Κύρβα, Ο άγγελος με τις μαργαρίτες, Βιβλιοεπιλογή 2012, σελ. 366
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κύρβα, ξεκίνησε από την ποίηση, και μάλιστα την παραδοσιακή κρητική του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, τόσο του ανομοιοκατάληκτου όσο και της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας της μαντινιάδας, για να καταλήξει στην πεζογραφία. Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα βιβλία της «Ξεφύλλισμα ψυχής» και «Το πέρασμα του ερωδιού», που είναι και τα δυο ποιητικά. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το τελευταίο της βιβλίο, ένα πεζογράφημα με τίτλο «Ο άγγελος με τις μαργαρίτες».
Συνήθως τα πεζογραφήματα τα κατατάσσουμε είτε στα διηγήματα, όταν είναι ολιγοσέλιδα, είτε στα μυθιστορήματα, όταν είναι πολυσέλιδα, χαρακτηρίζοντας τα ενδιάμεσα ως νουβέλες. Το πεζογράφημα όμως αυτό ξεφεύγει από αυτές τις κατηγοριοποιήσεις. Ως πολυσέλιδο θα έπρεπε κανονικά να ανήκει στο είδος του μυθιστορήματος. Δεν ανήκει όμως, και πολύ σωστά αφήνεται κενός ο χαρακτηρισμός του. Αν θέλαμε να του δώσουμε έναν κατά προσέγγιση χαρακτηρισμό, θα το ονομάζαμε ως «αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις».
Οι αυτοβιογραφικές αυτές εξομολογήσεις παίρνουν κάποιες φορές τον χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, του άτακτου συνειρμού που ονομάζεται και «χείμαρρος συνείδησης» (stream of consciousness). Συνήθως όμως αναφέρονται σε συγκεκριμένα επεισόδια από τη ζωή της αφηγήτριας που επικεντρώνονται στον Νώνη, τον νεκρό αγαπημένο, με παρέμβλητες ιστορίες και αναμνήσεις, από την παιδική κυρίως ηλικία. «Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθήτρια…. Ο αναστεναγμός με γύρισε στο παρόν μου» (σελ. 163-168). Τέλος έχουν και μια δόση μαγικού ρεαλισμού, με τη «σκιά» του αγαπημένου όχι να την ακολουθεί, αλλά να την οδηγεί στο «βράχο» τους σε κάποιες αφηγήσεις.
Η γραφή της Κύρβα, καθώς έχει ήδη μια μακρά θητεία στην ποίηση με τρία βιβλία, είναι σε μεγάλο βαθμό λυρική. Είναι ένα «ξεφύλλισμα ψυχής», όπως το πρώτο της βιβλίο που έχει αυτόν τον τίτλο, όπου και πάλι πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος.
Όμως ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό λυρικό απόσπασμα, ως δείγμα γραφής:
«Το μελαγχολικό απόγευμα του Μάρτη, τα σύννεφα έκλεβαν το τελευταίο ροζ από το φως του Φοίβου μου, προσφέροντάς το στο χλωμό φως του αδελφού του ήλιου που έδυε. Αλαργόφεγγε στ’ ουρανού τ’ ακρόκορφα και στου Άδη τα πυκνοϋφασμένα σκοτάδια, αποδεχόμενος θαρρετά την ροή της νομοτέλειας και της μοίρας. Ο Αυγερινός μου, έκλεινε γλυκά τα κουρασμένα βλέφαρα σε έναν ύπνο βαθύ, λυτρωτικό» (σελ. 11-12).
Δίπλα όμως στον αρκαδικό λυρισμό που τον εμπνέει ο γενέθλιος τόπος (η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη κατάγεται από την Βαϊνιά, ένα χωριό έξω από την Ιεράπετρα που βρίσκεται στα ριζά ενός βουνού) υπάρχει και ο στοχασμός πάνω στην σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, πάνω στην υπαρξιακή συνθήκη του ανθρώπου, πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Ακόμη η Μαρίνα είναι σε αρκετά σημεία διδακτική-παραθέτει μάλιστα και δυο στροφές από την «Ιθάκη» του Καβάφη. Ο διδακτισμός αυτός όμως δεν ξενίζει, καθώς είναι απότοκος εμπειριών και καταστάσεων που έχει βιώσει η αφηγήτρια. Τέλος είναι αναπόφευκτο να εμφιλοχωρήσουν και κάποια λαογραφικά στοιχεία στην αφήγησή της.
«Αρκετά τέτοια βράδια, ερχότανε και καθότανε η κουκουβάγια στην κορυφή του στύλου της ΔΕΗ και φώναζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πετούσαν μικρές πέτρες να τη διώξουν, γιατί όπως πίστευαν, δεν ήταν «καλό προμήνυμα» (σελ. 257).
