Friday, August 10, 2012

Του τάφου, 20η ιστορία, Το φάντασμα του πατέρα μου



Του τάφου, 20η ιστορία, Το φάντασμα του πατέρα μου
Στη μνήμη του συμμαθητή μου Ιάκωβου Δερμιτζάκη

  Τελικά είχα μια ακόμη ιστορία, και μάλιστα προσωπική, για να αφηγηθώ. Έπρεπε όμως να δουλέψουν πρώτα οι συνειρμοί.
  Έχω μιλήσει για τον Τέλη τον Ράπτη στην 5η ιστορία, «Το αγκομαχητό». Είναι ομότιμος καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, και πρόκειται να είμαι στις 31 του μηνός (Αυγούστου 2012) ένας από τους παρουσιαστές του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Στην κόψη του σπαθιού και του λογισμού» που θα γίνει στην Ιεράπετρα.
  Ήμουν προχθές το βράδυ καθισμένος στον υπολογιστή μου και ξάφνου ακούω το κινητό να κτυπάει. Ήταν ο Τέλης. «Δεν φαντάζεσαι γιατί σε πήρα», μου λέει. «Είμαι εδώ σε μια παρέα και άκουσα ότι ένας Δερμιτζάκης από τα χωριά σας, καθηγητής, πέθανε. Δεν φανταζόμουνα ότι μπορεί να είσαι εσύ, αλλά είπα καλού κακού να πάρω ένα τηλέφωνο». «Έκανες πολύ καλά Τέλη και με πήρες. Βέβαια σου μιλώ από το υπερπέραν. Ξέρεις, κατά παράκλησή μου με έθαψαν με το κινητό μου (17η ιστορία, «Η φάρσα») για να μπορώ να επικοινωνώ και μετά θάνατο με τους φίλους μου». Γέλασε με το αστείο μου.
  Κλείσαμε το τηλέφωνο, και εγώ άρχισα να σκέφτομαι ποιος μπορεί να είναι αυτός ο Δερμιτζάκης από τα Πανωκατωχωρίτικα. Αναπήδησα κάποια στιγμή με ανησυχία. Ο Γιακουμής!!!
  Με το Γιακουμή είμαστε μακρινά ξαδέλφια. Υπάρχουν πολλοί Δερμιτζάκηδες στα χωριά μας με τους οποίους είμαστε μακρινοί συγγενείς.
  Πώς γίνεται αυτό;
  Την ιστορία μού την αφηγήθηκε ο συγχωρεμένος ο Νικόλας ο Δερμιτζάκης, πατέρας του Κωστή του φαρμακοποιού, που πρόσφατα εξελέγη βουλευτής με το ΣΥΡΙΖΑ.
  Η οικογένειά μας κατάγεται από τα Σφακιά. Εννιά αγόρια και ένα κορίτσι. «Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη/την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη/στα σκοτεινά την έλουζες στ’ άφεγγα τη κτενίζεις/στ’ άστρι και στον αυγερινό ήπλεκες τα μαλλιά της/κι ο ήλιος δεν εκάτεχε πώς είχες θυγατέρα». Πριν προλάβει όμως να έλθει η προξενιά από τη Βαβυλώνα, η μοσχαναθρεμμένη αυτή κόρη αγάπησε ένα τούρκο.
  Τα εννιά αδέλφια το έφεραν βαρέως να αγαπήσει η αδελφή τους έναν τούρκο. Πριν λίγο δεν ήταν που έγδαραν οι τούρκοι ζωντανό το Δασκαλογιάννη; Πιάνουν λοιπόν και σφάζουν τον τούρκο και τον θάβουν στο στάβλο τους, κάτω από την κοπριά.
  Η τούρκοι το έμαθαν. Και τους κυνήγησαν. Και για να γλιτώσουν σκόρπισαν σε όλη την Κρήτη.
  Τρεις από αυτούς πήραν μια βάρκα. Πήγαν παραλία παραλία και κατέβηκαν στην Ιεράπετρα. Από εκεί προχώρησαν βόρεια. Ένας από αυτούς εγκαταστάθηκε στη Σητεία. Από αυτόν κατάγεται ο Δερμιτζογιάννης, ο περίφημος βιολάτορας και μαντιναδολόγος.
  «Όποιος τσι κοντυλιές γροικά του Δερμιτζή του Γιάννη
  τα ενενήντα τα περνά, τα εκατό τα πιάνει».
