Saturday, September 1, 2012

Stendhal, Το μοναστήρι της Πάρμας



Stendhal, Το μοναστήρι της Πάρμας (μετ. Γιάννης Μπεράτης), εκδόσεις Γκοβόστη χχ, σελ. 487

  Πολλά από αυτά που γράψαμε για το «Κόκκινο και το μαύρο» ισχύουν και για το «Μοναστήρι της Πάρμας». Καθώς διαβάσαμε τα δυο βιβλία το ένα μετά το άλλο, η βιβλιοκριτική αυτή θα είναι αναπόφευκτα συγκριτολογική.
  Ο Φαμπρίτσιο, ο κεντρικός ήρωας, θαυμαστής του Ναπολέοντα, που συμμετέχει μάλιστα «περιφερειακά» και στη μάχη του Βατερλώ, κρύβει τις φιλελεύθερες αντιλήψεις του όπως και ο Ζυλιέν κάτω από το ράσο. Όμως, σε αντίθεση με τον Ζυλιέν, είναι αριστοκρατικής καταγωγής.
  Και αυτός ερωτεύεται μια μεγαλύτερή του, τη θεία του την Σανσεβερίνα, που και αυτή θα τον ερωτευθεί. Ο έρωτας αυτός όμως, σε αντίθεση με τον έρωτα του Ζυλιέν με την κυρία ντε Ρενάλ στο «Κόκκινο και το μαύρο», δεν θα ομολογηθεί απερίφραστα ποτέ. Η θεία του είναι πρωτοθεία του, αδελφή του πατέρα του. Ο έρωτας που θα ευοδωθεί είναι με την νεαρή και όμορφη Κλέλια. Και δίπλα σε αυτούς τους μεγάλους έρωτες υπάρχουν και κάποιοι μικροί (οι έρωτες με τη Μαριέτα και τη Φαύστα είναι οι κυριότεροι) που όμως αποβαίνουν μοιραίοι για τον Φαμπρίτσιο.
  Βλέπουμε και εδώ αρκετές τρέλες στον έρωτα. Ο Φαμπρίτσιο κηρύττει επί δεκατέσσερις μήνες σε μια εκκλησία απέναντι από το σπίτι της Κλέλιας, που στο μεταξύ έχει παντρευτεί, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα έλθει να τον ακούσει.
  Και πράγματι θα έλθει. Και θα τα ξαναφτιάξουν. Ένας γιος που θα γεννηθεί θα είναι του Φαμπρίτσιο και όχι του άντρα της.
  Δεν είναι τρελό; Δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες. Όμως πιο τρελό είναι αυτό που έκανε η Κλέλια. Επειδή είχε ορκισθεί να μην τον ξαναδεί ποτέ στο φως της μέρας τον συναντάει τη νύχτα, στο σκοτάδι. Όταν αρρώστησε όμως ο μικρός συνέβη να δει τον Φαμπρίτσιο και στο φως της μέρας. Φοβερή παραβίαση του όρκου, και, κατά την αντίληψή της, αυτό ήταν η αιτία που πέθανε το παιδί. Τη χαρακτηρίζει η ίδια θρησκοληψία που χαρακτηρίζει και την κυρία ντε Ρενάλ στο «Κόκκινο και το μαύρο». Που κι εκείνη είχε τις ίδιες τύψεις, που την οδήγησαν στο χωρισμό με τον Ζυλιέν. Όμως ο γιος της σώθηκε τελικά.
  Πέρα από τους έρωτες των γνωστικών υπάρχει και ο έρωτας ενός τρελού. Ο Φεράντε Πάλα, ο μεγαλύτερος ποιητής της Λομβαρδίας εκείνη την εποχή είναι τρελός. Καθώς είναι τρελός, ερωτεύεται «τρελά» την Σανσεβερίνα. Και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα για να της αποδείξει τον έρωτά του.
  Και τρέλα δεν έχουμε μόνο στον έρωτα. Διαβάζουμε: «Είναι πολύ όμορφο, συλλογίστηκε η δούκισσα (Σανσεβερίνα), να δίνεις σ’ έναν πιστό υπηρέτη το τρίτο περίπου απ’ όσα σου μένουν» (σελ. 377). Αν και αυτό στην ακριβή γλώσσα της ψυχιατρικής δεν λέγεται τρέλα αλλά διπολική διαταραχή, περισσότερο γνωστή ως μανιοκατάθλιψη. Ο φίλος μου ο Μανώλης Πρατικάκης, ψυχίατρος και ποιητής, μου έχει αφηγηθεί περιπτώσεις απίστευτων δώρων από μανιοκαταθλιπτικά άτομα όταν βρισκόντουσαν στη φάση της μανίας. Κάποιος εφοπλιστής έκανε δώρο σε έναν φίλο του ένα ολόκληρο πλοίο. Όταν πέρασε στη φάση της κατάθλιψης το ζήτησε πίσω, και φυσικά ο φίλος του δεν του το έδωσε, κορόιδο ήτανε; Του επεστράφη μετά από πέντε χρόνια δικαστικών αγώνων. Το μισό. Το άλλο μισό το είχαν πάρει οι δικηγόροι.
