Tuesday, July 16, 2013

Γιάννης Καλπούζος, Ουρανόπετρα



Γιάννης Καλπούζος, Ουρανόπετρα, Μεταίχμιο 2013, σελ. 575

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα επικό ιστορικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του «Ιμαρέτ»

  Δεν αποτέλεσε για μας έκπληξη η Ουρανόπετρα, καθώς είχαμε διαβάσει τα δυο προηγούμενα βιβλία του Καλπούζου, το «Ιμαρέτ» και το «Άγιοι και δαίμονες». Ήμασταν σίγουροι ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα.
Το πατρικό σπίτι του Μελέτιου Μεταξάκη. Από ένα φτηνιάρικο κινητό που έτυχε να έχει κάμερα, έχοντας ξεχάσει τη βιντεοκάμαρά μου. Από επίσκεψη που κάναμε με τον ξάδελφό μου Γιάννη Ζωγραφάκη στο χωριό της γιαγιάς μας
  Ιστορικό μυθιστόρημα, όπως και τα δυο προηγούμενα.
  Ο Καλπούζος μετατοπίζεται πάλι τοπικά και χρονικά. Χώρος δράσης εδώ είναι κυρίως η Κύπρος, ενώ ο χρόνος της ιστορίας είναι τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα, με εξαίρεση το σύντομο πρώτο μέρος, που αναφέρεται στην άλωση της Κύπρου από τους οθωμανούς το 1570.   
  Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα επικό στη σύλληψη. Ο Καλπούζος για άλλη μια φορά αποδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στην αφήγηση πολεμικών σκηνών που συναρπάζουν. Ακόμη, επινοητικός στην πλοκή, δημιουργεί ένα σασπένς που κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλο το έργο. Πώς θα βρεθούν τα τέσσερα κομμάτια της ουρανόπετρας, καθένα στην κατοχή διαφορετικού και άγνωστου εν πολλοίς κληρονόμου, δοσμένου σ’ αυτόν σαν φυλαχτό, ώστε να αποκαλυφθεί η θέση του κρυμμένου θησαυρού; Ο έρωτας, στοιχείο sine qua non σε κάθε μυθιστόρημα, εστιάζεται και εδώ στη ματαίωση και στην καταπίεση της γυναίκας· στη ματαίωση, που δεν την αφήνουν να παντρευτεί τον αγαπημένο της, και στην καταπίεση, που την αναγκάζουν να πάρει άλλον και όχι εκείνον που αγαπά.
  Ο Καλπούζος με τη γλώσσα επιδεικνύει έναν παπαδιαμαντικό ρεαλισμό. Ο Παπαδιαμάντης γράφει στην καθαρεύουσα, όμως όταν δίνει το λόγο στους ήρωές του χρησιμοποιεί τη δημοτική. Ο Καλπούζος γράφει στην δημοτική, αλλά όταν δίνει το λόγο στους ήρωές του χρησιμοποιεί την ντοπιολαλιά. Και είναι να απορεί κανείς πώς αυτός, ένας Αρτινός, χρησιμοποιεί τόσο τέλεια το κυπριακό ιδίωμα.
  Ο ρεαλισμός του είναι συχνά σατιρικός και καταγγελτικός, σαν του Μπαλζάκ. Περιγράφει σε αρκετές σελίδες τον ενθουσιασμό του πλήθους το μοιραίο ’97, που διαδήλωναν απαιτώντας από την κυβέρνηση και το παλάτι να κηρύξει τον πόλεμο στους Τούρκους. Και με έκπληξη μαθαίνω ότι, ενώ κάναμε όλες τις προετοιμασίες, οι Τούρκοι δεν κάθισαν να μας περιμένουν, μας κήρυξαν πρώτοι τον πόλεμο. Και αναρωτιέμαι: αλήθεια, τι απέγιναν όλοι εκείνοι οι συμφοιτητές μου της ΕΟΚΑ Β΄ που ήθελαν την Ένωση εδώ και τώρα, και που στον Μακάριο έβλεπαν ένα σοβαρό εμπόδιο;  
  Ο Καλπούζος αναφέρεται στον ενθουσιασμό των πατριωτών, αλλά και σ’ εκείνους που κοίταζαν με κάθε τρόπο να γλιτώσουν τη στράτευση, συχνά στέλνοντας άλλους στη θέση τους. Αυτό μάλιστα το χρησιμοποιεί οργανικά και στην πλοκή του. Αναφέρει επίσης την εκμεταλλευτική διάθεση των ανθρώπων στις περιοχές του μετώπου, που πουλούσαν στους φαντάρους πράγματα σε απίστευτα ψηλές τιμές. Επίσης αναφέρει ότι, πολλά από τα αντάρτικα σώματα που συνόδευαν τον τακτικό στρατό δεν εμφορούνταν από πατριωτισμό αλλά σαν κίνητρο είχαν το πλιάτσικο, και δεν ξεχώριζαν ελληνικά από τούρκικα σπίτια. Ο Καλπούζος δεν εξωραΐζει, αλλά παρουσιάζει πλευρές της ιστορικής πραγματικότητας που αποκρύβονται από τα σχολικά εγχειρίδια.
