Jane Goodall,
Στα χνάρια της ελπίδας (μετ. Άννα Παπασταύρου), Ωκεανίδα 2000, σελ. 415
Την περασμένη
Κυριακή (13 Μάη) ήταν στο Γαλάτσι το πανηγύρι της αγίας Γλυκερίας. Την παραμονή
το βράδυ έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου. Υπήρχαν πάγκοι με βιβλία σε κανονικές
τιμές και πάγκοι με βιβλία σε προσφορές, πέντε ευρώ το βιβλίο: (-ό,τι πάρετε
ένα τάλιρο. -Άστο κάτω, αυτό κάνει ένα δεκάρικο- ατάκα από ελληνική ταινία που
τη λέει ο Βουτσάς). Ανάμεσα στα βιβλία ενός πάγκου με προσφορές είδα και το
βιβλίο της Τζέην Γκούντολ «Στα χνάρια της ελπίδας». Θυμόμουνα το εξώφυλλο,
ήμουν σίγουρος ό,τι το είχα αγοράσει, πάλι σε προσφορά, πιθανώς στο παζάρι της Κλαυθμώνος,
για να το διαβάσω «εν ευθέτω χρόνω». Ο χρόνος αυτός ήλθε, είμαι τώρα
συνταξιούχος, όμως τα βιβλία μου είναι άνω κάτω και θα ήταν αδύνατο να το βρω.
Έσκασα λοιπόν τα πέντε ευρώ μου, αλλά είπα ότι θα το διαβάσω τώρα. Και μια και έχω
διαπιστώσει εδώ και καιρό ότι και άλλα βιβλία τα έχω διπλά, αποφάσισα στο εξής να
μην αγοράζω κανένα βιβλίο για αργότερα, αλλά να το διαβάζω αμέσως. Έτσι, μετά
από αυτό το βιβλίο, θα παρουσιάσω δυο ακόμη που αγόρασα με πέντε ευρώ, καθώς
και ένα που αγόρασα με δύο, που θα είναι το επόμενο.
Δεν το μετάνιωσα
καθόλου που το αγόρασα ξανά, γιατί αυτή η σπατάλη των πέντε ευρώ ήταν που με έσπρωξε
να το διαβάσω αμέσως. Και βρέθηκα με έκπληξη μπροστά σε ένα βιβλίο που θα το
χαρακτήριζα ως μια επιτομή των ενδιαφερόντων μου.
Πρόκειται για ένα
βιβλίο αυτοβιογραφικό. Τη συγγραφέα την ήξερα από παλιά, αλλά δεν έτυχε να
διαβάσω τίποτα δικό της. Γνώριζα ότι είχε ασχοληθεί με τους χιμπαντζήδες, αλλά
αυτό που αγνοούσα είναι ότι είχε αναλάβει μια μεγάλη εκστρατεία για τη σωτηρία
τους. Με το βιβλίο της αυτό τη γνώρισα καλύτερα. Πρόκειται για μια θρησκευόμενη
γυναίκα, με μια μεγάλη αγάπη για τα ζώα, και μια βαθιά αγωνία για την τύχη του
πλανήτη μας.
Στην ανάρτηση για τη
«Φιλοσοφική μου εξέλιξη» του Ράσελ έγραψα ότι η ηθολογία είναι μια επιστήμη που
με επηρέασε βαθιά και καθόρισε την αντίληψή μου για τον κόσμο, και κυρίως
βέβαια για τον άνθρωπο. Η ηθολογία, να το πούμε για αυτούς που δεν το ξέρουν,
είναι κλάδος της βιολογίας που μελετάει τη συμπεριφορά των ζώων, και βγάζει κατά
περίπτωση και συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Τα συμπεράσματα
αυτά για την κοινωνιοβιολογία είναι πρώτης προτεραιότητας.
Η γνωριμία μαζί της
έγινε τυχαία. Ο Θάνος Γραμμένος των εκδόσεων Θυμάρι έψαχνε κάποιον μεταφραστή
από τα γερμανικά. Βρήκε εμένα. Το βιβλίο που επρόκειτο να μεταφράσω ήταν το «Η
πίσω όψη του καθρέφτη» του νομπελίστα ηθολόγου Κόνραντ Λόρεντς. Ενθουσιάστηκα.
