Γιάννης Καλπούζος, Άγιοι και Δαίμονες, Μεταίχμιο 2012, σελ.
741
Μετά το «Ιμαρέτ» ο
Καλπούζος μας προσφέρει ένα ακόμη ιστορικό μυθιστόρημα. Ενώ στο «Ιμαρέτ», όσο
ανάγλυφα και αν απεικονιζόταν το ιστορικο-γεωγραφικό φόντο οι προσωπικές
ιστορίες των ηρώων βρισκόταν σε πρώτο πλάνο, στο «Άγιοι και Δαίμονες» το φόντο
προβάλλεται σε αρκετά σημεία του έργου αρκετά αυτόνομα. Ακόμη, ενώ στο Ιμαρέτ
θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φόντο υπάρχει ως εκ των ων ουκ άνευ, για να μην
αιωρούνται οι ήρωες στο κενό σαν βυζαντινές αγιογραφίες, στο καινούριο αυτό
μυθιστόρημα του Καλπούζου έχει κανείς την εντύπωση ότι το στόρι, οι περιπέτειες
των ηρώων του, αποτελούν το πρόσχημα για να αναδειχθεί το φόντο. Και το φόντο
αυτό είναι η Κωνσταντινούπολη, την πρώτη τριακονταετία του 19ου
αιώνα.
Όμως, όπως και στο
«Ιμαρέτ», υπάρχει και εδώ ένα δίδυμο, δυο κολλητοί φίλοι, ο Τζανής και ο Ανθίας,
με τη διαφορά ότι είναι και οι δυο έλληνες και όχι έλληνας και τούρκος. Είναι
όπως ένας Καζαντζάκης, ο συγγραφέας-αφηγητής, και ένας Ζορμπάς. Ή ένας Μανωλόπουλος,
επίσης αφηγητής, και ένας Λούης, για να θυμηθούμε το μπεστ σέλλερ του Κώστα
Μουρσελά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά».
Στο σύγχρονο
μυθιστόρημα προτιμάται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αμεσότητα και ο εξομολογητικός
χαρακτήρας που έχει αυξάνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κάνοντάς τη ταυτόχρονα
να φαίνεται πιο ρεαλιστική. Όμως έχει και τα μειονεκτήματά της, σε σύγκριση με
την τριτοπρόσωπη αφήγηση του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, με την
μηδενική εστίαση. Σε μια εντυπωσιακή πλοκή, με φοβερές ανατροπές και
«περιπέτειες», τόσο με τη σημασία που έχει η λέξη στην «Ποιητική» του
Αριστοτέλη όσο και με τη σημερινή, δεν είναι δυνατόν ο ήρωας-αφηγητής να ξέρει
τα πάντα. Υπάρχει βέβαια πάντα η λύση της αφήγησης σε πλάγιο λόγο επεισοδίων
στα οποία δεν συμμετέχει ο αφηγητής και του τα αφηγήθηκαν, ή η σε δεύτερο
επίπεδο αφήγηση, που όμως δεν ενδείκνυται για εκτενείς αφηγήσεις. Ο Καλπούζος
όμως λύνει το πρόβλημα με ένα εντελώς πρωτότυπο τρόπο: δίνει το λόγο στους
άλλους ήρωες σε αυτόνομα κείμενα και όχι εγκιβωτισμένα. Έτσι οι άλλοι ήρωες
αφηγούνται άλλα επεισόδια στα οποία δεν συμμετέχει ο Τζανής, είτε σε
ημερολογιακές καταγραφές είτε σε επιστολές-αφηγήσεις στις οποίες αποδέκτης
είναι αυτός. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται και ένα εφέ συγχρονικότητας, με
την εμφάνιση ενός κατακερματισμένου ενδοκειμενικού χρόνου της αφήγησης ο οποίος
έπεται ελάχιστα από τον χρόνο στον οποίο συντελέσθηκαν τα γεγονότα. Αυτές οι
άλλες αφηγήσεις μαζί με τη δική του αφήγηση θα αποτελέσουν το βιβλίο.
