Του τάφου, 18η
ιστορία, Ο Ναστραντίνης Χότζας
Αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς μου
Οι
γιαγιάδες ανατρέφουν τα εγγόνια τους με παραμύθια. Το ίδιο και η δική μου γιαγιά.
Μου έλεγε πολλά παραμύθια η συγχωρεμένη. Ίσως όχι όλα κατάλληλα για την ηλικία
μου, αλλά πάντως παραμύθια. Να δώσω ένα δείγμα, ένα παραμύθι της που το παρέθεσα
στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας».
Ήταν μια φορά κι
ένα καιρό μια βοσκοπούλα, και ακριβώς δίπλα από την καλύβα της ήταν το παλάτι
του βασιλιά. Η βοσκοπούλα είχε ένα βασιλικό και τον επότιζε κάθε βράδυ. Την ώρα
που τον επότιζε ήθελ’ α προβάλλει ο βασιλιάς να τη ρωτήσει: «Βοσκοπούλα που
βαγιοκλαδίζεις και ποτίζεις το βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει; «Και
αυτή ήθελ’ α του απηλοηθεί. «Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα
άστρα έχει ο ουρανός;». Αυτή η δουλειά γινότανε κάθε βράδυ.
Μια μέρα πηγαίνει ο βασιλιάς και
ντύνεται ψαράς, παίρνει κι ένα πανέρι ψάρια και αρχίζει να διαλαλεί «ψάρι καλό,
ψάρι καλό, εδώ το φρέσκο το ψάρι». Τ’ ακούει η βοσκοπούλα, πετιέται στο δρόμο,
και φωνάζει τον ψαρά. Πλησιάζει ο ψαράς. «Βάλε μου μια οκά ψάρι», του λέει.
Αυτός βάνει το ψάρι στη ζυγαριά, το ζυγίζει και της το δίνει. «Πόσο κάνει;»,
τον ρωτά, «ένα φιλί» της απαντά. «Ένα φιλί»; «Ετσά το δίνω εγώ το ψάρι μου, ένα
φιλί». Μα! μου! η βοσκοπούλα, αμετάπειστος ο ψαράς. Τι να κάνει και αυτή,
εστάθηκε και την εφίλησε.
Το ίδιο βράδυ όπως πάντα πηγαίνει η
βοσκοπούλα να ποτίσει το βασιλικό της. «Βοσκοπούλα που βαγιοκλαδίζεις και
ποτίζεις το βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει;». «Δάσκαλος είσαι,
γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα άστρα έχει ο ουρανός;». «Ψαράς δεν ήμουνα,
ψαράς εγίνηκα, κι γώ ’μαι που σε φίλησα
και σου ’δωκα το ψάρι», απαντάει ο βασιλιάς. Α, κερατά, κι εγώ α σε καταστέσω,
λέει φουρκισμένη από μέσα της η βοσκοπούλα.
Μια μέρα λοιπόν πιάνει και βάφεται ολόκληρη
με καπνιά από τον ανηφορά (καμινάδα). Πηγαίνει και στο κηπούλι της και βγάζει
ένα μεγάλο ραπάνι. Είχε κι ένα αρνάκι, το σφάζει και το κάνει δυο κομμάτια.
Κατά τα μεσάνυχτα, πηγαίνει στο παλάτι του βασιλιά. Ρίχνει το ένα κομμάτι το
αρνί του λιονταριού που φύλασσε την πόρτα για να την αφήσει να περάσει. Μπαίνει
μέσα, πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, όπου βρίσκει τον βασιλιά να κοιμάται. Τον
σκουντά στον ώμο και του λέει «ξύπνα βασιλιά μου, είμαι ο χάρος και ήλθα να
πάρω την ψυχή σου». «Μα χάρε μου», φωνάζει αγουροξυπνημένος και έντρομος ο
βασιλιάς, «δεν γίνεται να το αναβάλουμε, είμαι πάνω στον ανθό της νιότης μου,
να σου δώσω ό, τι θέλεις, κ.λπ. κ.λπ.» κλαψούριζε ο βασιλιάς. «Δεν γίνεται
τίποτα», λέει αμετάπιστη η βοσκοπούλα, «ό, τι γράφει δεν ξεγράφει». «Βρε αμάν»,
ο βασιλιάς, τίποτα αυτή. Στο τέλος κάνει πως σκέφτεται. «Να σου πω», του λέει,
«υπάρχει ένας τρόπος να σου χαρίσω τη ζωή. Να σταθείς να σου βάλω αυτό το
ραπάνι στον κώλο». Είντα να κάνει ο βασιλιάς, εστάθηκε και του ’βαλε το ραπάνι
στον κώλο.
