Monday, February 24, 2014

Άντων Τσέχωφ, Διηγήματα,



Άντων Τσέχωφ, Διηγήματα, Το Βήμα, 2009, σελ. 326

  Ξαφνικά ενθουσιάστηκα με τον Τσέχωφ, διάβασα ό,τι μπόρεσα να βρω,  αγόρασα κιόλας, και εντελώς απροσδόκητα διαπίστωσα ότι είχα και ένα τόμο με τα καλύτερα διηγήματά του. Ήταν στη σειρά του Βήματος με τους ρώσους λογοτέχνες, την οποία είχα αγοράσει όλη, πριν ξεσπάσει η κρίση. Πρόκειται για μια επιλογή από δυο τόμους που είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ροές.
  Το πρώτο διήγημα, «Η στέπα», είναι ένα road story, αρκετά εκτενές. Είναι μια λυρική περιγραφή της ρώσικης στέπας την οποία κάνει ο συγγραφέας παρακολουθώντας τον μικρό Γεγκόρουσκα στην πορεία του προς μια μακρινή πόλη, όπου πηγαίνει για να φοιτήσει στο γυμνάσιο.
   «Αργότερα, όταν αφουγκράστηκε πολύ προσεχτικά, του φάνηκε ότι τραγουδούν τα χόρτα. Με αυτό το λυπητερό και ειλικρινές τραγούδι χωρίς λόγια, τα χόρτα, ετοιμοθάνατα, ξεγραμμένα ήδη, προσπαθούσαν να πείσουν κάποιον ότι δεν φταίνε σε τίποτα, ότι ο ήλιος τα έκαψε άδικα, διαβεβαίωναν ότι ποθούν να ζήσουν, ότι είναι ακόμα νέα και ότι θα ήταν όμορφα αν δεν ήταν αυτή η ζέστη και η ξηρασία. Και, παρόλο που δεν έφταιγαν, ζητούσαν συγγνώμη και ορκίζονταν ότι πονούν αβάσταχτα, ότι είναι θλιμμένα και λυπούνται τον εαυτό τους…» (σελ. 24).
  Και πιο κάτω:
  «Μόλις δύσει ο ήλιος και το σκοτάδι σκεπάσει τη γη, η θλίψη της μέρας ξεχνιέται, όλα συγχωρούνται και η στέπα αναστενάζει απαλά με το πλατύ στήθος της. Ίσως επειδή τα χόρτα δεν βλέπουν μες στο σκοτάδι το μαρασμό τους, μέσα τους ξεσηκώνεται μια χαρούμενη, νεανική φασαρία που δεν υπάρχει τη μέρα. Ο τριγμός, ο συριγμός, το γρατσούνισμα, οι βαθύφωνοι, οι τενόροι, οι υψίφωνοι της στέπας-όλα αυτά συγχέονται μέσα σε ένα αδιάκοπο, μονότονο βούισμα που ακούγοντάς το βυθίζεσαι στις αναμνήσεις και αισθάνεσαι θλίψη…» (σελ.49).
  Στο επόμενο διήγημα «Ο μαύρος καλόγερος» διαβάζουμε:
  «…Αφού τώρα οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η ιδιοφυία συγγενεύει με την παραφροσύνη. Φίλε μου, ψυχικά υγιείς και φυσιολογικοί είναι μονάχα οι μέτριοι, ο όχλος» (σελ. 139.
  Αυτά τα λέει ένα φάντασμα, ο μαύρος καλόγερος, που παρουσιάζεται στην εξημμένη φαντασία του Κοβρίν. Η απόλυτη νευρική κατάρρευση και ο θάνατος έρχονται στη συνέχεια. Μετά το «Θάλαμο 6» είναι το δεύτερο διήγημα που Τσέχωφ που διαβάζουμε στο οποίο αναφέρεται σε μια ψυχοπαθολογική περίπτωση.
  Για την «Κυρία με το σκυλάκι» έχουμε ήδη γράψει, μια και το διαβάσαμε σε άλλη συλλογή.
  Στο «Βασίλειο των γυναικών», ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα, διαβάζουμε: «…περιφρονούσε τους φτωχούς, και όλους όσους έρχονταν για να ζητήσουν κάποια χάρη…» (σελ. 195). Το παραθέτω γιατί όλο και πιο σπάνια συγγραφείς και μεταφραστές χρησιμοποιούν στον γραπτό λόγο την έλξη του αναφορικού, την οποία χρησιμοποιούμε στον προφορικό λόγο. Εμείς οι αμαθείς.
