Thursday, May 31, 2012

Isabel Allende, Η ονειρεμένη πατρίδα μου


Isabel Allende, Η ονειρεμένη πατρίδα μου (μετ. Κλαίτη Σωτηριάδου), Ωκεανίδα 2004, σελ. 259.

  Όπως η βιογραφία της Αλιέντε της Σέλια Κορρέας Σαπάτα που παρουσιάσαμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν «δύο σε ένα», βιογραφία και συνέντευξη ταυτόχρονα, έτσι και η «Ονειρεμένη πατρίδα μου» της Αλιέντε είναι δύο σε ένα: περιγραφή της πατρίδας της της Χιλής και συγχρόνως αυτοβιογραφία.
  Ιδιαίτερα οξυδερκής στις παρατηρήσεις της και ανεπιφύλακτα αποκαλυπτική σε αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, η Αλιέντε και μ’ αυτό της το βιβλίο συναρπάζει τον αναγνώστη. Εκτός από την αφηγηματική της άνεση παρουσιάζει και εδώ το υφολογικό εκείνο στοιχείο το οποίο την καταξίωσε στα πρώτα χρόνια της καριέρας της ως δημοσιογράφο, το χιούμορ. Παραθέτοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο της, θα συμπεριλάβω και χιουμοριστικές ατάκες που μου άρεσαν.
  «Στη Χιλή… μόνο οι επικίνδυνοι τρελοί έβλεπαν ψυχίατρο και μόνο φορώντας ζουρλομανδύα· όμως αυτό άλλαξε τη δεκαετία του ’70… Στην οικογένειά μου κανένας δεν αναζήτησε ποτέ θεραπεία, παρ’ όλο που αρκετοί από εμάς ήμασταν κλασικές περιπτώσεις για μελέτη, γιατί η ιδέα να εξομολογηθούμε προσωπικές υποθέσεις σ’ έναν άγνωστο, που επιπλέον θα πληρώναμε για να μας ακούσει, ήταν παράλογη· γι’ αυτό υπήρχαν οι ιερείς και οι θείες» (σελ. 13-14).
  Έχω διαβάσει για αυτή την κριτική της ψυχανάλυσης, που υποστηρίζει ότι ένας καλός φίλος ή ένας παπάς μπορεί να προσφέρει την ίδια βοήθεια που προσφέρει και ο ψυχαναλυτής. Η πράξη της εξομολόγησης είναι που έχει θεραπευτικές ιδιότητες, και δεν έχει σημασία σε ποιον θα την κάνει κανείς. Είναι χιλιοειπωμένη η φράση «Το είπα κι ξαλάφρωσα». Βέβαια αργότερα η Αλιέντε άλλαξε γνώμη, όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αμερική με τον δεύτερο σύζυγό της. «Τόσο έχω ενσωματωθεί στην κουλτούρα της Καλιφόρνιας, ώστε διαλογίζομαι και κάνω ψυχοθεραπεία, αν και πάντα κλέβω: στη διάρκεια του διαλογισμού επινοώ ιστορίες για να μη βαριέμαι και στην ψυχοθεραπεία επινοώ άλλες για να μη βαριέται ο ψυχολόγος» (σελ. 248).
  «Οι περισσότεροι πρώην επαναστάτες της μαχητικής Αριστεράς είναι τώρα αφοσιωμένοι στις πνευματιστικές ασκήσεις» (σελ. 100-101). Δεν θα το πίστευα αν δεν ήξερα ότι και σε μας, αρκετοί πρώην άθεοι αριστεροί έχουν γίνει θρησκευόμενοι. Αφού κι εγώ περιμένω πότε να έλθει και μένα η σειρά μου.
  «Έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι ένα όνειρο» (σελ. 100). Πρόκειται για χαρακτηριστική κινέζικη αντίληψη. Αυτό ισχύει για πολλούς, που κάνουν ονειρεμένη ζωή. Για κάποιους άλλους όμως η ζωή είναι σκέτος εφιάλτης.
  Και ένα δείγμα χιούμορ, χρώματος black:
  «Το αποτέλεσμα είναι πως ο νόμος για το διαζύγιο κοιμάται τη μια χρονιά μετά την άλλη στο αρχείο των υποθέσεων που εκκρεμούν, κι όταν τελικά θα εγκριθεί, θα έχει τόσο απαγορευτικούς όρους, ώστε θα είναι πιο βολικό να δολοφονεί κανείς τον σύζυγό του παρά να τον χωρίζει» (σελ. 111).
  «…το εθνικό μας άθλημα είναι να μιλάμε πίσω από την πλάτη του ανθρώπου που μόλις αναχώρησε… Κι αυτό γίνεται τόσο πολύ, ώστε κανένας δεν θέλει να φύγει πρώτος, κι έτσι οι αποχαιρετισμοί είναι ατέλειωτοι στην πόρτα» (σελ. 126).
  Όχι πως αυτό δεν γίνεται και σε μας, αλλά δεν νομίζω να χολοσκάει κανείς ιδιαίτερα για το αν τον κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη του. Αφού κι αυτός επίσης κουτσομπολεύει τους άλλους.
  «Το πρώτο που προσφέρουμε στον επισκέπτη είναι ένα τσαγάκι, ένα χαμομηλάκι ή ένα κρασάκι. Στη Χιλή μιλάμε με υποκοριστικά» (σελ. 142). Το ίδιο και στην Ελλάδα, μόνο που εμείς προσφέρουμε ένα καφεδάκι.