  «Όποιος διαβάζει τα γραφτά του Δερμιτζή του Μπάμπη,
  του φτιάχνεται η διάθεση, το πρόσωπό του λάμπει»
  και ειδικά όποιος διαβάζει αυτές τις ιστορίες «Του τάφου», θα προσθέσω κι εγώ, προσπαθώντας να σταθώ στο ύψος του σογιού. Να το πω κι αυτό, σε ένα αφιερωματικό τόμο της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21» που κυκλοφόρησε πρόπερσι με τίτλο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010», με τα λογοτεχνικά πονήματα των κατοίκων της επαρχίας, εμείς οι Δερμιτζάκηδες κερδίσαμε τα πρωτεία με πέντε συμμετοχές (η μία με ψευδώνυμο).
  Όμως να συνεχίσουμε με τους άλλους δύο.
  Ο ένας εγκαταστάθηκε στο Καβούσι, ένα χωριό 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ιεράπετρας. Ο άλλος εγκαταστάθηκε στη Βασιλική, ένα χωριό τρία χιλιόμετρα βορειότερα από το χωριό μου, το Κάτω Χωριό. Ξέρω καλά ότι εκεί ζούσαν οι προπάπποι μου. Μετά, για άγνωστο λόγο, ο παππούς μου εγκαταστάθηκε στην Επισκοπή, ένα από τα τέσσερα χωριά της κοινότητας Κάτω Χωρίου. Από εκεί ήλθε στο Κάτω Χωριό, κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα.
  Εδώ ξέρω το λόγο. Μου τον είπε ο πατέρας μου.
  Η γιαγιά μου η Ψαρουδάκαινα ήταν αρχοντομαθημένη. Στην Επισκοπή δεν υπήρχε βρύση, οι γυναίκες ανέσυρναν νερό από ένα πηγάδι. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου και άρχισε να μουρμουράει τον παππού μου τον Χαραλάμπη να πάνε να καθίσουνε στο Κάτω Χωριό που είχε βρύση. Κάποια στιγμή ο παππούς μου δεν άντεξε τη μουρμούρα της και υποχώρησε. Αγόρασε ένα σπίτι που το είχε ένας τούρκος, ο Μπιλάλης. Ο οποίος, όπως έμαθα, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών αρρώστησε από τη στενοχώρια του και πέθανε στο πλοίο που τον μετέφερε στη Μικρά Ασία.
  Αναγκαία η παρένθεση για να δείξω γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί Δερμιτζάκηδες στην Κρήτη, με πολλούς από τους οποίους η συγγένεια είναι πολύ μακρινή.
  Παίρνω ανήσυχος τον Τέλη. «Για ξαναρώτα» του λέω, «ποιος είναι αυτός ο Δερμιτζάκης». Ο Τέλης δεν είναι κρητικός, η γυναίκα του είναι από την Ιεράπετρα. «Να σου δώσω αυτόν που μας το είπε». Ήταν ο Γιώργης ο Χατζάκης, συμμαθητής μου.
  Ούτε αυτός γνώριζε.
  Το μόνο που είχε ακούσει είναι ότι πέθανε στην Αθήνα.
  Ήξερα ότι ο Γιακουμής εδώ και λίγους μήνες ήταν άρρωστος με σοβαρή αρρώστια. Όμως δεν ήταν καθηγητής, είχε σπουδάσει χημικός και δούλευε στην Πετρόλα. Μήπως η είδηση ότι ήταν άρρωστος μεταλλάχτηκε κατά την διαδρομή στην είδηση ότι πέθανε;
  Ο φίλος μου ο Σταύρος μού το επιβεβαίωσε χθες. Ήταν δυστυχώς ο Γιακουμής. Πέθανε πριν λίγες μέρες. Ο που του μέλει να πνιγεί… Την είχε γλιτώσει από του χάρου τα δόντια στην πυρκαγιά της Πετρόλα, πριν δέκα χρόνια περίπου, με φοβερά εγκαύματα (ένας με λιγότερα πέθανε) για να πεθάνει τελικά από την επάρατο. Είχαμε πάει και τον είχαμε δει τότε στο νοσοκομείο με τη συμμαθήτριά μας την Ελένη τη Ροβυθάκη.