Εδώ υπάρχει και ένας
δεύτερος ενδοκειμενικός χρόνος της αφήγησης. Ο Τζανής παρακαλεί να δημοσιευθεί
το βιβλίο του πολλά χρόνια μετά, αφού θα έχουν πεθάνει όλα τα πρόσωπα, και τον
επιμελητή να φροντίσει την προσαρμογή του βιβλίου στη γλωσσική συγχρονία της
εποχής του, αφήνοντας όμως γλωσσικά ίχνη που να δίνουν μια γεύση της δικής του εποχής
(γλέπω αντί βλέπω, αρώτα αντί ρώτα, αυτείνοι αντί αυτοί, και φυσικά πολλές
τούρκικες λέξεις, στις οποίες όμως υπάρχει, εκτός από το γλωσσάρι στο τέλος του
βιβλίου, και μετάφραση στις υποσημειώσεις στο τέλος της σελίδας, κάτι που
έλλειπε από το «Ιμαρέτ»). Ο Καλπούζος
φρόντισε όσο μπορούσε για έναν ιλουζιονιστικό ρεαλισμό.
Που βέβαια ο
ρεαλισμός αυτός δεν είναι πάντα ψευδαισθητικός. Οι περιγραφές των διώξεων των
ρωμιών στην Πόλη μετά την κήρυξη της επανάστασης δεν είναι καθόλου επινοημένες,
αφού ο Καλπούζος έκανε μεγάλη χρήση αρχειακού υλικού, από το οποίο είμαι
σίγουρος ότι ελάχιστα, αν όχι καθόλου, απέχει. Τις σκηνές μάχης που περιγράφει
θα τις ζήλευε και ο Μπαλζάκ, όπως ζήλευε τις ανάλογες σκηνές από το «Μοναστήρι
της Πάρμας», όσο για την περιγραφή της σφαγής της Χίου δεν υστερεί σε τίποτα
από την αντίστοιχη στο «Λουκή Λάρα» του Δημήτρη Βικέλα.
Και στο «Άγιοι και
δαίμονες» υπάρχει θέση, όπως και στο «Ιμαρέτ», παρόλο που κανένα δεν είναι
ακριβώς roman à thèse. Εδώ για την ακρίβεια υπάρχουν
δύο θέσεις. Η πρώτη φαίνεται στον τίτλο: «Άγιοι και δαίμονες». Ένας «κακός» από
τα πρόσωπα του έργου, ο πάτερ Αλύπιος, πεθαίνει ηρωικά στο Μανιάκι, στον υπέρ
πατρίδος αγώνα. Όσο για τον Παπαφλέσσα που πέθανε στην ίδια μάχη επίσης ηρωικά
(ας θυμηθούμε το «Φίλημα» του Μητσάκη και τον θαυμασμό του Ιμπραήμ), διαβάζουμε:
«Κι ήταν τούτος ο Φλέσσας ο ίδιος άνθρωπος οπού, σαν βρισκόταν εις το Ναύπλιο,
γύμνωνε από τα πράγματά τους τον έναν και τον άλλον…. Ο ίδιος που πόρνευε με
τις Τουρκάλες και τις χορεύτριες και πόσα ακόμη. Άγιο δαίμονα τον είπα εκείνη
την ώρα» (σελ. 707). Την ώρα της μάχης. Επίσης για τον Ανθία γράφει ο
Καλπούζος: «Αυτός είναι ο Ανθίας. Άγιος δαίμονας, άγιος και δαίμονας» (σελ.
697).
