Tuesday, September 4, 2012

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 20η ιστορία, Τα γυαλιά


Κατωχωρίτικες ιστορίες, 20η ιστορία, Τα γυαλιά

  Ο Γιώργης βλέπει στο καφενείο της Επισκοπής το φίλο του το Γιάννη να παίρνει την εφημερίδα, να βγάζει τα γυαλιά του και να διαβάζει· τα παλιά χρόνια, τότε που κάθε καφενείο έπαιρνε την εφημερίδα του.
  -Γιάννη, πότε τα πήρες τα γυαλιά;
  -Προχθές πήγα στη Γεράπετρο και τα πήρα. Από του… (και να το ξέραμε από πού τα πήρε δεν θα το γράφαμε).
  -Καλά, δεν έβλεπες;
  -Γιάννη, μετά τα πενήντα όλοι έχουν πρεσβυωπία, άλλος λίγη άλλος πολλή. Καλό είναι να φοράμε γυαλιά για να μην κουραζόμαστε όταν διαβάζουμε.  
  -Και τα πήρες έτσι, δεν πήγες πρώτα σε γιατρό;
  -Τι να τον κάνω το γιατρό; Για να μου γράψει συνταγή, να τα παραγγείλω και να μου στοιχίσουν ένα σωρό λεφτά; Εδώ με δέκα δραχμές παίρνεις έτοιμα. Στην Αθήνα άκουσα τα πουλάνε στα περίπτερα και στους πάγκους.
  -Λες να πάρω κι εγώ;
  -Κοίταξε να δεις, δε βάζω το χέρι μου και στη φωτιά, αλλά κάποια μικρή πρεσβυωπία θα την έχεις. Καλό είναι να φοράς γυαλιά όταν διαβάζεις την εφημερίδα.
  Γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος διάβαζε την εφημερίδα. Τώρα οι άντρες δεν διαβάζουν, πίνουν μόνο ρακές. Όσο για τις γυναίκες, αυτές διαβάζουν τους υπότιτλους στα τούρκικα σήριαλ.
  Ο πατέρας μου θυμάμαι πως την εφημερίδα την ξεκοκάλιζε κανονικά. Και κάθε Κυριακή ερχόταν και μου μιλούσε με ενθουσιασμό για το χρονογράφημα του Μάριου Πλωρίτη στο Βήμα. Και ας τέλειωσε μόνο τη δευτέρα γυμνασίου. Μετά έπαθε πλευρίτιδα, έχασε τη χρονιά στην τρίτη γυμνασίου, και ο παππούς είχε την ιδέα ότι αντί να ασχολείται με τα γράμματα ήταν καλύτερα να ασχολείται με τα χωράφια. Έτσι δεν τον άφησε να συνεχίσει. Πάλι καλά δηλαδή, γιατί η αδελφή του η Σταυρούλα έμεινε εντελώς αγράμματη. Δεν πρόλαβε να πάει στο δημοτικό και την έστελναν να βόσκει τις κατσίκες μαζί με μια μεγαλύτερη χωριανή· για να την προσέχει, γιατί κάποιος ερωτιδέας τριγύριζε στα γύρω χωράφια. Να μη βρεθεί ξαφνικά γκαστρωμένη και μετά ποιος θα την παντρευτεί.
  Η χωριανή αυτή δεν γκαστρώθηκε, αλλά και η θεια μου δεν έμαθε γράμματα. Και εγώ δεν έμαθα αν παντρεύτηκε εκείνο τον ερωτιδέα ή παντρεύτηκε άλλον. Ήμουν μικρός όταν μου είπαν την ιστορία, και δεν είχα την περιέργεια να μάθω. Και μετά από τόσα χρόνια έχω ξεχάσει και ποια ήταν αυτή η χωριανή.
  Κάποια στιγμή ο Γιώργης το πήρε απόφαση, και πηγαίνει στη Γεράπετρο στον οπτικό.
  -Θέλω να μου δώσεις γυαλιά της πρεσβυωπίας.
  Του βγάζει αυτός μια σειρά γυαλιά, του δίνει ένα ζευγάρι, -Δοκίμασε, του λέει. Τα φοράει, –Μπα, σουφρώνει το μούτρο του αρνητικά. Δοκιμάζει και άλλο, έπειτα και άλλο, κάποια δεν τα έβλεπε καθόλου, κάποια τα έβλεπε αλλά όχι και τόσο καθαρά. Και δόστου να δοκιμάζει γυαλιά. Στο τέλος ο οπτικός απηύδησε, και του δίνει ένα ζευγάρι χωρίς φακούς, μόνο το σκελετό. Αυτός τα φοράει χωρίς να το αντιληφθεί, και λέει ενθουσιασμένος στον οπτικό.
  -Αυτά τα βλέπω μια χαρά.
  Δεν ξέρω αν του τα πούλησε τελικά, αν και νομίζω πως όχι. Πάντως τον ξεφορτώθηκε. 

