Thursday, July 26, 2012

Του τάφου, 6η ιστορία, Το στοίχημα



Του τάφου, 6η ιστορία, Το στοίχημα

 

Την ιστορία μού την πρωτοαφηγήθηκε ο συγχωρεμένος ο ξάδελφός μου ο Κωστής, και πριν λίγες μέρες ξανά ο ανιψιός μου ο Μανώλης.

  Το αφεντικό, ένας Χατζημαρκάκης από την Επισκοπή, πηγαίνει μαζί με τον εργάτη του στο εστιατόριο. Δεν θα αναφέρω το όνομα του εργάτη γιατί δεν μου το είπαν, μου είπαν μόνο το παρατσούκλι του, που και αυτό, καλού κακού, λέω να μην το πω. Ως γνωστόν τοις πάσι στα Πανωκατωχωρίτικα, δηλαδή την τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου στην οποία περιλαμβάνεται και η Επισκοπή (έδρα λατίνου επισκόπου την εποχή της ενετοκρατίας, γι’ αυτό και βρίθει το όνομα Μάρκος), οι περισσότεροι πισκοπιανοί είναι γνωστοί μόνο με τα παρατσούκλια τους. Παλιά ο ταχυδρόμος έβρισκε το διάβολό του μέχρι να βρει ποιος είναι ποιος, γιατί τα γράμματα έγραφαν πάνω το όνομα και το επώνυμο του παραλήπτη το οποίο όμως δεν γνώριζε κανείς, καθώς όλοι ήξεραν ο ένας τον άλλο μόνο με τα παρατσούκλια τους.
  –Θα σου έλθει το μεσημέρι για φαΐ, λέει ο Χατζημαρκάκης στον εστιάτορα. Ο λογαριασμός δικός μου, θα έλθω αύριο να σε πληρώσω.
  Το μεσημέρι πηγαίνει ο εργάτης στην κουζίνα, βλέπει τα φαγητά, του χτύπησε στο μάτι ένα ταψί με αρνί ψητό.
  –Το ψητό σου φαίνεται περίφημο, λέει στον εστιάτορα. Να μπορούσα, θα το έτρωγα όλο.
  –Σοβαρά, του λέει αυτός, μπορείς να φας ένα ολόκληρο ταψί;
  –Πάμε στοίχημα;
  –Και δεν πάμε. Αν το φας όλο, χάρισμά σου. Αν δεν το φας, θα μου το πληρώσεις.
  –Έγινε, του λέει ο εργάτης. Αλλά θα μου φέρεις και ένα κιλό κρασί.
  –Εν τάξει, του λέει ο εστιάτορας.
  Τον παρακολουθεί στην αρχή με περιέργεια, μετά με ανησυχία, στο τέλος με τρόμο, καθώς τον βλέπει να καταβροχθίζει το ένα κομμάτι κρέας μετά το άλλο, τη μια πατάτα μετά την άλλη, και για να κατεβαίνει πιο γρήγορα το φαγητό στο λαιμό του έπινε συχνά πυκνά και μερικές γουλιές κρασί. Στο τέλος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του: όλο το ταψί είχε αδειάσει.
  Όχι εντελώς.
  –Μου φέρνεις και μια φρατζόλα ψωμί και άλλο ένα κιλό κρασί;
  Η παραγγελία του εκτελέστηκε.
  Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του εστιάτορα μάζεψε όλη τη σάλτσα του ταψιού με το ψωμί και την έφαγε, και ήπιε όλο το κρασί.
  Την επομένη πηγαίνει ο Χατζημαρκάκης στο εστιατόριο.
  –Τι σου χρωστάω; ρωτάει στον εστιάτορα.
  –Τίποτα δεν μου χρωστάς, του απαντάει αυτός.
  –Καλά, δεν έφαγε τίποτα;
  – Έφαγε, που να φάει τη μουρνιά, αλλά να μη μου τον ξαναστείλεις για φαΐ.
