Αντρέι Μάκιν, Η γυναίκα που περίμενε (μετ. Μαρία Κράλλη) Ηλέκτρα 2004, σελ. 176
Ο αφηγητής, αφηγούμενος την ιστορία της «Γυναίκας που περίμενε», ουσιαστικά αφηγείται την ιστορία της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης. Μοναχικές γυναίκες περιμένουν να πεθάνουν ολομόναχες, αφού οι άντρες και οι γιοι τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Νεαρές γυναίκες ένοιωσαν την απελπισία της απώλειας του αγαπημένου-μια απ’ αυτές τη βλέπουμε στην ταινία του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Όταν περνούν οι γερανοί». Άλλες όμως, που ο αγαπημένος τους δηλώνεται αγνοούμενος, περιμένουν. Για πόσο όμως; Η ηρωίδα του Μάκιν περιμένει 30 ολόκληρα χρόνια. Ήταν 16 χρονών όταν αυτός έφυγε για το μέτωπο, και τώρα είναι 46.
Δεν παραιτήθηκε όμως από τη ζωή. Πηγαίνει στο Λένινγκραντ, σπουδάζει, ετοιμάζεται να υποστηρίξει το διδακτορικό της στη γλωσσολογία, και ξαφνικά αλλάζει γνώμη, πηγαίνει στο χωριό της, δουλεύει σαν δασκάλα στο μονοθέσιο σχολείο με τους 8 μαθητές, και ταυτόχρονα φροντίζει τις μοναχικές γριούλες.
Και ο αφηγητής; Αυτός είναι ένας νεαρός διανοούμενος, 26 μόλις χρονών, από τους αντιφρονούντες (μια άλλη όψη της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης). Στο χωριό της Βέρας πηγαίνει για να μαζέψει λαογραφικό υλικό. Η ιστορία της τον εξιτάρει. Μια γυναίκα που περιμένει τον άντρα που αγαπά είναι φυσικό να κατακτήσει την φαντασία του. Όμως δεν θα τολμήσει να την κατακτήσει. Θα τον «κατακτήσει» αυτή, όταν τελικά μαθαίνει ότι ο αγνοούμενος αγαπημένος είναι ήδη επιτυχημένο κομματικό στέλεχος και παππούς, στο Λένινγκραντ.
Ο αφηγητής, αφού έκανε έρωτα με την Βέρα, νοιώθει τώρα τρόμο στη σκέψη ότι μπορεί να του γίνει κολλιτσίδα. Πολλές σελίδες αφιερώνονται σ’ αυτή του την ανησυχία.
Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Η Βέρα τον αποχαιρετά σεμνά και ταπεινά. Αυτός φεύγει για την πόλη, όχι χωρίς ενοχές.
Στη γραφή του Μάκιν εναλλάσσεται ένας βαθύς λυρισμός με βαθιές ενδοσκοπήσεις και στοχασμούς. Η επαρχία στην οποία τοποθετείται η πλοκή προσφέρεται για μαγευτικές περιγραφές φύσης, και η πολιτική κατάσταση σε κριτικές θεωρήσεις.
Καθώς θυμάμαι τον Κούντερα και τον Μακαβέγιεφ (γιουγκοσλάβος σκηνοθέτης αυτός, για όσους δεν τον ξέρουν) αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτοί οι διαφωνούντες των σοσιαλιστικών καθεστώτων να έχουν μια τέτοια εμμονή με το σεξ. Στην αφήγηση του ήρωά του χωράνε ακόμη και δυο σόκιν ανέκδοτα τα οποία όμως δεν θα παραθέσω, κι ας είμαι τώρα πια συνταξιούχος. Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
Διαβάζουμε:
«Ξέρεις, όταν δεν υπάρχει παρατηρητήριο ή κρεμάλα εν όψει, ο ποιητής αστικοποιείται» (σελ. 33). Δεν χρειάζεται να σε βάλουν άλλοι στην κρεμάλα, μπορείς να μπεις και μόνος σου, όπως η Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Και μου έρχεται στο μυαλό ο ιρανικός κινηματογράφος, για τον οποίο κάναμε πάμπολλες αναρτήσεις το τελευταίο τρίμηνο, που άνθισε κάτω από ένα ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς.
Η λογοτεχνία, όσο απαξιώνει τις άπιστες μοιχαλίδες-κάποιοι συγγραφείς τις αυτοκτονούν- άλλο τόσο επαξιώνει τις γυναίκες που είτε θυσιάζονται για τον άντρα που αγαπούν, όπως η Άλκηστη, είτε περιμένουν υπομονετικά την επιστροφή τους, όπως η Πηνελόπη. Όμως η Βέρα δεν τιμήθηκε με το έπαθλο της Πηνελόπης, να δει τον αγαπημένο της να επιστρέφει, αλλά ένοιωσε την απογοήτευση της προδοσίας. Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως η λογοτεχνία προβάλει πρότυπα συμπεριφοράς που ένας ψυχίατρος θα χαρακτήριζε παθολογικά. Όμως εδώ δεν μιλάμε για ψυχολογία αλλά για λογοτεχνία. Για ψυχολογία θα μιλήσουμε σε λίγες μέρες, για τον Γιάλομ.
No comments:
Post a Comment