Giuseppe
Tomasi di Lampedusa, Ο Γατόπαρδος
(μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου), Bell 2004, σελ. 429.
Ο «Γατόπαρδος» είναι ένα ακόμη αριστούργημα
που δεν βρήκε αμέσως εκδότη. Οι δυο πρώτοι εκδότες στους οποίους απευθύνθηκε ο Lampedusa το αρνήθηκαν.
Φαντάζομαι θα τραβούσαν τα μαλλιά τους όταν είδαν τι κελεπούρι άφησαν να φύγει
μέσα από τα χέρια τους. Και δυστυχώς ο Λαμπεντούζα πέθανε (το 1957, σε ηλικία
61 ετών) χωρίς να δει το αριστούργημά του τυπωμένο, χωρίς καν να μάθει ότι
έγινε δεκτό από κάποιον εκδότη, αφού αυτό έγινε μετά το θάνατό του.
Υπάρχουν πολλά
μυθιστορήματα που αναφέρονται στην πτώση οικογενειών, όπως «Οι Μπούντεμπρουκς»
του Τόμας Μαν, τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες» και τα «Ταραγμένα χρόνια»
του Μπα Τζιν. Όμως μόνο αυτό, ή τουλάχιστον μόνο αυτό από όσα ξέρω, εστιάζει
όχι κυρίως στην πτώση του οίκου αλλά στην πτώση μιας ολόκληρης κοινωνικής
τάξης, της αριστοκρατίας, της οποίας ο πρίγκιπας Giuseppe Tomasi di Lampedusa αποτελεί
έναν ξεπεσμένο εκπρόσωπο, με την πτώση αυτή να έχει ξεκινήσει από τον προπάππου
του τον οποίο χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τον ήρωά του τον Nτον Φαμπρίτσιο. Και την έναρξη της
πτώσης αυτής ο Λαμπεντούζα την τοποθετεί συμβατικά το 1860, με την απόβαση του
Γκαριμπάλντι στη Σικελία, τότε που η Ιταλία άρχισε να ενοποιείται ως κράτος.
Η πλοκή, χωρίς να
είναι προσχηματική, δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος. Όπως
γράφει και ο εκδότης του στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης, «Ο Γατόπαρδος
παραχωρεί πολύ λίγα πράγματα, και όχι χωρίς κάποια ειρωνεία, στην πλοκή, στην
ίντριγκα και στη μυθοπλασία» (σελ. 400). Ο Λαμπεντούζα, μέσα από τον αφηγητικό
του λόγο, αλλά και τον λόγο του Nτον
Φαμπρίτσιο που είναι ο porte-parole του,
διεισδύει στην ουσία των γεγονότων, αναλύοντας, σχολιάζοντας, προβλέποντας,
συχνά με μια λεπτή ειρωνεία, αλλά και αρκετό χιούμορ (για «υπέροχη αίσθηση του
χιούμορ» γράφει ο εκδότης του στην εισαγωγή στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω). Αν
και είναι εξίσου εκτενής και στις περιγραφές του, δεν δημιουργεί όμως καθόλου
την αίσθηση του πλατειασμού.
Στο τέλος του
βιβλίου υπάρχουν αρκετά κείμενα για τον συγγραφέα και για το έργο. Σε ένα από
αυτά διαβάζουμε:
«Είναι φυσικό να
αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Τομάζι, ένας τόσο προικισμένος συγγραφέας που
κατάφερε να γράψει το Γατόπαρδο σε
τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αποφάσισε να αρχίσει τη λογοτεχνική του
δραστηριότητα τα τελευταία μόνο χρόνια της ζωής του, αφού είχε περάσει τα
εξήντα. Μερικές εξηγήσεις μπορούν να δοθούν και γι’ αυτό ή, τουλάχιστον, να
διατυπωθούν κάποιες υποθέσεις. Το πρώτο μέρος της ζωής του συγγραφέα ήταν
αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στα ταξίδια και στις σπουδές, στη διαμόρφωση εκείνης
της προσωπικότητας που έκανε την εμφάνισή της στη συνέχεια στα ώριμα έργα του.
Ό,τι έγραψε εκείνη την περίοδο, δεν το κράτησε» (σελ. 403).
Εγώ έχω το κλειδί
της απάντησης. Είναι κάτι που είπε ο Καζαντζάκης στη γυναίκα του την Ελένη,
μετά την επιτυχία των μυθιστορημάτων του. Ευτυχώς, της λέει, που ήμουν φτωχός,
γιατί αν ήμουν πλούσιος δεν θα έγραφα, θα ταξίδευα. Τόσο ο Μπαλζάκ όσο και ο Ντοστογιέφσκι
έπρεπε να γράφουν ακατάπαυστα για να πληρώνουν τα χρέη τους·
δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για τη λογοτεχνία.