Έψαξα και βρήκα και άλλα βιβλία του, καθώς και βιβλία άλλων ηθολόγων. Ένα από
αυτά, που επίσης με ενθουσίασε, ήταν το «Αγάπη και μίσος» του μαθητή του
Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ. Το σύστησα με ενθουσιασμό στο Θάνο, που αποφάσισε
να το εκδώσει. Τη μετάφραση την έκανα φυσικά εγώ. Όλα αυτά, τέλη της δεκαετίας
του ’70.
Έγραψα πιο πάνω ότι
στο βιβλίο αυτό βρήκα μια επιτομή των ενδιαφερόντων μου. Στο 11ο
κεφάλαιο, που έχει τίτλο «Ο θάνατος», η Γκούντολ αναφέρει περιπτώσεις που
κάποια άτομα «διαισθάνθηκαν» το θάνατο προσφιλούς προσώπου. Για το φαινόμενο
αυτό γράφω στο πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα» (θυμάρι
1981 και 1991).
Η προστασία των ζώων
βρισκόταν πάντα στην ατζέντα του οικολογικού κινήματος, όπως βέβαια και η
προστασία του περιβάλλοντος. Το πρόβλημα της φτώχιας και του υπερπληθυσμού, της
εξάντλησης των πηγών, της πυρηνικής απειλής, είναι επίσης κάποια από τα
οικολογικά ζητήματα που θίγει στο βιβλίο της η Γκούντολ. Καρπός της δικής μου
ενασχόλησης με τα οικολογικά προβλήματα υπήρξαν τα τρία βιβλία μου «Περιβάλλον,
διατροφή και ποιότητα ζωής» (1988 και 1993), «Οικολογία και δημοκρατία» (1989)
και «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» (1997).
Και αφού είπαμε αυτά
τα γενικά, θα ανατρέξω σε κάποια αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει.
Η Jane Goodall έχει
ένα πρόβλημα που έχω κι εγώ: δυσκολεύεται να θυμηθεί πρόσωπα. Αυτό, μαθαίνω
τώρα, λέγεται προσωπαγνωσία. Και πώς αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση;
«Προσπαθώ λοιπόν να το αντιμετωπίζω όσο
καλύτερα μπορώ-συνήθως υποκρινόμενη ότι αναγνωρίζω τους πάντες! Και μολονότι
αυτό μπορεί να προκαλεί καμιά φορά διάφορα ευτράπελα, δεν είναι και τόσο κακό
όσο το αντίθετο» (σελ. 20).
Δεν αναφέρει κανένα
ευτράπελο. Θα αναφέρω όμως εγώ ένα δικό μου. Κατευθύνομαι προς το πλοίο για την
Κρήτη, στο λιμάνι του Πειραιά. Ξαφνικά βλέπω από μακριά να πλησιάζει μια
γυναίκα και να μου γνέφει χαρούμενη. –Γαμώ το, πού την ξέρω, λέω μέσα μου. Τι
να κάνω, ακολουθώ την τακτική της Goodall: υποκρίνομαι ότι την ξέρω, γνέφοντας κι εγώ χαρούμενος,
με την ελπίδα ότι στο μεταξύ θα μπορούσα να τη θυμηθώ.
Γνέφαμε ο ένας στον
άλλο με ενθουσιασμό, όταν ξαφνικά, αφού με είχε πλησιάσει αρκετά, βλέπω το
πρόσωπό της να παγώνει. –Με συγχωρείς, μου κάνει, έκανα λάθος.
Δεν τα καταφέρνω
πάντα να υποκριθώ. Στο βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας, τώρα το Πάσχα, με βλέπει
μια κυρία και μου λέει: «Γεια σου, τι κάνεις, είμαι η… με θυμάσαι;». «Πώς!!!, κάνω, τι γίνεσαι;». Όμως άλλα έλεγε το στόμα
μου, άλλα φανέρωνε το πρόσωπό μου. Απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά μου,
λέγοντας κάτι ευγενικό βέβαια. Εγώ κατάλαβα αμέσως ότι είχε μαντέψει πως της
έλεγα ψέματα.
Προχωράμε.
Στο κεφάλαιο «Η ρίζα
του κακού» ο Γκούντολ μιλάει για τις εξοντωτικές μάχες μεταξύ ομάδων
χιμπαντζήδων. Και γράφει: «Δυστυχώς ο ευγενής πίθηκος αποδείχθηκε εξίσου
μυθολογικό πρόσωπο όσο και ο ευγενής άγριος, και τελικά γίναμε μάρτυρες πολλών
ακόμα περιστατικών κτηνώδους επιθετικότητας μεταξύ των ομάδων, που πολλά
κατέληξαν σε σφαγές νηπίων» (σελ. 181).