 

Και όμως!!!!
Ο Μανώλης ο Κουφάκης, της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιών» η οποία ασχολείται τα τελευταία χρόνια και με εκδόσεις, διάβασε στο blog μου τις Κατωχωρίτικες ιστορίες και μου πρότεινε να τις εκδώσει. Φυσικά δέχτηκα και εκδόθηκαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2013. Μοίρασα τα 20 αντίτυπα που πήρα ως συγγραφέας σε διάφορους φίλους μου. Ένας από αυτούς ήταν και ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης, ο δάσκαλος. Τις διάβασε, και μου διόρθωσε και συμπλήρωσε την παραπάνω ιστορία. Μου είπε τα επώνυμα τόσο του οπτικού όσο και του Πισκοπιανού (το μικρό όνομα με το οποίο αναφέρω τον Πισκοπιανό είναι φανταστικό, αν και δεν αποκλείεται να είναι και το πραγματικό του) αλλά καθώς λέει η παροιμία, «ο που καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι», δεν θα τα αναφέρω.
Ο οπτικός του πούλησε τελικά τα γυαλιά, που όμως δεν ήταν πρεσβυωπίας αλλά για μακριά. Φαντάζομαι για να κάνει πλάκα, γιατί δεν ήταν δυνατόν να πιστέψει ότι δεν θα το έπαιρνε είδηση κάποια στιγμή.
Φόρεσε τα γυαλιά, πλήρωσε, καβάλησε το ποδήλατό του και πήρε το δρόμο για την Επισκοπή. Στη σιντερένια καμάρα (έχουμε ξαναγράψει γι’ αυτή), μπήκε στο μάτι του ένα μυγιαλούδι. Έκανε να το τρίψει χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι φορούσε γυαλιά, αλλά βλέποντας το δάχτυλό του να περνάει μέσα από το σκελετό κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν φακοί. –Ε τον κερατά και με κορόιδεψε, είπε.
Το πάθημά του, που το αφηγήθηκε βέβαια στους χωριανούς, έμεινε παροιμιώδες. Ακόμη λένε, όταν δούνε κάποιον με γυαλιά που έχουν σπάσει ή έχουν βγει οι φακοί, «Είντα, του Μ…. ου τα γυαλιά πήρες κι εσύ;».   