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές θυμήθηκα ένα ανάλογο επεισόδιο από την παιδική μου ηλικία. Μόλις είχε νυχτώσει. Καθόμασταν με την μητέρα μου στην αυλή. Ένα πουλί, μια ζάρα, ήλθε και κάθισε σε ένα κοντινό δέντρο, κρώζοντας «κλαψιάρικα». –Διώξε το, διώξε το, μου κάνει τρομαγμένη. Την έκφραση τρόμου που είχε το πρόσωπό της δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Αυτά ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του έργου. Ως ξεχωριστά υφολογικά χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε τα εξής:
Η Σαμπροβαλάκη χρησιμοποιεί συχνά το εφέ της αποστροφής. Η αφηγήτρια απευθύνεται κυρίως στον νεκρό αγαπημένο και στο αγαπημένο της καναρίνι, τον φιρφιρίκο, αλλά και σε άλλα πρόσωπα. Χρησιμοποιεί επίσης πολύ συχνά λαϊκές εκφράσεις, μαντινιάδες και αποφθέγματα, δίνοντας ένα τόνο αυθεντικότητας στις εξομολογήσεις της. «Ακόμα και ο αητός πρέπει να υποφέρνει/ να δούνε τα μικιά πουλιά ότι τα καταφέρνει», «Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα χαρτιά κρατούνε», «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια», «Γελά καλά όποιος γελά τελευταίος», «Ο Αύγουστος επάτησε στην άκρα του χειμώνα», κ.ά. Τέλος δημιουργεί ένα μίνι εφέ απροσδόκητου, δίνοντας έμφαση ταυτόχρονα, με το να χρησιμοποιεί μπροστά από κάποιες λέξεις αποσιωπητικά. Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα:
«Ο κοσμάκης-μέσα και η χάρη μου-πληρώνει με τον τίμιο μόχθο και ίδρω του, ενώ οι μακρυχέρηδες της πολιτικής-κάθε κανόνας με την εξαίρεσή του-παίρνουν δάνεια ενός φεγγαριού για το πολιτικό άλλοθί τους, σπεύδοντας να το ξεπληρώσουν οσονούπω, επισήμως και με τη βούλα, με τα δωράκια της… διαπλεκόμενης, διεφθαρμένης, πολιτικής κουμπαριάς. Οι… απαπούτσωτοι γάτοι, γίνανε… χρυσοπαπουτσωμένες σταχτοπούτες του πολιτικού κουρμπετιού» (σελ. 37-38).
Το υφολογικό αυτό χαρακτηριστικό το χρησιμοποιεί και ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Το νησί των σημαδεμένων», που δεν είναι άλλο από τη Σπιναλόγκα. Στην παρουσίαση που του έκανα στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα γράφω: «Παρεμπιπτόντως, ο Κορνάρος κάνει κατάχρηση αυτών των τριών τελειών, που μπαίνουν σαν να προετοιμάζουν ένα εφέ έκπληξης με μια μη αναμενόμενη λέξη. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κι έπρεπε να κρατώ το πιρούνι, σαν υπηρέτης του, μια ώρα μπροστά στο στόμα του… μωρού κι εκείνος να μη με προσέχει καθόλου» (σελ. 44). Το ...μωρό είναι ο γείτονάς του τον οποίο περιποιείται». Έτσι πορεύτηκαν οι λεπροί της Σπιναλόγκας: βοηθώντας αυτοί που ήταν σε καλύτερη κατάσταση τους πιο ανήμπορους.
Θα παραθέσω ακόμη κάποιους κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, καθώς είναι πια χόμπι μου να τους ανιχνεύω σε πεζά κείμενα ή σε ελεύθερο στίχο, που έχουν γραφεί προφανώς εντελώς ασυνείδητα.
«…όταν τα άλλα δίπλα μου κοιμούνται ησυχασμένα» (σελ. 22).
«…και κάθε άγριο μέσα μου μερώνει, άγγελέ μου» (σελ. 24).
«Χίλιες φορές τα διάβηκα τα μονοπάτια ετούτα» (σελ. 24).
«Ολόχαρος ο έρωτας, στο άρμα της κάθε μέρας» (σελ. 75.
«Τριαντάφυλλα κι ασφόδελοι, κρίνα και πικροδάφνες» (σελ. 75).
«…τους σπόρους του καναβουριού τριγύρω στο κλουβί του» (σελ. 213).
Το βιβλίο αυτό της Σαμπροβαλάκη, πέρα από τις άλλες λογοτεχνικές αρετές του, έχει μια συγκινητική ειλικρίνεια. Είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσει τον καθένα.
No comments:
Post a Comment