Αυτό έκανε ο
Λαμπεντούζα: ταξίδευε, γι’ αυτό δεν έγραφε. Γιατί, όσο και αν ο οίκος του ήταν
σε παρακμή, υπήρχε ακόμη αρκετή περιουσία που του επέτρεπε να ζει χωρίς να
εργάζεται, και μάλιστα να ταξιδεύει. Πουθενά δεν διάβασα ότι άσκησε
βιοποριστικό επάγγελμα. Οι μόνες ενασχολήσεις του ήταν τα ταξίδια, το διάβασμα,
και τα μαθήματα πάνω στη λογοτεχνία που έδινε σε ένα στενό κύκλο μαθητών,
φαντάζομαι χωρίς αμοιβή.
Όπως και ο Σοφοκλής
στην «Αντιγόνη»,
όπως και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στο «Μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας», θρηνεί
για ένα κόσμο που χάνεται, φορέα υψηλών αισθητικών και ηθικών αξιών, και
θλίβεται για την έλευση ενός καινούριου κόσμου κακογουστιάς που έχει σαν
κυρίαρχη αξία το χρήμα.
Ακριβώς με τον ίδιο
τρόπο θλίβεται και ο Μπαλζάκ στα μυθιστορήματά του. Και ενώ ο Μπαλζάκ θαύμαζε
την αριστοκρατία και πρόσθεσε ένα «ντε» στο όνομά του (ειρωνικά, υπογράφω σε
μια βιβλιοκριτική μου σε μια βιογραφία του ως
Babis d’ Ermitzakis), o Lampedusa ανήκει σ’ αυτή την
αριστοκρατία που έχει ξεπέσει. Όμως σε πρώτο πλάνο προβάλλει την ευγενική της φύση,
στο πρόσωπο του Ντον Φαμπρίτσιο, ενώ την ξεπεσμένη φύση της την κρατάει στο
παρασκήνιο, εκπροσωπούμενη από τον γαμπρό του, ο οποίος σπατάλησε την περιουσία
του αφήνοντας τον ανιψιό του, γιο της αδελφής του, κυριολεκτικά αδέκαρο.
Η αρνητική πλευρά
της νέας τάξης προβάλλεται στο πρόσωπο του άξεστου δημάρχου Σεντάρα, που
μαζεύει την περιουσία της αριστοκρατίας. Κανείς θετικός εκπρόσωπος της
ανερχόμενης αστικής τάξης δεν φαίνεται στο έργο. Εν μέρει θα θεωρηθεί ως
τέτοιος ο αδέκαρος αυτός ανιψιός, που με τα λεφτά της όμορφης κόρης του Σεντάρα
την οποία θα παντρευτεί θα κάνει μια σημαντική καριέρα. Η επεισοδιακή τους
σχέση προσημαίνεται, όμως δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης πραγμάτευσης.
Μόλις στο 7ο μέρος μαθαίνουμε, παρεκβατικά, ότι τον είχε απατήσει με
κάποιον.
Και πια είναι η
αντίληψη του Λαμπεντούζα για το λαό;
«Ο στρατιώτης
χαμογελούσε με μια βλακώδη και συνάμα τίμια έκφραση…» (σελ. 191).
Νομίζω αυτό τα λέει
όλα.
Αυτό που με
εκπλήσσει ως κρητικό είναι ότι κάνει άγριο θάψιμο της Σικελίας και των σικελών.
Σ’ αυτό διαφέρει απόλυτα από τον Καζαντζάκη. Ή μήπως διαφέρει η Σικελία από την
Κρήτη; Πάντως στη βεντέτα τα δυο νησιά μοιάζουν.