  Ήμαστε ένας λαός που του αρέσουν τα στοιχήματα. Στοιχηματίζουμε αν θα νικήσουμε την Ρωσία, μετά αν θα νικήσουμε τη Γερμανία, στοιχηματίζουμε αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, στοιχηματίζουμε ποιος θα πάρει το κύπελλο, και παίζουμε και «στοίχημα».
  Πάμε στοίχημα ότι τώρα σκεφτόσαστε «μα τι σχέση έχει η παραπάνω ιστορία» με τις ιστορίες «Του τάφου»;
  Δεν έχει καμιά σχέση, έχει όμως σχέση με την παρακάτω ιστορία που είναι «Του τάφου». Και αυτό γιατί και εκείνη έχει να κάνει με στοίχημα.
  Είναι η ιστορία που μου είπε ο Τέλης όπως έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση, που την ήξερα ήδη.
  Ο Μιχάλης κορδώνεται στους φίλους του ότι δεν φοβάται τίποτα.
  –Ούτε την πεθερά σου;
  –Ούτε την πεθερά μου.
  –Ούτε τα φαντάσματα;
  –Ούτε τα φαντάσματα.
  –Ούτε τους πεθαμένους;
  –Αφού δεν τους φοβόμουνα όταν ήσαν ζωντανοί, τώρα που είναι πεθαμένοι θα τους φοβηθώ;
  –Να μας το αποδείξεις.
  –Πώς;
  –Να πας το βράδυ τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο και να καρφώσεις ένα καρφί πάνω στον τάφο του Δημήτρη. Δεν χωνευόσασταν, πέρυσι δεν ήταν που τσακωθήκατε για τα σύνορα των χωραφιών σας; Τον έκανες μαύρο στο ξύλο, πού ξέρεις όμως, μπορεί τώρα πεθαμένος να θέλει να βγάλει το άχτι του και να σε δείρει αυτός. Λοιπόν τι λες, θα πας;
  Τον Δημήτρη δεν τον φοβότανε ζωντανό. Στο ζήτημα με τα σύνορα ήταν σίγουρος πως αυτός είχε δίκιο, γι’ αυτό και τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια. Στα χωριά, οι μισοί τσακωμοί γίνονται για τα σύνορα των χωραφιών.
  –Σιγά το πράμα, και βέβαια θα πάω.
  Το ίδιο βράδυ η παρέα κάθισε μέχρι αργά στο καφενείο. Έπιναν τις ρακές τους και συζητούσαν για άλλα πράγματα και όχι για το στοίχημα. Ο Μιχάλης, πριν στρωθούν στη ρέουλα, τους είχε δείξει το καρφί και το σφυρί που κρατούσε.
  Έκανε κρύο, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε, γιατί ο Μιχάλης τους είχε δηλώσει ότι δεν είχε καμιά διάθεση να γίνει μούσκεμα για να τους αποδείξει ότι δεν φοβάται.
  Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αφού άδειασαν και το τελευταίο καραφάκι, έφυγαν οι άλλοι για τα σπίτια τους και ο Μιχάλης για το νεκροταφείο. Το καρφί οι φίλοι του θα το έβλεπαν την επομένη, στο φως της μέρας. Μπορεί ο Μιχάλης να μη φοβόταν τους νεκρούς αλλά αυτοί τους φοβόντουσαν, και δεν είχαν καμιά διάθεση να πάνε άγρια μεσάνυχτα στο νεκροταφείο για να δουν αν κέρδισαν ή όχι το στοίχημα.
  Την επομένη το πρωί είχαν κανονίσει να μαζευτούν στο καφενείο. Μπορεί να ήταν μέρα, αλλά είπαν, καλού κακού, να πάνε όλοι μαζί στο νεκροταφείο. Μαζεύτηκε όλη η παρέα, εκτός από τον Μιχάλη. «Και μας έκανε τον παλληκαρά! Φοβήθηκε, έχασε το στοίχημα, και τώρα ντρέπεται να εμφανιστεί», σκέφτηκαν.
