Saturday, July 28, 2012

Του τάφου, 7η ιστορία, Και άλλο στοίχημα



Του τάφου, 7η ιστορία, Και άλλο στοίχημα

  Αυτή είναι η πρώτη ιστορία «Του τάφου» που πρωτάκουσα. Μου την είχαν διηγηθεί πολλές φορές τόσο η μητέρα μου, όσο και η γιαγιά μου.
  Η γιαγιά μου η παρσωτοπούλα. Που παντρεύτηκε στα δεκαπέντε της τον παππού μου, τον Γιάννη τον Ζωγραφάκη. Ο οποίος καταγόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια. Οικογένεια λόρδων.
  Λόρδοι ήταν το παρατσούκλι τους. Ήταν σαν τους Κολοκοτρωναίους: «Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε…». Δεν θα τους έβλεπες ποτέ πεζούς, μόνο πάνω στα άλογά τους. Μέχρι που ο προκομμένος ο προπάππους μου ξεπούλησε όλη του την περιουσία, «για τα κομματικά», όπως μου έλεγε η μάνα μου, και τα παιδιά του έμειναν πάμφτωχα. Ο παππούς μου ο Γιάννης, αφού γέννησε η γιαγιά μου την μητέρα μου και τον αδελφό της τον Μανώλη, ξενιτεύτηκε για την Αργεντινή, την πιο πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Πήγε στο «Βουένος Άερ», όπως το έλεγε η γιαγιά μου. Στην αρχή έστελνε χρήματα, μετά έπαψε να στέλνει. Ή έκανε άλλη οικογένεια εκεί ή πέθανε. Όσο κι αν τον ψάξαμε δεν βρήκαμε ίχνη του.
  Η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Παρσά, ένα χωριό δίπλα στον Χριστό, βορειοδυτικά της Ιεράπετρας , και από εκεί πήρε το προσωνύμιο «παρσωτοπούλα». Τώρα το χωριό έχει μετονομαστεί σε Μεταξοχώρι,  προς τιμήν του διαπρεπούς τέκνου του, του Μελέτιου Μεταξάκη, που διετέλεσε οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα, αφού παραιτήθηκε από τον οικουμενικό θρόνο μετά την άνοδο του Κεμάλ, πατριάρχης Αλεξανδρείας. Μια βιογραφία του έχει γράψει ο Θεοχάρης Προβατάκης, αλλά υπάρχει και μια μίνι βιογραφία του στη Βικιπαίδεια.
  Ο Μελέτιος Μεταξάκης ήταν ή θείος ή ξάδελφος της γιαγιάς μου της παρσωτοπούλας. Η γιαγιά μου ήταν κάπου είκοσι χρόνια μικρότερή του, αλλά αυτό δεν αποκλείει να ήταν ξαδέλφια. Ο Γιώργης ο Τζανετάκης που τον λέω ξάδελφο, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου και όμως είναι ανιψιός μου, καθώς η γιαγιά του και ο πατέρας μου ήταν αδέλφια.
  Ο θείος λοιπόν ή ξάδελφος της γιαγιάς μου Μελέτιος Μεταξάκης, όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια πατριάρχης, κάλεσε τον γιο της να πάει κοντά του, όπου του ετοίμαζε εκκλησιαστική καριέρα. Ο θείος μου, γεννημένος το 1912, θα ήταν τότε εικοσάρης.
  Αυτός αρνήθηκε; Ή η γιαγιά μου που δεν ήθελε να στερηθεί τον κανακάρη της; Κανείς δεν ξέρει. Ούτε καν ο ξάδελφός μου ο Γιάννης, που είναι γιος του. Μπορεί και ο ίδιος με τα χρόνια να είχε ξεχάσει. Τώρα πια είναι αργά για να τον ρωτήσουμε, εδώ και κάποια χρόνια είναι πεθαμένος.
  Δεν πήγε λοιπόν ο θείος μου στην Αλεξάνδρεια. Προτίμησε να μείνει στο χωριό, στο Κεντρί Ιεράπετρας, όπου φαίνεται πως είχε καλή παρέα. Εκ των υστέρων θα αποδειχθεί πως δεν ήταν και τόσο καλή.
  Όπως ο ήρωας της προηγούμενης ιστορίας μας, ο θείος μου το έπαιζε ατρόμητος. Δεν φοβόταν κανένα, ούτε καν τους πεθαμένους. Η παρέα του που τους φοβόταν δεν τον πίστευαν. Ήθελαν αποδείξεις. Και έτσι έβαλαν το στοίχημα.
  Το στοίχημα ήταν διαφορετικό από το στοίχημα της προηγούμενης ιστορίας. Θα πήγαιναν όλοι μαζί στο νεκροταφείο, όχι νύχτα αλλά μέρα, και ο θείος μου θα κατέβαινε μέσα σε ένα τάφο και θα έβγαζε  έξω μια νεκροκεφαλή.