  Και συμπληρώνω για δεύτερη φορά.
  Χθες, μεγάλη Τρίτη, συνάντησα έναν ξάδελφό μου για να του δώσω το βιβλίο μου. Ποιο είναι το όνομά του; Δεν θα σας το πω, είμαι τάφος. Όπως και ο Ποκοπίκο στο αγαπημένο μου ανάγνωσμα των παιδικών μου χρόνων, το «Γκαούρ-Ταρζάν», που όταν τον συνέλαβαν οι ιθαγενείς και του ζήτησαν να μαρτυρήσει με ποιον ήταν μαζί, τους απάντησε ότι δεν είναι μαρτυριάρης, ότι στα μυστικά είναι τάφος, και ότι το μόνο που μπορούσε να τους πει είναι πως το όνομά του ξεκινάει από Ταρ και τελειώνει σε ζαν.
  Έτσι κι εγώ, είμαι τάφος, δεν πρόκειται να σας πω το όνομά του, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι είναι βουλευτής του ΣΥΡΡΙΖΑ.
  Μου λέει λοιπόν την παρακάτω ιστορία.
  Έρχεται στο χωριό του, την Επισκοπή, ένας γυρολόγος που πουλάει σακάκια. Τα αραδιάζει στις καρέκλες σε ένα από τα καφενεία του χωριού, και ο κόσμος έρχεται, τα βλέπει, τα δοκιμάζει, και αν κάποιος βρει ένα σακάκι του γούστου του το αγοράζει.
  Ο Γιώργης θέλει να αγοράσει σακάκι. Βγάζει το δικό του και το αποθέτει σε μια καρέκλα, και αρχίζει να δοκιμάζει ένα ένα τα σακάκια. Το ένα του πέφτει κοντό, το άλλο μακρύ, το ένα στενό, το άλλο φαρδύ, δεν του αρέσει κανένα. Στο τέλος, απηυδισμένος ο γυρολόγος, του δίνει και φοράει το δικό του σακάκι. –Αυτό μου κάνει, θα το πάρω, του λέει. Βγάζει και τον πληρώνει, και πηγαίνει σπίτι να το δείξει της γυναίκας του. –Κοίτα γυναίκα, της λέει καμαρώνοντας, τι όμορφο σακάκι που αγόρασα, πώς σου φαίνεται; Το βλέπει αυτή και τον αρχίζει: -Ε κακομοίρη παράωρε, το δικό σου σακάκι σου πούλησε; Κουκούτσι μυαλό δεν έχεις. Κοιτάζεται αυτός, πραγματικά, δεν το είχε προσέξει, ήταν το δικό του σακάκι. Γυρνάει πίσω στο καφενείο μήπως προλάβει τον γυρολόγο να του πάρει πίσω τα λεφτά, αλλά αυτός είχε ήδη κάνει φτερά.
  -Ξάδελφε, του λέω (με τον μικρό του όνομα τον είπα, αλλά δεν θέλω είπαμε να τον μαρτυρήσω), είμαι σίγουρος ότι αυτή την ιστορία την επινόησαν οι χωριανοί σου για να τον πειράξουν, μετά από εκείνη την ιστορία με τα γυαλιά (την ιστορία φυσικά την ήξερε).
  Δεν φάνηκε να πείστηκε απόλυτα. Και μου αφηγήθηκε δυο ακόμη ιστορίες με τον ίδιο.
  Κάνει το χωράφι του ζευγάρι. Ξαφνικά ο ένας από τους δυο γαϊδάρους σταματάει. –Σε, του λέει ο Γιώργης, ξανά σε… (δηλαδή προχώρα, για τους μη κρητικούς αυτό), τίποτα ο γάιδαρος, έχει μουλαρώσει, δεν το κουνάει ρούπι (τώρα γιατί ενώ λέμε «γαϊδουρινό πείσμα» δεν λέμε «γαϊδάρωσε» αλλά «μουλάρωσε», λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω να απαντήσω). Στο τέλος του λέει απηυδισμένος. -Δεν θέλεις σε; Ε, ούτε κι εγώ θέλω. Παρατάει τα γαϊδούρια στον ήλιο και πηγαίνει και ξαπλώνει κάτω από μιαν ελιά, να πάρει κανέναν υπνάκο.
  Στη δεύτερη πρωταγωνιστεί και ο ξάδελφος, νεαρός φοιτητής εκείνα τα χρόνια.
  Κρατάει μια φωτογραφική μηχανή μαζί του, χωρίς φιλμ. –Βρε Γιώργη, έλα να σε πάρω μια φωτογραφία.
  Ο Γιώργης χαρούμενος στέκεται μπροστά στο φακό σκάζοντας ένα πλατύ χαμόγελο.
  Ο ξάδελφος δεν του πήρε μόνο μια αλλά πολλές φωτογραφίες, αφού τον έβαλε να ποζάρει σε διάφορες στάσεις, άλλες περισσότερο άβολες, άλλες περισσότερο αστείες. Ο Γιώργης ζητάει διαβεβαίωση. –Μα και βέβαια θα σου τις στείλω, τον καθησυχάζει ο ξάδελφος.
  Έρχεται στο χωριό για τις διακοπές (Πάσχα, καλοκαίρι, δεν μου είπε), πέφτει πάνω στο Γιώργη. –Ωρέ συ, γιατί δεν μου έστειλες τις φωτογραφίες; -Ωρέ Γιώργη, μεγάλη ατυχία, δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά ο φωτογράφος μου είπε ότι κάηκε το φιλμ.
  -Ωρέ μαϊμούνι, θαρρείς πως δε σε κατάλαβα ότι με κορόιδευες;
  Πράγματι, δεν ήθελε και πολύ μυαλό για να το καταλάβει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, και τόσο το φιλμ όσο και η εμφάνιση κόστιζαν ένα σωρό λεφτά. Θα ήταν αφύσικο να χαραμίσει κανείς τόσο φιλμ για κάποιον ξένο.


No comments:

Post a Comment