  Φτάνουν στο νεκροταφείο, πάνε στον τάφο του Δημήτρη, και πάνω στην ταφόπλακα βλέπουν ολόρθο το καρφί.
  –Το μπαγάσα, δεν έκανε την εμφάνισή του για να μας παραπλανήσει, για να νομίσουμε ότι δείλιασε την τελευταία στιγμή και έχασε το στοίχημα. Τώρα θα γελάει μαζί μας.
  Για μια ολόκληρη βδομάδα θα έπρεπε να πληρώνουν τις ρακές του στο καφενείο.
  –Μπράβο, τα κατάφερες, του λένε, άντε, στην υγειά σου και στην αντρειά σου, τσούγκρισαν τα ποτηράκια της ρακής όταν επί τέλους πήγε για τους βρήκε το ίδιο βράδυ στο καφενείο. Δεν φοβήθηκες καθόλου;
  –Καθόλου μα καθόλου. Μόνο ένα προβληματάκι αντιμετώπισα. Αφού κάρφωσα το καρφί και πήγα να σηκωθώ, ένοιωθα να τραβιέται προς τα κάτω η καπαρντίνα μου. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε ότι την τραβούσαν φαντάσματα, καταχανάδες, βρικολακιασμένοι νεκροί. Αναρωτήθηκα μόνο πού να έχει σκαλώσει. Ξανακάθομαι ανακούρκουδα, ψαχουλεύω, και βλέπω ότι η άκρη της είχε πιαστεί στο καρφί. Την είχα καρφώσει κατά λάθος πάνω στην ταφόπλακα. Έβγαλα το καρφί, τράβηξα την καπαρντίνα, και πάλι το ξανακάρφωσα. Έπειτα έκανα το σταυρό μου και έφυγα. Αυτή είναι όλη η ιστορία.
  Βάζω στοίχημα ότι πολλοί από εσάς θα λέτε: «Μα δεν τελειώνει έτσι η ιστορία».  Ναι, ξέρω πώς τελειώνει η κυρίαρχη εκδοχή της. Καθώς πήγαινε να καρφώσει το καρφί, μέσα στα μαύρα σκοτάδια, δεν πρόσεξε και κάρφωσε κατά λάθος και την καπαρντίνα του. Όταν λοιπόν πήγε να σηκωθεί και δεν μπορούσε, νόμισε ότι τον τράβαγε ο νεκρός και πέθανε από το φόβο του. Όμως αυτό το τέλος δεν κολλάει καθόλου με τις χιουμοριστικές ιστορίες «Του τάφου». 
  Εγώ τι λέτε, φοβάμαι τους νεκρούς;
  Ναι, πολύ τους φοβάμαι. Όταν μάλιστα πέθανε η μητέρα μου και ήθελα να της κάνω νυχτιάτικα έναν τελευταίο αποχαιρετισμό και πήγα στο νεκροταφείο, τα έκανα πάνω μου από το φόβο μου. Μια κουκουβάγια που έκραξε μόλις έφτασα μπροστά στον τάφο της ήταν αρκετή για να με κάνει να το βάλω στα πόδια.
  Βάζω στοίχημα πώς όσοι έχετε διαβάσει το διήγημά μου «Requiem» από τη συλλογή διηγημάτων «Το Φραγκιό» (εκδόσεις ΑΛΔΕ, σειρά metroαναγνώσματα, 2011), θα πείτε πως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.
  Έχετε δίκιο. Έχω κάνει κατάχρηση παίζοντας σ’ αυτή την ιστορία τρεις φορές με την αφηγηματική τεχνική της διάψευσης μιας αναμονής. Όσοι δεν έχετε διαβάσει το Requiem και σας έχει πλήξει τόσο η κρίση ώστε δεν διαθέτετε ούτε πέντε ευρώ για να αγοράσετε το «Φραγκιό», μπορείτε να το διαβάσετε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Λέξημα», όπου το έχω αναρτήσει. Βρίσκεται εδώ. Στο κάτω κάτω είναι κι αυτή μια ιστορία «Του τάφου».

No comments:

Post a Comment