  Οι τάφοι στα χωριά μας δεν είναι όπως στην Αθήνα, όπου τους πεθαμένους τους σκεπάζουν με χώμα. Οι τάφοι λέγονται άρκλες, και είναι ορθογώνια παραλληλεπίπεδα σκαμμένα μέσα στο χώμα, με τσιμεντένια τοιχώματα. Κάπου στη μέση βρίσκονται δυο δοκάρια. Εκεί επάνω ακουμπάνε το φέρετρο του νεκρού. Μετά από τρία χρόνια γίνεται η ανακομιδή των οστών. Ο νεκροθάφτης κατεβαίνει, μαζεύει από την κάσα τα περισσότερα κόκκαλα, και τα ανεβάζει πάνω. Οι συγγενείς τα πλένουν με κρασί, έπειτα τα βάζουν μέσα σε ένα κασελάκι, και κατόπιν το κασελάκι αυτό το τοποθετούν στο οστεοφυλάκιο. Τα κασελάκια των γονιών μου, μαζί με κάποιων θείων και θειάδων μου, τοποθετήθηκαν στον οικογενειακό μας τάφο.
  Έχω ακόμη ζωντανή την εικόνα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έκλαιγε γοερά καθώς έπλενε το κρανίο της μητέρας της. Θα ήμουν τότε πολύ μικρός, και γι’ αυτό μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
  Πολλές φορές η κάσα σαπίζει και σπάει, και τα συντρίμμια της μαζί με τα κόκκαλα του νεκρού πέφτουν στον πάτο της άρκλας. Ο νεκροθάφτης τότε είναι αναγκασμένος να τα μαζέψει από εκεί. Υπάρχουν υπολείμματα οστών από προηγούμενους νεκρούς καθώς και απομεινάρια από τις κάσες τους.
  Φτάνει λοιπόν η παρέα στο νεκροταφείο, ανοίγουν μια ταφόπλακα, και με ένα σκοινί κατεβάζουν τον θείο μου κάτω. Αυτός, ατρόμητος, αρπάζει μια νεκροκεφαλή και τους τη δείχνει θριαμβευτικά. Το στοίχημα το κέρδισε. Αλλά οι αφιλότιμοι οι φίλοι του, βλέποντας ότι έχασαν το στοίχημα, τον παράτησαν μέσα  στην άρκλα, δεν τον έβγαλαν έξω. Την κοπάνισαν κανονικά. Τους φώναξε κάμποσες  φορές ο θείος μου, κάποια στιγμή κατάλαβε ότι είχαν φύγει, και έτσι προσπάθησε να βγει μόνος του έξω. Άρχισε λοιπόν να βάζει κομμάτια από κάσες το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσει έξω, αλλά αυτά, καθώς ήταν σάπια, έσπαγαν. Με τα πολλά όμως κατάφερε και βγήκε.
  Έφτασε στο σπίτι και βρωμούσε πεθαμενίλα, χειρότερα και από τον «νεκρό αδελφό» στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, που αυτός έβγαζε μόνο λιβανιά και χωματιά. Τον έπλυναν με ζεστό νερό και σαπούνι, όμως η μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει. Και η επωδός της γιαγιάς μου κάθε φορά που διηγούνταν την ιστορία ήταν: «ξόδεψα μισή νταμιτζάνα ρακή για να τον ξεβρομίσω».
  Τι απόκαμε με τους φίλους του, τι στοίχημα είχαν βάλει και αν το πλήρωσαν, δεν ξέρω, και δεν θέλω «ποιητική αδεία» να το επινοήσω. Κι αυτό γιατί μου άρεσε πολύ το τέλος της αφήγησης της γιαγιάς, «ξόδεψα μισή νταμιτζάνα ρακή για να τον ξεβρομίσω».
  Θαύμαζα πάντα το θείο μου γι’ αυτή την επίδειξη αφοβίας. Πρέπει να έχουμε πάρει ίδια γονίδια, γιατί κι εγώ δεν φοβάμαι τους πεθαμένους.
  Αλλά μόνο τους πεθαμένους. Γιατί έναν επίδοξο διαρρήκτη που πιθανόν να οπλοφορεί, έναν εχθρό που μου την έχει στήσει χωρίς να το φαντάζομαι (ένα αναρχικό σύνθημα που έβαλα σαν μότο στο blog μου είναι το «Μας την έχουν στημένη από παντού», χωρίς να φαντάζομαι τότε ότι μου την είχαν ήδη στήσει), έναν πυροβολημένο που έχει διάθεση να τσακωθεί μαζί μου στα φανάρια (ένας φίλος μου παρά λίγο να χάσει το μάτι του σε έναν καβγά με κάποιον, γιατί λέει του κορνάρισε πολύ έντονα), ναι όλους αυτούς τους φοβάμαι. Τους πεθαμένους όμως καθόλου.
  Ούτε τους πρεζάκηδες που συναντάμε με τον Αλέξανδρο κάθε Σάββατο που πηγαίνουμε στην «Μπούκα» για φαγητό τους φοβάμαι, απλά τους λυπάμαι. Ούτε και τους μαύρους που συναντώ στην πλατεία Αμερικής πηγαίνοντας στη φίλη μου την Ελένη τη Στασινού τους φοβάμαι, απλά τους συμπονώ, και πιο πολύ όταν τους βλέπω να προσπαθούν να βγάλουν κάποιο σιδερένιο αντικείμενο ή κάποιο κουτί αναψυκτικών από τους κάδους απορριμμάτων για να εξοικονομήσουν τον άρτο τον επιούσιο, αν το καταφέρουν και αυτό. Και φυσικά δεν φοβάμαι τα φαντάσματα.

No comments:

Post a Comment