελία της γραφειοκρατίας. Υπάρχει όμως και τρίτο. Τη «δόξα» του την κλέβει ο αντιδήμαρχος, ο οποίος παρουσιάζει το έργο ως αποτέλεσμα των δικών του προσπαθειών. Τον Βατανάμπε ούτε καν τον αναφέρει στα εγκαίνια του έργου. Τον έχουν βάλει μάλιστα και κάθεται στην τελευταία σειρά.
Δεν κερδίζει την επίσημη δόξα, κερδίζει όμως την καρδιά των ανθρώπων της γειτονιάς, οι οποίοι ξέρουν ποιον πραγματικά πρέπει να ευγνωμονούν για την εκτέλεση αυτού του έργου.
Ο Βατανάμπε κάθεται σε μια κούνια στην παιδική χαρά που έγινε χάρη σ’ αυτόν. Γύρω του χιονίζει. Εκεί τον βρίσκει ο θάνατος. Την επομένη, στο σπίτι του, στο μνημόσυνό του, ενώ οι συνάδελφοί του τον κουτσομπολεύουν – μόνο ένας τον υπερασπίζεται-μπουκάρουν οι κάτοικοι της γειτονιάς και με δάκρυα στα μάτια καίνε λιβάνι μπροστά στη φωτογραφία του.
Το έργο έχει πολλά φλας μπακ, στα οποία αναφέρεται εκτενώς ο Noël Burch σε ένα εισαγωγικό κείμενο στο σενάριο. Είναι μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού (καμιά σχέση με τον Καγκεμούσα και το Ραν), όμως μια από τις κορυφαίες του Κουροσάβα.
Για τον Κουροσάβα δεν θα γράψω πολλά πράγματα. Σχεδόν όλες τις ταινίες του τις έχω δει και ξαναδεί. Κορυφαία κατά τη γνώμη μου είναι τα «Όνειρα». Όμως κάποια στιγμή θα δω και κάποιες που δεν είδα, και θα γράψω γι’ αυτές. Δεν ξέρω όμως πότε, στα άμεσα σχέδιά μου βρίσκεται ο Yasujiro Ozu.
No comments:
Post a Comment