  Επίσης διαβάζουμε: «… ο μαρκήσιος, εξαιρετικά πλούσιος και συνεπώς πολύ τσιγκούνης…» (σελ. 387). Έχω ακούσει πολλούς να έχουν αυτή την αντίληψη. Δεν τολμώ να τη συμμεριστώ, τρέφοντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή μπορεί να γίνω κι εγώ πλούσιος.
  Διαβάζουμε ακόμη: «Η πολιτική μέσα σ’ ένα φιλολογικό έργο είναι σαν μια πιστολιά στη μέση μιας συναυλίας, κάτι το βάναυσο, που δεν μπορείς ωστόσο να του αρνηθείς την προσοχή σου» (σελ. 392). Πώς να μη συγχωρέσεις τον Σταντάλ για όλες τις ίντριγκες της αυλής που αφηγείται στη συνέχεια;
  Έχουμε την υποψία ότι ο πενηνταπεντάρης πια Σταντάλ βλέπει τους ερωτευμένους του έχοντας μια στάση ειρωνικής αποστασιοποίησης, ιδιαίτερα στα τελευταία επεισόδια, σε αντίθεση με το «Κόκκινο και το μαύρο». Εννέα χρόνια χωρίζουν τα δυο μυθιστορήματα.
  «Όλη τούτη την τρίτη μέρα της φυλακής του ο Φαμπρίτσιο ήταν καταγανακτισμένος, αλλά μόνο και μόνο γιατί δεν είχε δει να εμφανίζεται η Κλέλια. Που να πάρει ο διάβολος! Θάπρεπε να της τόχα πει πως την αγαπώ· γιατί είχε καταλήξει σ’ αυτή την ανακάλυψη» (σελ. 307). «Ο Φαμπρίτσιο… ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στη λύση αυτού του σπουδαίου προβλήματος: Μ’ αγαπάει;» (σελ. 311). Το χιούμορ του Σταντάλ είναι εδώ πιο άφθονο από ότι στο «Κόκκινο και το μαύρο».
  Θυμάμαι ότι μου άρεσε περισσότερο το «Μοναστήρι της Πάρμας» από το «Κόκκινο και το μαύρο». Τώρα κατάλαβα το γιατί. Έχει πιο συγκλονιστικά επεισόδια. Η μάχη του Βατερλώ, έστω ιδωμένη από το πλάι, και το φλέρτ του φυλακισμένου Φαμπρίτσιο με την Κλέλια, την κόρη του διοικητή της φυλακής, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Ο Φαμπρίτσιο δεν θέλει να δραπετεύσει, γιατί πώς αλλιώς θα βλέπει την Κλέλια; Βλέπονται από απόσταση, και συνομιλούν με μηνύματα, δείχνοντας διαδοχικά γράμματα που είναι ζωγραφισμένα σε μεγάλα φύλα χαρτί, φτιάχνοντας έτσι λέξεις. Θα αποφασίσει τελικά να συγκατατεθεί στη δραπέτευση όταν του επισείουν τον κίνδυνο να τον δηλητηριάσουν. Θα έκανε ποτέ κανένας φυλακισμένος κάτι τέτοιο; Όμως, όπως επισημάναμε και στο «Κόκκινο και το μαύρο», με τις αντιρρεαλιστικές υπερβολές ο Σταντάλ εξεικονίζει το μεγαλείο του έρωτα.
  Ο Σταντάλ παρουσιάζει εδώ περισσότερα άτομα από τις κατώτερες τάξεις, και τα σκιαγραφεί με συμπάθεια, όμως πάντοτε αφ’ υψηλού. Εξαίρεση ο Τζιλέτι, ο οποίος επιχειρεί να σκοτώσει τον Φαμπρίτσιο γιατί φλερτάρει την ερωμένη του. Ο Φαμπρίτσιο αντιστεκόμενος τον σκοτώνει, πράγμα που τον μπλέκει στις τόσο σοβαρές περιπέτειες που ακολουθούν.
  Στο «Κόκκινο και το μαύρο» ο Ζυλιέν έχει κάκιστες σχέσεις με τον πατέρα του και τ’ αδέλφια του. Ο Φαμπρίτσιο στο «Μοναστήρι της Πάρμας» έχει επίσης κάκιστες σχέσεις με τον πατέρα του και με τον μοναδικό του αδελφό. Με τις δυο αδελφές του όμως έχει καλές σχέσεις, παρόλο που γίνεται ελάχιστη αναφορά σ’ αυτές στην αρχή, και δυο φορές αργότερα στην «κακοπαντρεμένη». Υπάρχει άραγε κάποια κρυφή αντανάκλαση βιογραφικών στοιχείων εδώ;   