  Σε ένα κείμενο σχετικά με την ΕΔΕ που μου έκαναν για τα σόκιν ανέκδοτα, έγραψα για κάτι που είχα διαβάσει, ότι ένας δικτάτορας απολάμβανε να ακούει τα ανέκδοτα που έβγαζαν σε βάρος του. Εδώ διαβάζω κάτι ακόμη πιο προωθημένο.
  «Η δημοτικότητα ενός προσώπου μετριέται με τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν· (παρένθεση: βλέπε Ψαραντώνης)· λένε πως ο πρόεδρος Σαλβαδόρ Αλιέντε έβγαζε ο ίδιος ανέκδοτα για τον εαυτό του-μερικά αρκετά τολμηρά-και τα διέδιδε».
  Πολλοί θα έχετε διαβάσει τον «Αλχημιστή» του Κοέλιο. Με έκπληξη άκουσα κάποιον γνωστό να μου αφηγείται το μύθο σε ελληνική παραλλαγή. Πιθανόν να είναι ζήτημα διάχυσης, όπως αποφαίνεται μια σχολή κοινωνικής ανθρωπολογίας. Όμως το παρακάτω σίγουρα δεν είναι ζήτημα διάχυσης, είναι ζήτημα παράλληλης εμφάνισης.
  Την ιστορία μού την αφηγήθηκε ξάδελφος, με τη μητέρα του πρωταγωνίστρια. Ήταν την παλιά εκείνη εποχή που οι γυναίκες στο χωριό μου κάνανε αποσπερίδα. Μαζεύονταν οι γειτόνισσες σε μιαν αυλή, ή στην είσοδο ενός σπιτιού στο σοκάκι, και έλεγαν τις δικές τους ιστορίες, τα δικά τους κουτσομπολιά. Κάποιες κάθονταν σε καρέκλες, κάποιες στο πεζούλι όταν οι καρέκλες δεν έφταναν ή βαριόντουσαν να πάνε να φέρουν. Μικρός είχα συνοδεύσει τη μάνα μου σε πολλές τέτοιες αποσπερίδες, και μου άρεσαν. Μου άρεσαν γιατί άκουγα πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να ακούω, λόγω της ηλικίας μου. Όμως εμένα με αγνοούσαν, σαν να μην υπήρχα. Και έτσι άφηναν τη γλώσσα τους να πηγαίνει ροδάνι.
  Σε μια λοιπόν από αυτές τις αποσπερίδες μια γυναίκα έκλασε. Επειδή ντράπηκε, μεταξέσυρε την καρέκλα της, ώστε να φανεί ότι ο κρότος που ακούστηκε ήταν τάχα από το σύρσιμο της καρέκλας. Και η μητέρα του ξαδέλφου μου της λέγει: τον κρότο τον πέτυχες, αλλά το βρώμο;
  Και διαβάζω στην Αλιέντε μια παρόμοια γερμανική ιστορία.
  «Μια πολύ κομψή δεσποινίς αφήνει άθελά της μια κλανιά, και για να καλύψει τον ήχο, κάνει θόρυβο με τα παπούτσια της. Τότε ο δον Όττο της λέει (με γερμανική προφορά): Θα σκίσεις το ένα παπούτσι, θα σκίσεις και το άλλο, αλλά δεν θα κάνεις τον θόρυβο που έκανες με τον κώλο» (σελ. 144). Γράφοντάς το αυτό κλαίω από τα γέλια, συνεχίζει η Αλιέντε. Πιστεύω πως αν μάθαινε τη δική μου θα γέλαγε ακόμη περισσότερο.
  Το παρακάτω το έχω ξαναδιαβάσει, σαν ρήση της Αλιέντε: «…το σημείο G βρίσκεται στα γυναικεία αυτιά» (σελ. 164). Αυτό οι Έλληνες το ξέρανε από παλιά, που παραμυθιάζανε τις γκόμενες λέγοντάς τους ότι θα τις παντρευτούνε. Σήμερα θα έλεγα πως το σημείο G δεν βρίσκεται καν πάνω στο σώμα της γυναίκας, αλλά στο πορτοφόλι του άντρα.
  Αυτή την σκηνή την έχω δει σε ελληνική ταινία του ’60.
  «Μια από τις πιο θεραπευτικές εμπειρίες για οποιαδήποτε στενοχωρημένη γυναίκα είναι να περάσει μπροστά από ένα γιαπί και να παρακολουθήσει τον τρόπο που η δουλειά σταματάει, και από τις σκαλωσιές κρεμιούνται διάφοροι εργάτες για να της πετάξουν ωραία πειράγματα. Αυτή η δραστηριότητα έχει φτάσει σε επίπεδο τέχνης και γίνεται ένας ετήσιος διαγωνισμός, που βραβεύει τα καλύτερα πειράγματα σύμφωνα με την κατηγορία τους: κλασικά, δημιουργικά, ερωτικά, κωμικά και ποιητικά» (σελ. 165).
  Στην Ελλάδα, τώρα πια με την κρίση οι οικοδομικές δραστηριότητες έχουν πέσει στο ναδίρ. Αλλά και πιο πριν, οι αλβανοί, οι πακιστανοί και οι άλλοι λαθρομετανάστες που βρισκόντουσαν στα γιαπιά, και ελληνικά πειράγματα να ήξεραν δεν νομίζω ότι θα τολμούσαν να τα εκστομίσουν. Όλο και κάποιος χρυσαυγήτης μπορεί να ξετρύπωνε ξαφνικά. Κακόμοιρες ελληνίδες!!!
  Θα τελειώσω όπως τέλειωσα και την παρουσίαση της βιογραφίας της Σαπάτα, παραθέτοντας ένα εκτενές απόσπασμα, εδώ πάνω στη γραφειοκρατία. Είναι απολαυστικότατο.