Το άλλο βράδυ πάλι που πότιζε η
βοσκοπούλα το βασιλικό της, να σου και ο βασιλιάς. «Βοσκοπούλα που
βαγιοκλαδίζεις και ποτίζεις το βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει!».
«Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα άστρα έχει ο ουρανός;».
«Ψαράς δεν ήμουνε, ψαράς εγίνηκα, κι εγώ ’μαι που σε φίλησα και σου ’δωκα το
ψάρι». «Χάρος δεν ήμουνε, χάρος εγίνηκα, κι εγώ ’μουνε που σου ’βαλα το ράπανο
στον κώλο».
Μετά απ’ αυτό ντράπηκε ο βασιλιάς
και την ήπηρε γυναίκα του και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Όταν κάποτε η δασκάλα μου, η
συγχωρεμένη η κυρία Ειρήνη (πήγαινα τότε στη δευτέρα δημοτικού), ρώτησε ποιο
παιδί θέλει να πει ένα παραμύθι, πετάχτηκα πρόθυμος: «εγώ, εγώ». Σηκώθηκα και είπα
το παραπάνω παραμύθι. Αφού τέλειωσα μου λέει «Δερμιτζάκη, παιδί μου, τέτοιου
είδους παραμύθια δεν τα λένε στο σχολείο». «Εμένα κυρία μού το είπε η γιαγιά
μου», είπα εγώ έχοντας ατράνταχτο επιχείρημα. Αν ήταν λίγο ετοιμόλογη θα
μπορούσε να ανταπαντήσει «Μα ούτε τέτοια παραμύθια λένε οι γιαγιάδες στα
εγγόνια τους».
Εμένα πάντως μου έλεγε τέτοια
παραμύθια. Όμως το παρακάτω που θα σας πω τώρα δεν ήταν τέτοιο.
Μου το είχε αφηγηθεί αρκετές φορές,
και καθώς ήμουν πολύ μικρός-δεν θα πήγαινα καν στο δημοτικό-θυμάμαι ολόκληρες φράσεις αυτούσιες, όπως μου τις έλεγε.
Θα προσπαθήσω να το πω όσο γίνεται πιο απλά, διατηρώντας τον προφορικό της λόγο,
μεταφράζοντας κατά περίπτωση από τα κρητικά στα νεοελληνικά.
Δεν ξέρω αν είναι μια αραβική
ιστορία του Ναστραντίν Χότζα που προσαρμόστηκε στα κρητικά δεδομένα ή
επινοήθηκε από κάποιον κρητικό. Πάντως αυτή είναι η ιστορία του Ναστραντίνη
(προσαρμοσμένο το όνομα στα κρητικά) Χότζα που θα σας διηγηθώ.
Ο Ναστραντίνης Χότζας ήταν κάποτε
ανεβασμένος σε ένα μουρέλο (λιόδεντρο) και κλάδευε. Αλλά δεν καθόταν πάνω στον
κορμό, αλλά πάνω στη φούντα και έκοβε το κλαδί. Περνάει ένας περαστικός και του
λέει. «Έτσι που κλαδεύεις Χότζα μου θα πέσεις». «Και πού το ξέρεις εσύ;» «Άκου
με που σου λέω, το ξέρω».