Ένα από τα βιβλία
του Κόνραντ Λόρεντς που διάβασα, μάλιστα μεταφρασμένο στα ελληνικά, είναι η
«Επιθετικότητα». Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Το ερώτημα αν η
επιθετικότητα είναι έμφυτη ή είναι προϊόν μάθησης έχει ιδεολογικές προεκτάσεις,
και όπως είναι φυσικό έχει προκαλέσει οξύτατες αντιπαραθέσεις. Η Goodall, μιλώντας για τις
κτηνώδεις αυτές συγκρούσεις χιμπαντζήδων των οποίων υπήρξε μάρτυρας, δέχτηκε
τις επιθέσεις των συναδέλφων της. Ένας από αυτούς της συνέστησε: «Δεν πρέπει
επ’ ουδενί λόγω να τα δημοσιεύσεις αυτά, γιατί θα δώσεις στους ασυνείδητους
επιστήμονες και συγγραφείς τα στοιχεία που χρειάζονται για να αποδείξουν ότι η
τάση των ανθρώπων να συγκρούονται είναι έμφυτη, ότι ο πόλεμος είναι
αναπόφευκτος, είναι μια ατυχής, φριχτή κληρονομιά από τους άγριους
πιθηκόμορφους προγόνους μας» (σελ. 189). Ακόμη μια φορά η αναγκαιότητα του
ψέματος, ή, όπως το έγραψα πιο κομψά, «Η αναγκαιότητα του μύθου», που είναι ο
τίτλος του δεύτερου βιβλίου μου (Θυμάρι 1987).
Παρεμπιπτόντως, σε
ένα συνέδριο στο Κάιρο, πριν εννιά χρόνια, μίλησα πάνω σ’ αυτό το θέμα, τη
διαπάλη για το αν η επιθετικότητα είναι κληρονομική ή επίκτητη. Τίτλος της
εισήγησής μου: Nature and culture, an unresolved
polarity: the case of aggression.
Στο ίδιο κεφάλαιο η συγγραφέας μιλάει
εκτενώς για το «Εγωιστικό γονίδιο» του Ρίτσαρντ Ντόκινς, το οποίο διάβασα πριν
χρόνια. Έχω κάποιες ενστάσεις για τις θέσεις αυτού του βιβλίου, όπως και η
Γκούντολ άλλωστε, αλλά δεν είναι χώρος για να τις συζητήσω εδώ.
Ένα ακόμη απόσπασμα:
«Στη μεσαιωνική
Αγγλία οι δημόσιοι απαγχονισμοί ήταν από τα πιο προσφιλή θεάματα. Σήμερα
μάλιστα (Αύγουστος 1997), ενώ έγραφα αυτό το κεφάλαιο, διάβασα στην εφημερίδα
για δέκα χιλιάδες ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν στην Τεχεράνη για να
παρακολουθήσουν την εκτέλεση ενός βιαστή που είχε καταδικαστεί σε θάνατο» (σελ.
202).
Έχω δει κι εγώ ένα
βίντεο κλιπ με έναν απαγχονισμό, και τον κόσμο να ουρλιάζει εκστασιασμένος:
Αλλάχ Ακπμπάρ. Νομίζω όμως ότι δεν ήταν στο Ιράν.
Και άλλο ένα
απόσπασμα:
«… Τη διαδικασία του
θανάτου φοβάμαι. Φαντάζομαι πως όλοι μας την τρέμουμε, γιατί πολύ συχνά
συνδυάζεται με αρρώστια και πόνο… Όλοι μας, είμαι βέβαιη γι’ αυτό, θα
προτιμούσαμε έναν ξαφνικό θάνατο, θα θέλαμε να εγκαταλείψουμε τον κόσμο
γρήγορα, όταν έρθει η ώρα μας- και όχι μόνο για καλό δικό μας, αλλά και για
καλό όσων μας αγαπούν. (Και φυσικά, γλιτώνεις ένα σωρό χρήματα. Η διαδικασία
του θανάτου μπορεί να γίνει μια απίστευτα δαπανηρή υπόθεση!)» (σελ. 232). Δεν είμαι
βέβαιος αν όλοι, εγώ όμως σίγουρα.
Διαβάζουμε:
«Την άνοιξη του 1997
έκανα την πρώτη μου βόλτα με ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Ήταν μια καταπληκτική
εμπειρία: με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς να εκπέμπουμε ίχνος καυσαερίου,
με ένα όχημα εκατό τοις εκατό ανακυκλώσιμο και σχεδιασμένο να αντέξει πενήντα
χρόνια…» (σελ. 352).