  Θυμήθηκα ότι στο Γυμνάσιο συχνά μας μπερδεύανε. Έτσι μάλλον εξηγείται και το «καθηγητής», που τόσο ανησύχησε τον Τέλη.
  Με το Γιακουμή ήμασταν οι καλύτεροι μαθητές στο δημοτικό. Σε όλες τις τάξεις είχαμε τον ίδιο βαθμό στον έλεγχο. Στις πρώτες τάξεις μάς ακολουθούσαν και κάποιοι άλλοι, μετά όμως μείναμε μόνοι στην κορυφή. 10, 9, 9, 8, 8.5, 9, αυτοί ήταν οι βαθμοί μας στις έξι τάξεις του δημοτικού.
  Με το Γιακουμή συμμετείχαμε σε ένα επεισόδιο που το αναφέρω στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», στο αυτοβιογραφικό κεφάλαιο «Μαθητικές αναμνήσεις». Έχω παραθέσει ήδη ένα απόσπασμα από αυτό στην 11η ιστορία «Πάλι ξενύχτισμα του νεκρού», όμως δεν πειράζει να παραθέσω και άλλο ένα.
  «Εκείνη την εποχή γίνονταν γιορτές στις εθνικές επετείους και στο τέλος της σχολικής χρονιάς, που τις παρακολουθούσαν και οι γονείς. Οι γιορτές απαρτίζονταν από μικρά σκετς, απαγγε­λίες και τραγούδια. Οι γονείς από κάτω καμάρωναν τα βλαστάρια τους.
  Πήγαινα τετάρτη δημοτικού όταν πήρα και εγώ μέρος σε ένα τέτοιο σκετς. Η παράσταση θα μου μείνει αλησμόνητη. Σε μια φάση του σκετς μας λέει η συμμαθήτρια μας, η Πόπη η Γερογιαννάκη, σε μένα και το Γιακουμή. - Πάρτε κανένα κουραμπιέ, πάρτε λίγους κεφτέδες.
  Για κεφτέδες ούτε λόγος να γίνεται, το ξέραμε από πριν. Όμως για να ανταποκριθούμε στοιχειωδώς στην απαίτηση του σκετς, θα υπήρχαν κουραμπιέδες.
  Ήταν μέσα σε ένα τεράστιο καλάθι, κατά τι μικρότερο από το μπόι της Πόπης, έτσι μικροκαμωμένη καθώς ήταν. Χώνει ο Γιακουμής πρώτος μέσα το χέρι του και, τυχερός, ανασύρει αμέσως έναν κουραμπιέ. Μετά έρχεται η σειρά μου!
  Η παλάμη μου μόλις και φτάνει στον πάτο του καλαθιού. Παλεύω απεγνωσμένα να βρω τον άλλο κουραμπιέ ανάμεσα σε ένα σωρό χαρτιά, που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι γύρευαν εκεί μέσα. Ψάχνω από δω, ψάχνω από κει, κόμποι ιδρώτα άρχι­σαν να μου περιλούζουν το πρόσωπο. Μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ιλαρότητα του ακροατηρίου. Είχα απελπιστεί πια ότι θα έβρισκα τον κουραμπιέ, και προς στιγμή είπα να παρατήσω το ψάξιμο. Σκέφτηκα όμως τι εντύπωση θα έδινα βγάζοντας το χέρι μου χωρίς κουραμπιέ. Αυτό θα έκανε χειρότε­ρα τα πράγματα, και έτσι προτίμησα να συνεχίσω τις προσπά­θειες. Μετά από δυο λεφτά αγωνιώδους αναζήτησης, με πρόσωπο που έλαμπε, ανέσυρα θριαμβευτικά τον δεύτερο κουραμπιέ.
  Το σκετς δεν προέβλεπε να τον φάμε στη σκηνή, έπρεπε να συνεχιστεί το έργο. Τίνος ήταν η σειρά;
- Λέγε εσύ. - Δεν είμαι εγώ, εσύ ’σαι. Ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο.