  Ανάμεσα στους δευτερεύοντες ήρωές του είναι και ο Λιόντος Θερσίτης, ο ένας από τους δυο κεντρικούς ήρωες του «Ιμαρέτ». Τον συναντάει ο Αδάμος στην Άρτα, μαζί με την οικογένειά του, και αυτός του συμπαραστέκεται στις δύσκολες στιγμές που περνάει. Μάλιστα η κόρη του παντρεύεται με τον αδελφό του Αδάμου. Την επινόηση αυτή, να χρησιμοποιήσει έναν ήρωά του από προηγούμενο μυθιστόρημα σε επόμενο, τη συναντήσαμε και στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ενώ πρώτος διδάξας, από όσο ξέρω, είναι ο Μπαλζάκ.
  Και μια και μιλάμε για τον Μπαλζάκ, μήπως ο Καλπούζος έχει στο μυαλό του ένα σχέδιο αντίστοιχο της «Ανθρώπινης κωμωδίας», ας πούμε κάτι σαν «Ιστορική τραγωδία»; (ή φάρσα, όπως είπε ο Μαρξ ότι είναι η ιστορία όταν επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά;). Και αν ναι, μήπως σειρά έχει η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Κρήτη;
  Και μια και την ανάφερα, να παραθέσω ένα απόσπασμα.
  «Στις δωδεκάμισι έψαλε ο νέος μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης το Χριστός Ανέστη κι αμέσως βροντοφώναξε: Ελλάς Ανέστη!, καθώς συνέπιπτε η Κυριακή του Πάσχα με την εθνική εορτή της εικοστής πέμπτης Μαρτίου. Ευθύς μεταδόθηκε το σύνθημα σε όλους» (σελ. 452). Τον Μελέτιο Μεταξάκη, «ο οποίος συνταξίδεψε με το πρώτο κύμα των εθελοντών Κυπρίων στην Ελλάδα» (σελ. 502), ο Καλπούζος τον αναφέρει άλλες δυο ή τρεις φορές.
  Ο Μελέτιος Μεταξάκης ήταν θείος, ή ίσως ξάδελφος, της γιαγιάς μου από την πλευρά της μητέρας μου. Μαρία Θεοδοσάκη ήταν το όνομά της, όμως την φώναζαν παρσωτοπούλα, επειδή καταγόταν από τον Παρσά. Ο Παρσάς είναι ένα ορεινό χωριό δυτικά της επαρχίας Ιεράπετρας που αργότερα μετονομάσθηκε σε Μεταξοχώρι προς τιμήν του Μελέτιου Μεταξάκη, ο οποίος αργότερα έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Μάλιστα στην Αλεξάνδρεια ήθελε να πάρει και τον θείο μου, αδελφό της μητέρας μου, σχέδιο που, δεν ξέρω γιατί, ματαιώθηκε.
  Και μια και είπαμε για Ιεράπετρα, ας παραθέσουμε άλλο ένα απόσπασμα.
  «Οι δε βομβαρδισμοί του Ακρωτηρίου και της Ιεράπετρας από τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων…» (σελ. 148).
  Ήξερα για τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου και για τον ηρωικό Σπύρο Καγιαλέ που έκανε το κορμί του ιστό για τη σημαία, όμως αγνοούσα για τον βομβαρδισμό της ιδιαίτερης πατρίδας μου της Ιεράπετρας.
  Έμαθα και αρκετά άλλα πράγματα που αγνοούσα, όπως π.χ. ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι Άγγλοι μας προσέφεραν την Κύπρο προκειμένου να συμμετάσχουμε στο πλευρό της Αντάντ και ο πρωθυπουργός, υπακούοντας προφανώς σε εντολή του βασιλιά, αρνήθηκε, ότι οι Άγγλοι εκτός από τα χρήματα που έδωσαν στους τούρκους για να αγοράσουν την Κύπρο τους έδιναν κάθε χρόνο και ένα σεβαστό ποσό, και πολλά άλλα. Επίσης, διαβάζοντας για την «πεδιάδα της Μεσαορίας ή Μεσαριάς, όπως την αποκαλούσαν» (σελ. 25), που προέρχεται από το «ανάμεσα στα όρη», συνειδητοποίησα ότι το ίδιο τοπωνύμιο μετεξελίχτηκε στην Κρήτη σε «Μεσσαρά». Έτσι λέγεται η πεδιάδα νότια του Ηρακλείου, στο Λυβικό.