  (Διαβάζω δυο βδομάδες μετά, σε μια βιογραφία του πριν από την εισαγωγή στο «Λισιέν Λεβέν», ένα άλλο του μυθιστόρημα, ότι «Απ’ τον πατέρα του τον χωρίζει ήδη ένα ακατάβλητο μίσος», και «… θα γεννηθεί η δεύτερη αδερφή του η Ζεναντ-Καρολίν, που θα την απεχθάνεται σε όλη του τη ζωή και θα την κατηγορεί για “καρφί”». Η αδελφή αυτή μάλλον μετασχηματίζεται στους κακούς αδελφούς στο «Κόκκινο και το μαύρο». Επίσης είδα ότι αρκετά βιογραφικά στοιχεία εισχωρούνε στα δυο αυτά κορυφαία του μυθιστορήματα).
  Ο Σταντάλ είναι και εδώ σατιρικός. Στο «Κόκκινο και το μαύρο» σατίριζε την αριστοκρατία, τον κλήρο και την πλουτοκρατία, εδώ σατιρίζει την εξουσία, και μάλιστα με ένα τρόπο ιδιαίτερα καυστικό. Το ίδιο σατιρίζει και τη δικαιοσύνη, που κάθε άλλο παρά αδιάβλητη είναι.
  «-…θα μου άρεσε πολύ περισσότερο να δω να τους καταδικάζουν δικαστές που θα κρίνανε σύμφωνα με τη συνείδησή τους.
 -Θα μου κάνατε μεγάλη ευχαρίστηση, σεις που ταξιδεύετε για να μορφωθείτε, αν είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε τις διευθύνσεις κάτι τέτοιων δικαστών· θα τους γράψω απόψε κιόλας, προτού πλαγιάσω» (σελ. 169).
  Σε κάποια υποσημείωση, που καθώς δεν υπάρχει άλλη ένδειξη προφανώς είναι της γαλλικής έκδοσης από την οποία μεταφράζει (θαυμάσια, ας το σημειώσουμε εδώ) ο Γιάννης Μπεράτης, διαβάζουμε για μια ασυνέπεια του Σταντάλ. Αναφέρει ότι η δεξαμενή του μεγάρου Σανσεβερίνα ήταν έργο του ΧΙΙΙ αιώνα, ενώ πιο πριν είχε γράψει ότι ήταν του ΧΙΙ.
  Βρήκαμε και εμείς μιαν ασυνέπεια. Στην πρώτη συνάντηση του Φαμπρίτσιο με την Κλέλια διαβάζουμε «…την τόσο παράξενη ομορφιά αυτής της δωδεκάχρονης κοπέλας» (σελ. 84). Πιο κάτω ο Φαμπρίτσιο σκέφτεται: «…γιατί βέβαια πέρασαν ασφαλώς πέντε χρόνια απ’ τη μέρα που συναντηθήκαμε κοντά στη λίμνη του Κόμο… Ναι, πέρασαν πέντε χρόνια» (σελ. 263). Όμως στην επόμενη σελίδα η Κλέλια μονολογεί: «Κ’ εξακολουθώ νάμαι έτσι κι ας έχω περάσει πια τα είκοσι» (Υπάρχουν και εδώ αρκετοί μονόλογοι). Και λίγο πιο πριν είχαμε επίσης διαβάσει: «Στα είκοσί της χρόνια είχαν διαπιστώσει την αντιπάθειά της να πηγαίνει σε χορούς» (σελ. 259). Ήταν τότε που συναντήθηκαν για δεύτερη φορά, όταν ο Φαμπρίτσιο οδηγείτο στη φυλακή. Όμως η διαφορά δεν είναι πέντε χρόνια, όπως υποθέτει ο Φαμπρίτσιο, αλλά οκτώ. Καθώς πρόκειται για μονόλογο, θα μπορούσε να μην ενοχοποιηθεί ο συγγραφέας. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Φαμπρίτσιο είχε κάνει λάθος τον υπολογισμό, όμως, καθώς αυτό δεν έγινε «κατά το εικός και αναγκαίο», πιστεύουμε ως πιο πιθανό να έκανε λάθος ο συγγραφέας.