Τι θα γίνει τελικά,
θα φέρει καμιά εισαγωγική εταιρεία ένα τέτοιο αμάξι, να το αγοράσουμε κι εμείς;
Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε. Ή περιμένουν να τελειώσουν πρώτα τα αποθέματα
πετρελαίου;
Το παρακάτω
απόσπασμα το παραθέτω για συγκριτολογικούς λόγους. Η Γκούντολ, μιλώντας για την
επίσκεψή της στο Άουσβιτς, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Στη μέση του πιο σκοτεινού
από τα έξι κτίσματα, ένα μικρό φυτό είχε προβάλει δειλά μέσα από μια ραγισματιά
στο τσιμέντο, κάτω από ένα κρεβάτι. Τα βλαστάρια του απλώνονταν προς το χλομό
φως που περνούσε από τους μικροσκοπικούς φεγγίτες πάνω από τα κεφάλια μας… τα
μπουμπούκια του, γεμάτα ελπίδα, ήταν έτοιμα να ανοίξουν» (σελ. 380).
Το απόσπασμα αυτό
είναι ανάλογο με ένα εκτενές απόσπασμα από τη «Ζωή εν τάφω» του Στρατή
Μυριβήλη, που με τον τίτλο «Η μυστική παπαρούνα» ανθολογείται σε κάποιο από τα «Κείμενα
νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Λυκείου. Μια παπαρούνα που φυτρώνει ξαφνικά
ανάμεσα σε κάποια σακιά με άμμο στο σκοτεινό χαράκωμα αποτελεί σύμβολο ελπίδας
για τον συγγραφέα.
Οι διδακτικοί στόχοι
του έργου είναι προφανείς, και γι’ αυτό θα ήθελα το τελευταίο απόσπασμα που θα
παραθέσω να έχει αυτό τον χαρακτήρα:
«Τι μπορούμε να
κάνουμε λοιπόν; Όταν απευθύνομαι σε ομάδες νέων, τους λέω ότι μπορούμε να
κάνουμε πολλά, ο καθένας από εμάς, προσπαθώντας απλώς να καλυτερέψουμε τον
κόσμο γύρω μας. Μπορεί να είναι πολύ απλό: μπορούμε να κάνουμε ένα θλιμμένο ή
μοναχικό άνθρωπο να χαμογελάσει· (εγώ το κάνω. Κάθε τρεις και μια
αναρτώ και ένα ανέκδοτο στο facebook).
Μπορούμε να κάνουμε έναν εξαθλιωμένο σκύλο να κουνήσει την ουρά του, ή ένα γατί
να γουργουρίσει· μπορούμε να ρίξουμε λίγο νερό σ’ ένα διψασμένο φυτό. Δεν
μπορούμε να λύσουμε όλα τα προβλήματα του κόσμου, όλοι όμως μπορούμε να κάνουμε
κάτι για τα προβλήματα που βρίσκονται κάτω από τη μύτη μας. Δεν μπορούμε να
σώσουμε όλα τα παιδιά που πεινάνε κι όλους τους ζητιάνους της Αφρικής ή της
Ασίας, αλλά γιατί να μην κάνουμε κάτι για τα χαμίνια, τους άστεγους, τους
γέρους της γειτονιάς μας;» (σελ. 104).
Η Γκούντολ στο
βιβλίο της μιλάει εκτενώς για τους χιμπατζήδες της, τους οποίους μάλιστα είχε
βαφτίσει. Ο πρώτος άντρας της γύρισε ένα ντοκιμαντέρ, πολύ συγκινητικό, με
αυτούς τους χιμπαντζήδες. Δεν θα ξεχάσω το τέλος: η μητέρα χιμπαντζίνα
πεθαίνει, η οικογένεια και οι φίλοι αποχωρούν σιγά σιγά από το πτώμα της, και
μόνο ο μικρός γιος της μένει. Για τρεις βδομάδες. Στο τέλος πεθαίνει από θλίψη.
Και θα τελειώσω με τις
«ρίζες της σύμπτωσης». Διαβάζω κάπου στο βιβλίο για κάποιον (ή κάποια, δεν
θυμάμαι) που τον/την έφαγε μια αρκούδα. Το ίδιο βράδυ, κάνοντας ζάπιν στην
τηλεόραση, βλέπω ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ στο Σκάι για αρκούδες που
επιτέθηκαν σε ανθρώπους, και κάποιους βέβαια τους σκότωσαν.
No comments:
Post a Comment