  Οι πρώτες σειρές δεν είχαν σταματήσει καλά καλά τα προη­γούμενα γέλια και ξανάρχισαν τα χάχανα. Αμέσως τους ακολού­θησαν και οι άλλοι. Από τη λαχτάρα μου με τον κουραμπιέ είχα ξεχάσει ότι ήταν η σειρά μου. Στο τέλος το θυμήθηκα και είπα τα λόγια μου. Ευτυχώς το σκετς βρισκόταν στο τέλος του, και σύντομα βρισκόμαστε με τον Γιακουμή στην τάξη μας να τρώμε τον κουραμπιέ μας, σχολιάζοντας με γέλια την παράσταση. Σε μια στιγμή μπαίνει μέσα ο διευθυντής, ο αυστηρότατος κος Πολυχρονίδης, μας κοιτάζει επιτιμητικά και μας λέει. - Μπράβο σας, ωραία τα καταφέρατε! Και βγαίνει έξω. Μόλις χάνεται πίσω από την πόρτα, πατάει ο Γιακουμής ένα τόσο δυνατό χάχανο, που του φεύγει από τη μύτη μια κίτρινη μύξα και περιλούζει τον κουραμπιέ του.
  Κουραμπιέ έκανα να φάω τρία χρόνια. Στη σκηνή όμως δεν ξαναβγήκα ποτέ». (Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά, εκδόσεις θυμάρι 1995, σελ. 122-123).
  Αυτός ήταν ο Γιακουμής του Δημοτικού, που στο Γυμνάσιο έγινε και Τζακ.  
  Ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει Γιακουμή. Κάποια στιγμή θα ανέβω κι εγώ εκεί πάνω. Αν δίνονται και εκεί ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις θα έλεγα να ξαναδοκιμάσουμε την τύχη μας. Μπορεί να τα καταφέρουμε καλύτερα αυτή τη φορά.
  Ο θάνατος του Γιακουμή, η αμφιβολία για την εγκυρότητα της είδησης, το λάθος ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα, είναι που με έκαναν να θυμηθώ το παρακάτω περιστατικό.
  Η μακαρίτισσα η ξαδέλφη μου η Μαρίκα(η μάνα της και ο πατέρας μου αδέλφια), που τα σπίτια μας είναι απέναντι, με πήρε ένα πρωί τηλέφωνο να με ρωτήσει τι κάνει ο πατέρας μου. «Καλά είναι», της λέω εγώ με απορία, «γιατί;». «Άστα», μου λέει, «κυκλοφόρησε εδώ η φήμη ότι πέθανε».
  Όπως έγραψα στην προηγούμενη ιστορία, έζησε μαζί μου στην Αθήνα για εννιά ολόκληρα χρόνια μέχρι που πέθανε, το 1997, σε ηλικία 94 χρόνων. Τον συντηρούσε στη ζωή η λαχτάρα να έλθει το καλοκαίρι και να πάμε στην Κρήτη.
  Ποιος κυκλοφόρησε αυτή τη φήμη δεν ξέρω, ποτέ μου δεν έμαθα.
  Το επόμενο καλοκαίρι κατεβαίνουμε στο χωριό. Όλοι μαζί, οικογενειακά. Κάποια μέρα πηγαίνοντας στην άλλη ξαδέλφη μου, που κι αυτή τη λένε Μαρίκα από το όνομα της γιαγιάς μας, σταματάω και πιάνω την κουβέντα με την Κατίνα του Γιάννη του αρφανού. Το σπίτι τους είναι πάνω στο δρόμο.
  Και τι μου λέει!
  «Άστα να δεις τι έπαθε ο άντρας μου χθες. Ξεκίνησε για το καφενείο, και γύρισε αμέσως πίσω κατάχλωμος. -Τι έχεις Γιάννη, τον ρωτώ, -Άστα Κατίνα, φαντάχτηκα (είδα φάντασμα). -Τι φαντάχτηκες, του λέω. -Να, καθώς έφτανα στο καφενείο είδα τον Μανώλη τον Ντερμιτζή να κάθεται  σε μια καρέκλα. Φαντάχτηκα σου λέω».
  «Πες στον άντρα σου πως δεν φαντάχτηκε», της λέω, «ο πατέρας μου ζει, αλλά ξέρω ότι κυκλοφόρησε μια φήμη ότι πέθανε».
  Μια διάψευση μπορεί να φτάσει αργά, ή μπορεί να μην φτάσει ποτέ. Σκέψου ο άντρας της να είχε πρόβλημα καρδιάς, και καθώς είδε τον πατέρα μου που τον νόμιζε νεκρό να πάθαινε κανένα έμφραγμα από το φόβο του. Οι ψευδείς ειδήσεις μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Το νου σας λοιπόν.

No comments:

Post a Comment