Του τάφου, 5η
ιστορία, Το αγκομαχητό
Αφού έκανα την ανάρτηση της προχθεσινής ιστορίας έφυγα σε λίγο για το
καφενείο. Είχα ραντεβού με τον Τέλη τον Ράπτη, ομότιμο καθηγητή πληροφορικής
του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα
είμαι ένας από τους τρεις παρουσιαστές του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Στην
κόψη του σπαθιού και του λογισμού» που θα γίνει τέλη Αυγούστου στην Ιεράπετρα. Ενώ
τον περίμενα, έφυγε από το διπλανό τραπέζι και κάθισε στο δικό μου ο Γιώργης ο
Τριχάς, γείτονας, πατέρας της Κατερίνας και πεθερός του Σταύρου, που είναι οι
κολλητοί μου φίλοι στο χωριό. Έπινα ρακή, και είπα να φέρουν ακόμη ένα
ποτηράκι. Αρνήθηκε με πείσμα. –Δεν πίνω ποτέ ρακή στο καφενείο, μου λέει.
Το
συζητήσαμε, αλλά εγώ ήδη ήξερα το λόγο. Ο Γιώργης βγάζει πολύ καλή ρακή, και
από αυτόν την προμηθεύομαι. Και ξέρει πολύ καλά ότι στο καφενείο η ρακή μπορεί
να είναι νοθευμένη, μπορεί να είναι νερωμένη,
και σίγουρα δεν είναι τόσο καλή όσο η δική του. Έτσι παραγγέλνει πάντα καφέ ή
αναψυκτικό.
Ο
Γιώργης είναι τώρα 85 χρονών. Μας χωρίζουν 23 χρόνια. Είμαστε φίλοι. Είχα παραβρεθεί
σε κάποια καζανίσματά του, πριν διοριστώ, γιατί μετά έπρεπε κάθε 1η
του Σεπτέμβρη να βρίσκομαι στο σχολείο μου. Πρόπερσι επίσης που είχα
ξεμαγαρίσει τον «μαγατζέ» μου, το σπιτάκι μου στη Θριπτή, που καθώς ήταν κλεισμένος
επί χρόνια είχαν σαπίσει τα πάντα, με το αγροτικό του κουβαλήσαμε τα άχρηστα μέχρι
τους κάδους σκουπιδιών στο Πάνω Χωριό.
Όμως η πρώτη «στενή» γνωριμία που έκανα μαζί του δεν ήταν καθόλου
ευχάριστη.
Ο
Γιώργης δεν είχε ακόμη παντρευτεί, τότε έφτιαχνε το σπίτι του. Ήταν απέναντι
από το σπίτι του ξαδέλφου μου του Γιάννη. Εμείς θα ήμασταν τότε κάπου πέντε έξι
χρονών. Κάποια μέρα βρήκαμε ένα ωραίο παιχνίδι να παίξουμε: πετάγαμε πέτρες στα
παραθυρόφυλλα, που ήταν ακόμη άβαφα. Ξαφνικά πετάγεται ο Γιώργης και μας
παίρνει από πίσω. Το βάλαμε στα πόδια. Δεν μας πρόλαβε, και επέστρεψε στο
περβόλι του, πίσω από το σπίτι του. Εμείς
μετά από λίγο ξεθαρρέψαμε, ξαναγυρίσαμε και αρχίσαμε πάλι να πετάμε πέτρες.
Αυτή τη φορά πλησίασε αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι. Όταν τον
αντιληφθήκαμε το βάλαμε πάλι στα πόδια, αλλά ήταν ήδη αργά. Οι ελπίδες να
γλιτώσουμε ήταν πολύ λίγες. Ο Γιάννης πρόλαβε και κρύφτηκε κάτω από το φουστάνι
της μάνας του, που εκείνη την ώρα πότιζε κάτι λαχανικά. Εγώ διέσχισα όσο πιο
γρήγορα μπορούσα το περβόλι τους και ήμουν έτοιμος να πηδήξω τον τράφο να
κατεβώ στο δικό μας περβόλι, όταν με πρόφτασε ο Γιώργης. Με έβαλε κάτω και
άρχισε να με βαράει με τη χερούκλα του στον πισινό. Άρχισα να σκληρίζω. Ο
πατέρας μου που έτυχε να είναι εκείνη την ώρα στο περβόλι, με το να δει τον
Γιώργη να με δέρνει του φωνάζει: «Δόστου εκειά του κερατά». Τότε με άφησε ο
Γιώργης. Ο πατέρας μου καταλάβαινε ότι ο άνθρωπος για να πιάσει να με δείρει
κάτι θα του είχα κάνει.