  (Μια ασυνέπεια εντόπισα επίσης στον «Ιβανόη» του Walter Scott. Διάβασα κάπου ότι υπάρχουν αρκετές σ’ αυτό το έργο. Επίσης διάβασα ότι έχουν εντοπιστεί καμιά δεκαπενταριά σ’ αυτό το κορυφαίο αριστούργημα που είναι ο «Πόλεμος και ειρήνη». Όμως αυτές οι ασυνέπειες δεν μειώνουν στο ελάχιστο την αξία αυτών των έργων. Εξάλλου στους περισσότερους αναγνώστες θα περνάνε απαρατήρητες. Μόνο ένας μελετητής θα μπορούσε να τις εντοπίσει, που τα έχει διαβάσει και ξαναδιαβάσει στα πλαίσια κάποιας επιστημονικής εργασίας. Καμιά φορά θα τύχει βέβαια και ένας απλός αναγνώστης, όπως εγώ, να εντοπίσει κάποια ασυνέπεια).
  Ούτε η κυρία ντε Ρενάλ πεθαίνει «κατά το εικός και το αναγκαίο» στο «Κόκκινο και το μαύρο», τρεις μέρες μετά την εκτέλεση του Ζυλιέν, όπως γράψαμε στην ανάρτησή μας. Επίσης δεν είναι «κατά το εικός και το αναγκαίο» που σκορπίζει το θάνατο στους ήρωές του ο Σταντάλ στο «Μοναστήρι της Πάρμας» μετά από ένα ευτυχισμένο τέλος, σε αντίθεση με το unhappy end στο «Κόκκινο και το μαύρο» όπου ο Ζυλιέν εκτελείται. Μέσα στην τελευταία σελίδα πεθαίνουν οι τρεις από τους πέντε κεντρικούς ήρωες, τρία χρόνια μετά το happy end. Επίσης ο Σαντρίνο, ο γιος του Φαμπρίτσιο και της Κλέλιας. «Η Κλέλια έζησε λίγους μήνες ύστερ’ απ’ το θάνατο του λατρεμένου της παιδιού, αλλά είχε την ευτυχία να πεθάνει μες στην αγκαλιά του φίλου της (πάλι καλά!). «Ο Φαμπρίτσιο ήταν πολύ ερωτευμένος και πολύ ευσεβής και δε θέλησε να προσφύγει στην αυτοκτονία… Αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Πάρμας… Ο Φαμπρίτσιο δεν είχε προφτάσει να μείνει παρά μονάχα ένα χρόνο στο μοναστήρι του». Μετά πέθανε.  Όσο για την Σανσεβερίνα «… πολύ λίγο επέζησε μετά το θάνατο του Φαμπρίτσιο που τον λάτρευε».
  Οι άλλοι δύο όμως από τους κεντρικούς ήρωες κατάφεραν να επιζήσουν. Αντιγράφουμε την τελευταία παράγραφο.
  «Οι φυλακές της Πάρμας ήταν άδειες, ο κόμης (Μόσκα) αφάνταστα πλούσιος, ο Ερνέστος V το λατρεμένο ίνδαλμα των υπηκόων του, που σύγκριναν τη διακυβέρνησή του με τη διακυβέρνηση των μεγάλων δουκών της Τοσκάνης».
  Πια μαυρίλα στην ψυχή του οδήγησε τον Σταντάλ στο να εκτελέσει εν ψυχρώ, στην τελευταία σελίδα του έργου του, τους τρεις από τους βασικότερους ήρωές του; Ίσως να γράφεται τίποτα σχετικό σε κάποια βιογραφία του. Μέχρι τώρα όμως δεν έχει πέσει καμιά στα χέρια μου· με εξαίρεση το αυτοβιογραφικό «Αναμνήσεις εγωτισμού» που το διάβασα εδώ και αρκετά χρόνια, πριν το blog, και έτσι δεν έγραψα τίποτα σχετικά.
  Είναι δύσκολο να διαβάσουμε όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όμως αυτό είναι ένα έργο που δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να παραλείψει κανείς να το διαβάσει.  