  Και ακόμη κάτι.
  Στην Κάσο, όπου τοποθετήθηκα όταν διορίστηκα σαν φιλόλογος, είχα ένα συνάδελφο που τον έλεγαν Λάρκο Λάρκου. Μας έλεγε με καμάρι ότι ο όνομά του προέρχεται από το ίλαρχος. Εγώ, όταν λίγο αργότερα ανακάλυψα στον Αριστοφάνη, τον οποίο είχε η βιβλιοθήκη του σχολείου και τον διάβασα όλο, τη λέξη «λαρκίον», τον κορόιδευα λέγοντάς του ότι από εκεί προέρχεται το όνομά του και σημαίνει «καλαθάκι». Τώρα μαθαίνω από τον Καλπούζο ότι το Λάρκος είναι το κυπριακό υποκοριστικό του Ηλίας (μεγάλη η χάρη του, ελπίζω να είμαι και φέτος στο πανηγύρι του χωριού μου, στις 20 Ιούλη).
  Εξαιρετικός συνάδελφος ο Λάρκος, έγραψε λίγα χρόνια αργότερα ένα βιβλίο για την Κύπρο και μου το έστειλε, ενώ τώρα, επί τη ευκαιρία, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, βρήκα το βιογραφικό του, που είναι αρκετά πλούσιο.
  Ακόμη ένα απόσπασμα:
  «Όμως ο Θεός δεν κάτεχε από θαύματα κατά πώς τα θέλουν οι άνθρωποι, ούτε στα καμώματά τους θέλησε να μπει προξενητής. Τους άφησε να διαφεντέψουν μονάχοι τη μοίρα τους, καθώς το ’χε συνήθειο από γεννησιμιού του κόσμου» (σελ. 48).
  Το παραθέτω για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι για το διακείμενο, καθώς ανακαλεί συνειρμικά το παρακάτω απόσπασμα από το «Άξιον εστί»: 
  «Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως».
  Ο δεύτερος είναι γιατί περιέχει έναν κανονικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: «καθώς το ’χε συνήθειο από γεννησιμιού του», παρά τον διασκελισμό με το «κόσμου» που ακολουθεί. Το έχουμε ξαναγράψει, ασυνείδητα σε πεζά, αλλά και σε ποιήματα, οι πεζογράφοι και οι ποιητές παρεμβάλλουν κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, σαν να τους κουβαλάνε στα γονίδιά τους: «που αργόσβηνε τα χρώματα κι αφάνιζε τη μέρα» (σελ. 426) και «στο λόφο της Αναφανής, σιμά στη Λευκωσία» (σελ. 25). Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι που μου ξέφυγαν.
  Και άλλο ένα απόσπασμα: 
  «Δίπλα τους σχολίαζαν τις αυτοκτονίες κοριτσιών κι εφήβων λόγω ερωτικών απογοητεύσεων, οι οποίες αποδεικνύονταν αληθινή μάστιγα κάθε άνοιξη στον Αθήνα» (σελ. 529).
   Τελικά δεν ήταν μόνο ο Μιμίκος και η Μαίρη (στης Ακρόπολης τα μέρη κ.λπ., έλεγε το τραγούδι της εποχής). Και, να σημειώσω εδώ, κάτι που διάβασα στον Λευκάδιο Χερν, η ίδια επιδημία υπήρχε και στην Ιαπωνία· αλλά και στην Κίνα, διάβασα αργότερα κάπου αλλού.   
  Όπως και στα δυο προηγούμενα έργα του ο Καλπούζος παραθέτει άφθονα λαογραφικά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και αρκετά ποιήματα, κυρίως δίστιχα, της εποχής, τα οποία εμείς οι κρητικοί θα μπορούσαμε να ιδιοποιηθούμε σαν μαντινιάδες. Θα παραθέσω ένα που μου άρεσε.
  «Ανάμεσα στα στήθη σου ένα τζαμί θα κτίσω
και ντερβισάκι θα γινώ να μπω να προσκυνήσω» (σελ. 524).
  Ωσάν την «Ουρανόπετρα» βιβλίο δεν είν’ άλλο
  και να το ξέρετε καλά, ποτέ δεν υπερβάλλω.
  Ε, τι να κάνουμε, ζήλεψα, και είπα να κλείσω τον καλό λόγο γι’ αυτό το βιβλίο με μια μαντινιάδα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 

No comments:

Post a Comment