  Η αγάπη μας για τους κανονισμούς, όσο ανεφάρμοστοι κι αν είναι, βρίσκει τους καλύτερους υπέρμαχους της στην απέραντη γραφειοκρατία της βασανισμένης μας πατρίδας. Αυτή η γραφειοκρατία είναι ο παράδεισος του ανώνυμου Χιλιανού με την γκρίζα στολή του δημόσιου υπαλλήλου. Σ' αυτήν μπορεί να φυτοζωεί με την άνεση του, ασφαλής από τις παγίδες της φαντασίας, εντελώς σίγουρος στη θέση του μέχρι τη μέρα της συνταξιοδότησης του, αν δεν κάνει την απερισκεψία να προσπαθήσει ν' αλλά­ξει τα πράγματα, όπως βεβαιώνει ο κοινωνιολόγος και συγγραφέας Pablo Hunees (που είναι, το αναφέρω με την ευκαιρία, ένας από τους λίγους εκκεντρικούς Χιλια­νούς που δεν συγγενεύει με την οικογένεια μου). Ο δη­μόσιος υπάλληλος πρέπει να κατανοήσει από την πρώτη μέρα στο γραφείο πως οποιαδήποτε απόπειρα πρωτοβου­λίας θα είναι το τέλος της καριέρας του, γιατί δεν βρί­σκεται εκεί για ν' αποδείξει την αξία του, αλλά για να φτάσει με αξιοπρέπεια στο επίπεδο της ανικανότητας του. Ο λόγος της μετακίνησης εγγράφων με σφραγίδες και χαρτόσημα από τη μια πλευρά στην άλλη δεν γίνεται για να λύνει προβλήματα, αλλά για να εμποδίζει τις λύ­σεις. Αν τα προβλήματα λύνονταν, η γραφειοκρατία θα έχανε δύναμη και πολλοί έντιμοι άνθρωποι θα έμεναν χω­ρίς δουλειά· αντίθετα, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν, το κράτος αυξάνει τον προϋπολογισμό, προσλαμβάνει πε­ρισσότερους υπαλλήλους κι έτσι μειώνει το δείκτη ανερ­γίας κι όλοι είναι ευχαριστημένοι. Ο δημόσιος υπάλλη­λος κάνει κατάχρηση της ελάχιστης εξουσίας του, ξεκινώντας από την άποψη πως το κοινό είναι εχθρός του, πράγμα που βρίσκει πλήρη ανταπόκριση. Ήταν έκπλη­ξη για μένα, όταν είδα πως στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζεται παρά μια άδεια οδήγησης για να ταξιδέψει κα­νείς στη χώρα και οι περισσότερες δοσοληψίες γίνονται με το ταχυδρομείο. Στη Χιλή ο υπάλληλος της βάρδιας θ' απαιτήσει από τον αιτούντα να προσκομίσει αποδείξεις: πως έχει γεννηθεί, πως δεν είναι φυλακισμένος, πως έχει πληρώσει τους φόρους του, πως έχει ψηφίσει και πως εξα­κολουθεί να είναι ζωντανός, γιατί ακόμα κι αν χτυπιέται κάτω για ν' αποδείξει πως δεν έχει πεθάνει, πρέπει να παρουσιάσει «πιστοποιητικό επιβίωσης». Τόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα, ώστε η κυβέρνηση δημιούργησε ειδι­κό γραφείο για ν' αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατία. Τώ­ρα οι πολίτες μπορούν να διαμαρτύρονται για την κακή τους μεταχείριση και να κατηγορούν τους ανίκανους υπαλλήλους... μ' ένα σφραγισμένο έγγραφο σε τρία αντί­γραφα, βέβαια. Τώρα τελευταία, για να διασχίσω τα σύ­νορα προς την Αργεντινή μ' ένα τουριστικό λεωφορείο, αναγκάστηκα να περιμένω μιάμιση ώρα, ενώ ελέγχανε τα χαρτιά μας. Πιο εύκολα περνούσε κανείς άλλοτε το τείχος του Βερολίνου. Ο Κάφκα ήταν Χιλιανός.
 

 

No comments:

Post a Comment