Ουσιαστικά το
μυθιστόρημα είναι τα έξι πρώτα κεφάλαια, που τοποθετούνται χρονικά στο 1860,
και στα οποία δίνεται η εικόνα της μεταβατικής αυτής οικονομικής, κοινωνικής
και πολιτικής κατάστασης. Στο 7ο κεφάλαιο, τοποθετημένο το 1983, ο
Λαμπεντούζα μας δίνει με ένα αριστουργηματικό τρόπο το θάνατο του Ντον
Φαμπρίτσιο, με εσωτερική εστίαση στα τελευταία του συναισθήματα και τις
τελευταίες του σκέψεις πριν τον πάρει η πανέμορφη κόρη, η αντιστροφή του χάρου
ως courier για τον άλλο κόσμο. Στο 8ο και τελευταίο κεφάλαιο,
τοποθετημένο χρονικά το Μάιο του 1910, μας δείχνει την πλήρη κατάρρευση του
οίκου, παρουσιάζοντας τις τρεις κόρες του πρίγκιπα Σαλίνα να είναι γεροντοκόρες
και θρησκόληπτες, και να κάνουν συλλογή ιερών οστών για το παρεκκλήσι τους, τα
οποία τους πλασάρουν διάφοροι επιτήδειοι. Τα περισσότερα θα αφαιρεθούν μετά από
έλεγχο της εκκλησίας ως μη γνήσια. Η πτώση θα δηλωθεί συμβολικά και με το
ρίξιμο στα σκουπίδια του ταριχευμένου σκύλου Μπεντικό, τον οποίο έμπαζε
χιουμοριστικά στις σκηνές των μεγάλων ο Λαμπεντούζα.
Ποτέ δεν
συνειδητοποιήσαμε τόσο πολύ τη διαφορά ανάμεσα στην πεζογραφία και τον κινηματογράφο
όσο βλέποντας (για τρίτη τουλάχιστον φορά) την κινηματογραφική μεταφορά του
έργου από τον Βισκόντι. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να μεταφερθεί στην οθόνη το
δοκιμιακό τμήμα της αφήγησης του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Όμως, επειδή ένα μεγάλο
μέρος των ιδεών που εκφράζονται εκεί παρουσιάζονται και σε δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο
με το λόγο των προσώπων, του ντον Φαμπρίτσιο κυρίως, ο Βισκόντι δεν φείδεται
φιλμ για να τον αναπαραγάγει, σε μια τρίωρη ταινία που κόπηκε άγρια από τους
παραγωγούς στην πρώτη έκδοση, τότε που πρωτοπήγε στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ευτυχώς το έργο αποκαταστάθηκε αργότερα στην ολότητά του. Και βέβαια ο Βισκόντι
δεν χάνει την ευκαιρία να δώσει εκτενείς και εντυπωσιακές σκηνές μάχης για τις
οποίες ο Λαμπεντούζα έχει αφιερώσει μόλις λίγες παραγράφους. Τελικά ο
κινηματογράφος είναι θέαμα, εικόνα. Ο Αγγελόπουλος το ήξερε αυτό πολύ καλά.
Θα σχολιάσουμε, κατά
το συνήθειό μας, και μια παράγραφο.
«Ο Ιησουίτης θυμόταν
την Αντζελίνα…. Δεν μπόρεσε να αποφύγει τις καθόλου ευνοϊκές συγκρίσεις ανάμεσα
σε κείνη και την Αντζέλικα: η μια ευτελής όπως και το πληβείο χαϊδευτικό της
όνομα·
η άλλη, αυτή που είχε ταράξει την οικογενειακή γαλήνη των Σαλίνα, μεγαλόπρεπη
όπως και το όνομά της, που απαντά στον Αριόστο» (σελ. 248).
Κρίμα που ο Τζον
Βόιτ («Ο καουμπόης του μεσονυχτίου») δεν είχε διαβάσει τον Αριόστο, ή έστω τον
Γατόπαρδο, πριν βαφτίσει την κόρη του, την Αντζελίνα Τζολί, πράγμα που φαίνεται
ότι είχε κάνει ο Τζων Χιούστον πριν βαφτίσει τη δική του κόρη·
τον Αριόστο, γιατί ο «Γατόπαρδος» εκδόθηκε οκτώ χρόνια μετά τη γέννησή της και
αποκλείεται να τον είχε διαβάσει.
Το βιβλίο το
δανείστηκα από τη φίλη μου την Ελένη τη Στασινού, η οποία το διάβασε για να
χρησιμοποιήσει στοιχεία για το επόμενο μυθιστόρημά της. Μου είχε μιλήσει γι’
αυτό με ενθουσιασμό πριν χρόνια ο φίλος μου ο Κώστας ο Μαυρουδής. Δεν ένοιωσα
έκπληξη που κάποια από τα σκυλιά του Γατόπαρδου φιγουράρουν στο τελευταίο του
βιβλίο «Η
αθανασία των σκύλων». Ήταν ένα από τα βιβλία που ήξερα ότι έπρεπε κάποια
στιγμή να διαβάσω. Και τώρα που το διάβασα σκέφτομαι ότι άργησα.
Μεγαλη αγάπη νεανική και όχι μόνο..
ReplyDeleteΕγώ δυστυχώς, όπως διάβασες, άργησα.
ReplyDelete