Υπήρχε
μια διαφορά αντίληψης για την ανατροφή των παιδιών εκείνα τα χρόνια σε σχέση με
σήμερα. Πριν λίγες μέρες ξαναείδα στο facebook μια γελοιογραφία με δυο σκίτσα. Το πρώτο, με χρονολογική
ένδειξη 1969, παρουσιάζει τον πατέρα, τη μητέρα και το γιο να στέκονται μπροστά
στην έδρα του δασκάλου. Ο πατέρας δείχνει τον έλεγχο αγριεμένος στο γιο του
λέγοντας: «Τι βαθμοί είναι αυτοί;». Στο δεύτερο σκίτσο, με χρονολογική ένδειξη
2009, βλέπουμε τον πατέρα να δείχνει πάλι τον έλεγχο εξοργισμένος, αλλά στο
δάσκαλο αυτή τη φορά, και να λέει «Τι βαθμοί είναι αυτοί;» ενώ ο γιος δίπλα γλείφει
μακάρια ένα παγωτό.
Σε
λίγο έρχεται και ο Τέλης, ο μεγάλης ανεκδοτάς. Η φιλία μας θεμελιώθηκε πάνω
στην αγάπη μας για τα ανέκδοτα. Με τροφοδοτεί συνεχώς με καινούρια μέσω e-mail, όπως κι εγώ βέβαια αυτόν. Τους λέω την ιστορία
που είχα αναρτήσει το απόγευμα. Μας λέει και ο Τέλης τη δική του, που όμως την ήξερα.
Μας λέει και ο Γιώργης τη δική του στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, και την
οποία άκουγα για πρώτη φορά.
Ο
Γιώργης ήταν αγρότης, όπως όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού εκείνα τα χρόνια.
Δεν ασχολιόταν όμως μόνο με τα αγροκτήματά του, έκανε και μεταφορές με ένα
τρίκυκλο που είχε. Μια φορά λοιπόν μετέφερε κάποια οικοδομικά υλικά στο
νεκροταφείο. Στο τρίκυκλο καθόταν και ο μάστορας που θα τα χρησιμοποιούσε, ο
Δημήτρης ο Γρ... Τα κατεβάζουν από το τρίκυκλο, τα μεταφέρουν στο σημείο όπου
επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, και κάθονται σε ένα διπλανό τάφο να ξεκουραστούν.
Σε λίγο, να σου δυο γυναίκες που ήλθαν να ανάψουν τα καντήλια σε ένα τάφο εκεί
κοντά. Προφανώς κάποιος δικός τους είχε πεθάνει πρόσφατα.
Ο
Γιώργης θέλησε να τους κάνει πλάκα. Λέει λοιπόν στο μάστορα που καθόταν δίπλα
του. -Ωρέ Δημήτρη, ακούς; -Είντα να ακούσω Γιώργη; -Στήσε αυτί. Δεν ακούς ένα
αγκομαχητό που βγαίνει μέσα από τον τάφο;
Φυσούσε αέρας εκείνη την ώρα, τα ψηλά κυπαρίσσια κουνιόντουσαν πέρα δώθε
αφήνοντας ένα θόρυβο που στη φαντασία δυο τρομοκρατημένων γυναικών εύκολα θα
μπορούσε να περάσει για αγκομαχητό. Η μια είχε πάρει κιόλας τη λάμπα (τα καντήλια
εδώ και χρόνια έχουν αντικατασταθεί με λάμπες, αλλά συμβατικά εξακολουθούμε να
λέμε «ν’ ανάψω τα καντήλια»), είχε βγάλει το λαμπόγυαλο, ενώ η άλλη άναβε ένα
σπίρτο για να βάλει φωτιά στο φυτίλι. Με το που ακούνε για το αγκομαχητό τις
πιάνει τρόμος. Παρατάει η μια το λαμπόγυαλο που πέφτει πάνω στο μάρμαρο και γίνεται
χίλια κομμάτια, παρατάει η άλλη το αναμμένο σπίρτο που ευτυχώς δεν έπεσε πάνω
σε ξερόχορτα και έσβησε αμέσως, και το βάζουν και οι δυο στα πόδια. Ποιος ξέρει
τι αγωνία περνάει ο πεθαμένος μέσα στο μνήμα του, πάμε να φύγουμε πριν σηκώσει
την ταφόπλακα και βγει όξω.