Ο Χότζας δεν έδωσε σημασία στα
λόγια του περαστικού. Δεν περνά πολύ ώρα, σπάει το κλαδί και ο Χότζας γκρεμοτσακίζεται
κάτω. «Βρε βρε βρε, σκέφτεται, αυτός ο άνθρωπος για να ξέρει ότι θα πέσω πρέπει
να είναι σοφός, και σίγουρα θα μπορεί να προλέγει και το μέλλον. Να τρέξω να
τον προλάβω και να τον ρωτήσω πότε θα πεθάνω». Πραγματικά τρέχει, τον
προλαβαίνει, και του λέει. «Θέλω να μου πεις πότε θα πεθάνω». «Και πού θες να
ξέρω εγώ». «Και πώς ήξερες πως θα πέσω από το μουρέλο;». Βρε αμάν, τίποτα ο
Χότζας, ήθελε σώνει και καλά να μάθει πότε θα πεθάνει. Στο τέλος για να τον
ξεφορτωθεί, του λέει: «Χότζα, όταν γκαρίσουνε σαράντα γαϊδάροι, τότε θα
πεθάνεις».
Έφυγε ο Χότζας ικανοποιημένος που
κατάφερε τον ξένο να του πει πότε θα πεθάνει.
Το Μαρταπρίλη που γκαρίζουνε οι γαϊδάροι,
έτυχε μια μέρα να γκαρίσουνε σαράντα γαϊδάροι. «Ήρθε η ώρα μου», σκέφτηκε ο Χότζας.
Πηγαίνει και βρίσκει τη Χότζαινα. «Θα πεθάνω», της λέει, «μόνο στρώσε μου».
Και του στρώνουνε.
Και πεθαίνει.
Όμως πιο πριν είχε δώσει μια
παραγγελιά. Στον τάφο λέει που θα τον βάλουνε να του αφήσουνε ένα παραθυράκι,
για να βλέπει τι γίνεται στον επάνω κόσμο. Έτσι κι έγινε, στον τάφο που τον βάλανε του
αφήσανε ένα παραθυράκι, καθώς και φαγητό και νερό.
Μια μέρα ακούει απέξω θόρυβο.
Κοιτάζει από το παραθυράκι να δει τι γίνεται.
Εκείνη την ώρα περνούσαν σταμνάδες
από το Θραψανό (ένα χωριό νότια του Ηρακλείου, με τους κατοίκους του
ειδικευμένους στην αγγειοπλαστική. Ψάχνοντας τώρα στο διαδίκτυο για να βρω τη
θέση του βλέπω ότι έχουν μια θαυμάσια διαφημιστική σελίδα). Είχαν τους γαϊδάρους
τους φορτωμένους με σταμνιά, λαΐνια, γλάστρες και διάφορα
άλλα πήλινα. Με το να δουν οι γαϊδάροι το κεφάλι του Χότζα να προβάλει από το
παραθυράκι του τάφου, τρόμαξαν και άρχισαν να τρέχουν. Καθώς έτρεχαν πλησίαζαν ο
ένας τον άλλο και έσπαζαν τα σταμνιά με τα οποία ήσαν φορτωμένοι. Οι
θραψανιώτες είδαν και έπαθαν να τους σταματήσουν. Η ζημιά ήταν μεγάλη, πάρα
πολλά σταμνιά είχαν σπάσει. Οργισμένοι λοιπόν γυρίζουν στον τάφο, αρπάζουν το
Χότζα και τον κάνουνε μαύρο στο ξύλο.
Καταματωμένος ο Χότζας γυρίζει στο
χωριό. Τον βλέπουν οι χωριανοί από μακριά και αρχίζουν να φωνάζουν. «Ήρθε ο
Χότζας από τον κάτω κόσμο, ήρθε ο Χότζας από τον κάτω κόσμο». Μαζεύτηκε κόσμος
γύρω του, και μια γυναίκα τον ρωτά. «Για πες μας Χότζα, τι είδες στο κάτω κόσμο;».
Και ο Χότζας της απαντά. «Μαντάμ, πίσσα παράδεισος, όλα ψέματα, μόνο Θραψανιώτη
γάιδαρο να μην πειράξεις, γιατί θα σε σπάσει στο ξύλο».
Αυτή είναι η τελευταία ιστορία «Του τάφου». Ελπίζω
όμως ότι θα έχω και άλλες μελλοντικά. Εύχομαι
σε όλες και όλους σας καλό υπόλοιπο καλοκαίρι.
Από αύριο, μετά από αυτό το
διάλλειμα με τις «Ιστορίες του τάφου», θα συνεχίσουμε με βιβλιοκριτικές.
No comments:
Post a Comment