Κύρβα, Το πέρασμα του ερωδιού, Εκδόσεις «Βογιατζή» 2008, σελ. 525
Πολλοί γράφουν στην κρητική ντοπιολαλιά, αλλά συνήθως στιχουργήματα μικρής έκτασης, που φιλοξενούνται σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Αυτά που τυπώνονται σε βιβλία είναι ελάχιστα. Και σίγουρα όχι σε 227 σελίδες, όσες έχει το προηγούμενο έργο της Κύρβα (φιλολογικό ψευδώνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη, η αρχαϊκή ονομασία της Ιεράπετρας) το «Ξεφύλλισμα ψυχής», και ακόμη πιο σίγουρα όχι σε 525 σελίδες, όσες έχει το επόμενο, «Το πέρασμα του ερωδιού». Μετά τον αείμνηστο Ανταίο, τον Κωστή Φραγκούλη με τα «Δίφορά» του, η Μαρίνα ελπίζουμε ότι είναι the latest, και όχι the last, η μέχρι στιγμής τελευταία δηλαδή, από τους κρητικούς που διακονούν την κρητική γλώσσα με ένα ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο, σε πολυσέλιδα βιβλία. «Μα πιότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», ότι η ποίηση θα πάρει καινούρια μονοπάτια, διαφορετικά από αυτά που πήραν ο Κορνάρος και ο Σολωμός, και όμως επιμένουν κρητικά. Ο Φραγκούλης είχε απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό. «Αγάπη πού ’ρθει πάρωρα, σα μήλο δίφορό ’ναι, απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε», γράφει σε έναν μεταφορικό δίστιχο που μπαίνει προμετωπίδα στα «Δίφορα», με απόλυτη συνείδηση ότι γράφει εκτός εποχής.
Όπως και η Κύρβα. Όμως το δίφορό τους μήλο, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, είτε τον ομοιοκατάληκτο της μαντινιάδας είτε τον ανομοιοκατάληκτο των ριζίτικων, δεν το τρώνε τα πουλιά. Εμείς οι κρητικοί τον απολαμβάνουμε. Και ας έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι δεν θα μπουν τα έργα τους σε καμιά μακρά ή βραχεία λίστα των πανελλήνιων λογοτεχνικών διαγωνισμών. Έχουν μπει στη βραχεία λίστα της καρδιάς μας.
Όμως γιατί μόνο στην καρδιά εμάς των κρητικών;
Η Μαρίνα κάνει στο έργο της αυτό μια υπέρβαση. Εντάξει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, όμως η γλώσσα; Η ντοπιολαλιά σιγά σιγά υποχωρεί μπροστά στην ισοπέδωση της πανελλήνιας δημοτικής, και η Μαρίνα μπορεί να μην έχει στο νου της την ελευθερία, όπως ο Σολωμός, αυτή την έχουμε κατακτήσει εδώ και 100 χρόνια (για εμάς τους κρητικούς μιλάω, και φέτος κλείνουν ακριβώς 100 χρόνια από την ένωση), έχει όμως τη γλώσσα. Έτσι επιμένει σε λέξεις που άκουγε μικρή, όπως κι εγώ άλλωστε, και που τώρα πια δεν θα τις ξανακούσεις στην Κρήτη. Λέει κανείς σήμερα «το κιντί», το ηλιοβασίλεμα; Ή το «βαστάι», το σπάγκο;
Και η υπέρβαση δεν είναι το ότι δεν παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, στο οποίο πρέπει να ανατρέχει κανείς κάθε στιγμή, πράγμα άβολο (εγώ σπάνια το κάνω), αλλά υποσημειώσεις με τη σημασία των άγνωστων κρητικών λέξεων στο κάτω μέρος της σελίδας-το κάνει εξάλλου και στο «Ξεφύλλισμα ψυχής». Η υπέρβαση είναι ότι ξαναγράφει το ποιητικό της πόνημα στο κοινό νεοελληνικό ιδίωμα. Θα μπορούσα να γράψω «μεταφράζει», όμως όταν την «μετάφραση» την κάνει ο ίδιος ο δημιουργός μπορούμε να μιλάμε για ένα ισάξιο έργο. Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει αυτό που λέγεται για την ποίηση, ότι είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση. Αντίθετα, θα μπορούσε να συμβεί ό,τι συνέβη και με τη «μετάφραση» που έκανε ο Ναμπόκοφ της «Λολίτας» στη μητρική του γλώσσα, στα ρώσικα, που λέγεται ότι είναι καλύτερη από το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο.
Δεν πρόκειται για μεταφραστικό λοιπόν άθλο, αλλά για συγγραφικό. Ας παραθέσουμε όμως ένα δείγμα, αμέσως από την αρχή, από τον πρόλογο.