  Μετά από 13 χρόνια είδα την ομώνυμη μίνι σειρά του Μάριο Μπολονίνι, γυρισμένη το 1982, με την ευκαιρία που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης Πλατείας Βικτώριας το «Κόκκινο και το μαύρο». Πεντάωρη σε έξι πενηντάλεπτα επεισόδια, ήμουν σίγουρος ότι θα χώραγε σ’ αυτήν όλο το μυθιστόρημα.

  Δεν θυμόμουνα λεπτομέρειες για να κάνω τη σύγκριση, ελπίζω μόνο ο Μπολονίνι να μην άλλαξε πολλά. Αυτό που άλλαξε είναι ότι, για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας, ο Φαμπρίτσιο δεν βάζει διαδοχικά χαρτόνια με γράμματα στο παράθυρο της φυλακής του για να διαβάσει η Κλέλια, αλλά γράφει σε χαρτί το οποίο τυλίγει με μια πέτρα και το πετάει στον κήπο της. Αυτό, δυο φορές. Ξαναδιαβάζοντας και την παραπάνω κριτική διαπιστώνω ότι στην τηλεταινία δεν υπάρχει το μωρό τους.

  Εξαιρετικοί στην ερμηνεία τους όλοι, προπαντός η Marthe Keller, και βέβαια ο χαμένος πρόωρα Gian Maria Volontè. Το 7,5 που έχει στο IMDb δείχνει ότι η μίνι σειρά αυτή άρεσε πολύ.




 

No comments:

Post a Comment