Και η σύμπτωση:
Στην ιστορία που είχα αναρτήσει εκείνο το απόγευμα αυτός που φοβήθηκε
τους πεθαμένους ήταν άντρας. Για να είμαι δίκαιος θα έπρεπε να γράψω και μια
ανάλογη ιστορία με γυναίκα. Όμως δεν ήξερα καμιά. Και να σου την ίδια μέρα, σαν
από μηχανής θεός, ο Γιώργης, που μου είπε ακριβώς την ιστορία που χρειαζόμουν.
Την ιστορία δεν μας την είπε ακριβώς έτσι ο Γιώργης. Εγώ την έκανα πιο
ενδιαφέρουσα, πιο «λογοτεχνική», προσθέτοντας κάποιες λεπτομέρειες εντελώς
φανταστικές. Η μια από τις δυο γυναίκες μπορεί να μην είχε προλάβει καν να
πάρει τη λάμπα. Ή και αν την είχε πάρει, μπορεί να μην είχε προλάβει να βγάλει
το λαμπόγυαλο. Ή και αν το είχε βγάλει και της έπεσε, μπορεί να μην είχε σπάσει.
Όμως με το να γράψω ότι έσπασε, η ιστορία γίνεται πιο συναρπαστική.
Όμως έγινε πράγματι έτσι η ιστορία; Χθες βράδυ που πέρασα από το σπίτι
τους και συζητήσαμε γι’ αυτήν, η γυναίκα του η Νίτσα είχε άλλη άποψη. Όχι, δεν
τρόμαξαν οι γυναίκες, απλά θύμωσαν μαζί τους που τις κορόιδευαν και σηκώθηκαν
και έφυγαν.
Ποιος από τους δυο έχει δίκιο; Ο Γιώργης σκαρφίζεται μια φάρσα, και
ανεξάρτητα αν πέτυχε ή όχι έχει κάθε λόγο να την παρουσιάσει σαν πετυχημένη. Η
Νίτσα πάλι, σαν γυναίκα, θέλει να υπερασπιστεί τις γυναίκες και προτείνει τη
δική της εκδοχή. Ποιον από τους δυο να πιστέψουμε;
Ή
μάλλον ποιον από τους τρεις; Μήπως όλη την παραπάνω ιστορία την έχω επινοήσει
εγώ, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι αληθοφανής;
Αγαπητή αναγνώστρια, αγαπητέ αναγνώστη, de omnibus dubitandum est, για όλα πρέπει να αμφιβάλλετε, και όχι μόνο για το αν σας αγαπά
πραγματικά. Γιατί, καλά το ξέρετε, ούτε η μαργαρίτα με το «μ’ αγαπά δεν μ’
αγαπά» μπορεί να σας πει την αλήθεια.
Την ιστορία του Περή που μπήκε μέσα στην κάσα για να γλυτώσει από τη βροχή την έχεις ακουστά; Την ξέρουν πολλοί Γεραπετρίτες.Γράψε την κι αυτήν.
ReplyDeleteΤην ιστορία την ξέρω από παλιά, αλλά τελευταία μου είπαν το όνομα, Παπαδάκης, με παρατσούκλι αιμοδότης. Εσύ την ξέρεςι με άλλο όνομα;
ReplyDeleteΕίναι ο Περάκης(Περής ο....αιμοδότης) και όχι ο Παπαδάκης.
ReplyDeleteΓιάννη, σ' ευχαριστώ. Ή μου το είπαν λάθος ή εγώ το έγραψα λάθος. Μια από αυτές τις μέρες θα γράψω και αυτή την ιστορία
ReplyDelete