Όμως η κεντρική θέση του
Καλπούζου έχει να κάνει με τα βάσανα των αμάχων. Αυτοί είναι τα μεγάλα θύματα
στους πολέμους. Οι μαχητές ηδονίζονται με την αγριότητα της σφαγής, χύνοντας το
αίμα των αμάχων, είτε αυτοί είναι χριστιανοί χιώτες είτε μουσουλμάνοι της
Τρίπολης. Τα θύματα είναι πάντα οι άμαχοι, τραγικά θύματα καθώς δεν έχουν
δυνατότητες να αμυνθούν. Και θυμάμαι αυτό που είπε η Καζαντζάκης για τις
αγριότητες που διαπράχθηκαν κατά τη μικρασιατική εκστρατεία: Τον άνθρωπο εξευτέλισαν
εκεί, έλληνες και τούρκοι.
Στο έργο αυτό, όπως και στο
«Ιμαρέτ», υπάρχουν άφθονα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, ήθη και έθιμα, παροιμίες,
πολλά τραγούδια, κυρίως δίστιχα, και φυσικά τούρκικες λέξεις, λέξεις που τώρα
πια έχουν πέσει σε αχρηστία. Στην Κρήτη δεν λέμε πια «κιντί» αλλά απόγευμα, λέμε
όμως «δεν τον κάνουν ζάφτι», δηλαδή δεν τον κάνουν καλά, δεν μπορούν να τον
νικήσουν, όπως στο παρακάτω απόσπασμα:
«Όπως ο θρύλος για τα τρία
αδέλφια των Κρητικών που πολεμούσαν τους Τούρκους τον καιρό της Άλωσης, δίχως
να ημπορούν να τους κάνουν ζάφτι χιλιάδες, και συμφώνησαν στο τέλος να τους
δώκει καράβι ο σουλτάνος να φύγουν. Κι έλεγε ο θρύλος πως δεν έφτασαν ποτέ στην
Κρήτη και γυρνούν στο πέλαγος μέχρι να ξεκινήσει πάλι η μάχη για την
απελευθέρωση της Πόλης, και τότε θα φανούν να λάβουν μέρος» (σελ. 503).
Έμαθα επίσης τι ήσαν οι
Αρναούτηδες, με τους οποίους με φοβέριζε όταν ήμουν μικρός η θεία η Αθηνά:
«Κάτσε φρόνιμα γιατί θα έλθουν να σε πάρουν οι Αρναούτηδες». Οι Αρναούτηδες
είναι οι Αλβανοί.
Έμαθα επίσης τι θα πει «άι
σιχτίρ», αλλά δεν τολμώ να το γράψω.
Και ένας ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβος, ενσωματωμένος χωρίς τη συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα
πιστεύω, μέσα στο πεζό: «με τα πανιά ολάνοιχτα έπλεαν πάνω κάτω» (σελ. 463).
Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι.
Και ένα δίστιχο, από τα πολλά
που υπάρχουν στο βιβλίο:
«Δεν είναι πράγμα ν’ αρρωστά,
πράγμα να θανατώνει
σαν την αγάπη την κρυφή που δεν
ξεφανερώνει».
Ο Φερνάν Μπροντέλ είπε ότι η
ιστορία πρέπει είναι μια συναρπαστική αφήγηση. Και όχι μόνο τα εγχειρίδια
ιστορίας αλλά και τα ιστορικά μυθιστορήματα. Και το «Άγιοι και δαίμονες» του
Καλπούζου είναι απόλυτα συναρπαστικό.
Το Ιμαρέτ είναι πολύ καλό, με πολλά ιστορικά στοιχεία, με ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά και με λογοτεχνικό ύφος. Δεν έχω διαβάσει το Άγιοι και Δαίμονες, έχω ξεκινήσει το νέο του όμως, την Ουρανόπετρα, όπου διαπερνά την ιστορία της Κύπρου.
ReplyDeleteΚαι τα τρία είναι εξαιρετικά, έχω έτοιμη και τη βιβλιοκριτική για την Ουρανούπολη, αύριο μεθαύριο θα την αναρτήσω και αυτή.
ReplyDelete