Από το κρητικό ιδίωμα:
«Κόκκινο βαστάι δεμένο, στη μια χέρα μπουρλιασμένο,
φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης
αργοπχιαίνει η ανέμη, με το όργο τσης ζωσμένη,
Μοιάζει πετάρας στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
Όντες τση σάσει κάθεται και πάλι όντες τση σάσει
την ανεξά τση σα δα βρει, όλα δα τα λογιάσει,
Καλά, κακά, γλυκά, πικρά, ντρέτα δα λογαριάσει
κι ανέ λαθέψει και ποθές… τα λάθη για τσ’ ανθρώπους!
ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όπχιους κι αν είναι τόπους».
Και στην κοινή νεοελληνική:
«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στο ένα χέρι περασμένη,
φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης.
Αργοπάει η ανέμη με το νήμα στολισμένη,
σαν πεταλούδα στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
Σαν βολευτεί αναπαύεται κι αν την ξαναβολέψει,
την ευκολία σαν θα βρει, θα μου νοικοκυρέψει,
καλά, κακά, γλυκά, πικρά, σωστά θα λογαριάσει
κι αν θα λαθέψει πουθενά… τα λάθη για ανθρώπους!
Ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όποιους κι αν είναι τόπους».
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια έξυπνη επινόηση για την απόδοση της προφοράς. Η Μαρίνα δεν γράφει «όποιους» αλλά «όπχιους», αφού ανάμεσα στο «π» ακολουθούμενο από τον ήχο «ι» ακούγεται ένα «χ». Πιο πάνω επίσης διαβάζουμε «αργοπχιαίνει».
Σε αντίθεση με τη θεματική του άλλου της ποιητικού έργου «Ξεφύλλισμα ψυχής», που ήταν η πρώτη αγάπη, εδώ δεν έχουμε ένα μόνο θέμα. Στην πραγματικότητα το έργο έχει τη μορφή μιας ποιητικής συλλογής, με τη διαφορά βέβαια ότι κάθε ποίημα είναι πολύστιχο, ή καλύτερα πολυσέλιδο, σε αντίθεση με τα ποιήματα σύγχρονων ποιητών που είναι συνήθως ποιήματα της μιας σελίδας. Στα 59 ποιήματα του βιβλίου αντιστοιχούν κατά μέσον όρο εννιά σελίδες στο καθένα. Όχι και λίγες. Και οι θεματικές που καλύπτει είναι διάφορες. Υπάρχουν ποιήματα για το χωριό της, τη Βαϊνιά της Ιεράπετρας, αλλά και για διάφορες άλλες περιοχές της Κρήτης. Οι αρχαιολογικοί χώροι όπως η Κνωσός και η αρχαία Ελεύθερνα δεν λείπουν, όπως και το Αρκάδι φυσικά, ορόσημο των κρητικών ξεσηκωμών. Μνήμες, επεισόδια και πρόσωπα από την παιδική της ηλικία κατέχουν επίσης μια σημαντική θέση.
«Θαρρώ πως είναι Κυριακή, σκόλασμα λειτουργίας
πως ανημένει ο Μπισκουής στη μέση της πλατείας.
Σα να θωρώ το παστρικό καρότσι φορτωμένο,
τα τζαμιλίκια του θαμπά, στσ’ αχνούς μέσα πνιμένο.
Σάμαλη, τρίγωνα, κι α πεις για τα ζεστά μπουρέκια,
διάλε τσ’ απολυμάρες τως, διάλε τως τα φελέκια,
ήτονε σκέτος πειρασμός, ομπρός στην… αφραγκία,
σαν υστεροαμάρτημα μετά τη λειτουργία». (σελ. 435).
Σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση την απασχολούν:
«Μιλιούνε μελιστάλαχτα, μα δε μας εξηγούνε,
παγκοσμιοποίηση σαν λεν , ήντα σκατά ’νογούνε» (σελ. 61).
Τέλος έχουμε τα γεμάτα λυρισμό ποιήματά της για τα πάτρια εδάφη, με την ιπτάμενη πανίδα να την συγκινεί ιδιαίτερα: ο ερωδιός, το χελιδόνι, αλλά και η πέρδικα:
«Στσι ρεματιές και στσι πηγές, καρτέρι στην ψυχή μου,
στένανε οι πετροπέρδικες μην είμαι αμοναχή μου.
Γυρίστρα η μνήμη πορπατεί, σε πράμα δε δειλιάζει,
ανάργια-ανάργια σύρνεται ποτές δεν παγουδιάζει» (σελ. 81).
Η αξία του «Περάσματος του ερωδιού» δεν βρίσκεται μόνο στη χρήση της κρητικής ντοπιολαλιάς ούτε στο ογκώδες του έργου, όπως και η αξία της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη δεν βρίσκεται στους 33.333 στίχους της. Ούτε και στη «δίγλωσση» απόδοσή του, παρόλο που συνιστά μια εξαιρετική πρωτοτυπία. Βρίσκεται και στη λογοτεχνικότητά του: στην στιχουργική ικανότητα, στη λυρική ευαισθησία, στην τολμηρότητα της σκέψης. Το έργο αυτό είναι πραγματικά ένα έργο-μνημείο.
No comments:
Post a Comment