  Στο ίδιο διήγημα μαθαίνουμε για τον θαυμασμό που έτρεφε ο Τσέχωφ για τον Μωπασάν. Δεν αναφέρεται ξεχωριστά στον «Φιλαράκο», τον οποίο θαυμάσαμε κι εμείς. Όσο για τον Τουργκένιεφ, «τον τραγουδιστή της παρθενικής αγάπης και της αγνότητας, της νιότης και του μελαγχολικού ρωσικού τοπίου» (σελ. 213) ο Λίσεβιτς, ένα από τα πρόσωπα του διηγήματος, τον λάτρευε. Σίγουρα είναι porte-parole του δημιουργού του.
  Κι εμείς λατρέψαμε τον «τραγουδιστή της παρθενικής αγάπης», και γράψαμε μια μικρή συγκριτολογική μελέτη με τίτλο «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και τον Τουργκένιεφ».
  Ο Λίσεβιτς δεν είναι ο κεντρικός χαρακτήρας. Κεντρικός χαρακτήρας είναι η Άννα Ακίμοβνα, μια μεγαλοαστή κληρονόμος ενός εργοστασίου, η οποία τελικά βρίσκεται παγιδευμένη στη ζωή που της υπαγορεύεται ως πλούσια κληρονόμος με επιχειρηματικές ευθύνες.
  Το ίδιο παγιδευμένος είναι και ο Λάπτεβ στο τελευταίο διήγημα «Τρία χρόνια», όταν αναγκάζεται να αναλάβει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του, ο οποίος έχει γεράσει και έχει σχεδόν τυφλωθεί, ενώ ο αδελφός του, καταρρέοντας ψυχολογικά, έχει πεθάνει στο άσυλο από ανίατη ασθένεια. Άλλα η ψυχή του λαχταρούσε, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης. Όμως μέσα στη μεγαλοαστική ρουτίνα της ζωής του θα καταφέρει τελικά να κερδίσει μια κάποια αγάπη από τη γυναίκα του, η οποία τον παντρεύτηκε χωρίς να τον αγαπά.
  Φέτα ζωής είναι αυτό το εκτενές διήγημα καθώς, χωρίς σασπένς, μας παρουσιάζει τις ζωές τόσο των αφεντικών όσο και των υπαλλήλων τους. Μαθαίνοντας κάτω από τι εξαθλιωμένες συνθήκες ζούσαν δεν απορούμε για την επιτυχία της οκτωβριανής επανάστασης.
  Διαβάζουμε:
  «…ένας Θεός ξέρει γιατί πάντα μετανιώνουμε για κάτι, πάντα λαχταράμε κάτι…» (σελ. 310).
  Οι περισσότεροι ήρωες του Τσέχωφ σχεδόν πάντα αμφιταλαντεύονται στις αποφάσεις τους, σχεδόν πάντα μετανιώνουν (τόσο ο Λάπτεβ όσο και η γυναίκα του έχουν μετανιώσει που παντρεύτηκαν, όπως και ο Αγκνιόφ στη «Βέροτσκα», που δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στην αγάπη της παρά όταν ήταν πια αργά). Η απογοήτευση και η έλλειψη κάθε ελπίδας τους χαρακτηρίζει επίσης. «Όπως και να ’χει το πράγμα θα αναγκαστούμε να αποχαιρετίσουμε κάθε σκέψη για ευτυχία… Δεν υπάρχει. Δεν την ένιωσα ποτέ, κι υποθέτω ότι δεν υπάρχει καν. Κι όμως, μια φορά στη ζωή μου ένιωσα ευτυχισμένος, όταν καθόμουν τη νύχτα κρατώντας το παρασόλι σου» (σελ. 320), λέει ο Λάπτεβ στη γυναίκα του.
  Και θυμήθηκα μια μαντινιάδα που άρεσε πολύ στον Μανόλη τον Πρατικάκη, και μας την είπε σε μια μάζωξη στο σπίτι του:
  Η ευτυχία είντα θαρρείς πως είναι κατά βάθος;
  Λίγες στιγμές απ’ τη ζωή που κάνει ο πόνος λάθος.
  Και οι τρεις μεταφραστές – Ολέγ Τσυμπένκο και Μζία Εμπραλίτζε για τα τρία πρώτα διηγήματα και Νάνσυ Κουβαράκου για τα δυο τελευταία - είναι πάρα πολύ καλοί. Βρήκα ένα μόνο, έλασσον, μεταφραστικό ατόπημα: «πήγαν στο Μικρό Θέατρο» (σελ. 282). Το θέατρο Μάλι (Малый театр στο πρωτότυπο) κουβαλάει μια μεγάλη ιστορία, και θα έπρεπε να μείνει κατά τη γνώμη μου αμετάφραστο, όπως δεν μεταφράζουμε και το Μπολσόι σε Μεγάλο.  
 
   

No comments:

Post a Comment